Σελίδες

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ- GALEANO EDUARDO


Παρουσίαση

«Πριν από εκατόν τριάντα χρόνια η Αλίκη, αφού επισκέφθηκε τη χώρα των θαυμάτων, μπήκε σ' έναν καθρέφτη για να ανακαλύψει τον κόσμο από την ανάποδη. Αν η Αλίκη ξαναγεννιόταν στις μέρες μας, δεν θα χρειαζόταν να περάσει πίσω από τον καθρέφτη, θα ήταν αρκετό να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο».

Με το συγκλονιστικό βιβλίο του "Ένας κόσμος ανάποδα", στην αναθεωρημένη μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου, ο πολυβραβευμένος Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Εδουάρδο Γκαλεάνο, αποφασίζει να μας ξαναστείλει στο σχολείο.

Σε ένα σχολείο που αποκαλύπτει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και καυστικό χιούμορ την ανεστραμμένη πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, όπου τα αριστερά βρίσκονται δεξιά, τα πάνω κάτω και τα εμπρός πίσω. Αγανακτισμένος από την κατάφωρη κοινωνική αδικία καταγγέλλει τους διεθνείς οργανισμούς και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, καταδικάζει την εκμετάλλευση και την αδικία, υψώνει φωνή διαμαρτυρίας και καλεί τον καθένα μας σε εγρήγορση και δράση, δίνοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσπασμα, Ενας κόσμος ανάποδα -Eduardo Galeano

Μία γέφυρα δίχως ποτάμι. Ψηλές προσόψεις κτιρίων δίχως τίποτε από πίσω. Ο κηπουρός ποτίζει το πλαστικό γρασίδι. Κυλιόμενες σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά. Ο αυτοκινητόδρομος που μας δίνει την δυνατότητα να γνωρίσουμε τόπους, που εξ αιτίας του έχουν καταστραφεί. Η οθόνη της τηλεόρασης δείχνει μία τηλεοπτική συσκευή που περιέχει μίαν άλλη τηλεοπτική συσκευή μέσα στην οποία υπάρχει μία τηλεοπτική συσκευή…

Αυτός ο πολιτισμός δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί, ούτε τα λουλούδια, ούτε τις κότες ούτε τους ανθρώπους. Το χειμώνα τα λουλούδια τοποθετούνται κάτω από συνεχή φωτισμό, ώστε να μεγαλώνουν πιό γρήγορα. Στα ορνιθοτροφεία η νύχτα είναι απαγορευμένη για τις κότες. Και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην αϋπνία, λόγω της αγωνίας τους να αγοράσουν και του άγχους τους να πληρώσουν.

Εδώ ο ουρανός ποτέ δεν συννεφιάζει, εδώ δεν βρέχει ποτέ.Σ’αυτή τη θάλασσα κανείς δεν διατρέχει τον κίνδυνο να πνιγεί, αυτή η πλάζ προστατεύεται από την κλοπή. Δεν υπάρχουν μέδουσες να σε τσιμπήσουν, ούτε αχινοί να σου καρφώνονται στο πόδι, ούτε κουνούπια να σε τρελαίνουν. Με τον αέρα πάντα στην ίδια θερμοκρασία και το νερό θερμαινόμενο αποφεύγονται τα κρυώματα και οι πνευμονίες.

Τα βρομερά νερά των λιμανιών θα φθονούσαν αυτά τα διάφανα νερά, αυτός ο αμόλυντος αέρας χλευάζει το δηλητήριο που αναπνέουν οι ανθρωποι στην πόλη.

Η είσοδος δεν είναι ακριβή, 30 δολάρια το άτομο, αν και πρέπει να πληρώσεις επί πλέον τις καρέκλες καί τις ομπρέλες. Στο ίντερνετ λέει : «Τα παιδιά σας θα σας μισήσουν αν δεν μας τα φέρετε…» Wild blue, ή κλειστή με κρυστάλλινους τοίχους πλάζ της Γιοκοχάμα είναι ένα μεγαλειώδες έργο της γιαπωνέζικης βιομηχανίας. Τα κύματα έχουν το ύψος που τους δίνουν οι κινητήρες. Ο ηλεκτρονικός ήλιος βγαίνει και κρύβεται σύμφωνα με τη θέληση της επιχείρησης, προσφέροντας στην πελατεία εντυπωσιακά τροπικά ξημερώματα και κατακόκκινα δειλινά πίσω από τις φοινικιές. Είναι τεχνητό –λέει ένας επισκέπτης. Γι’ αυτό μας αρέσει.

Λιχουδιές από πλαστικό, όνειρα από πλαστικό. Πλαστικός είναι και ο παράδεισος που υπόσχεται η τηλεόραση σε όλους αλλά παρέχει σε λίγους. Είμαστε όλοι στις διαταγές της.

Σ’ αυτόν τον πολιτισμό όπου τα πράγματα αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη αξία και οι άνθρωποι μικρότερη, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθορίζουν τους κανόνες: δεν αγοράζεις εσύ τα πράγματα, αυτά σε αγοράζουν, το αυτοκίνητο σε χρησιμοποιεί., ο υπολογιστής σε προγραμματίζει, η τηλεόραση σε παρακολουθεί.

Η έκρηξη της κατανάλωσης στον σύγχρονο κόσμο δημιουργεί μεγαλύτερο θόρυβο από όλους τους πολέμους και προκαλεί μεγαλύτερο πανδαιμόνιο από όλα τα καρναβάλια.

Όπως λέει μία παλιά τουρκική παροιμία, όποιος πίνει με πίστωση μεθάει διπλά. Το γλέντι ζαλίζει και θολώνει την όραση, αυτό το μεγάλο παγκόσμιο μεθύσι μοιάζει να μην έχει ούτε χρονικά ούτε χωρικά όρια. Αλλά ο πολιτισμός της κατανάλωσης είναι κενός σαν το ταμπούρλο γι’ αυτό και κάνει τόση φασαρία. Την ώρα της αλήθειας, όταν ο σαματάς σταματήσει και τελειώσει η γιορτή, ο μεθυσμένος ξυπνάει μόνος, συντροφιά με τη μοίρα του και τα σπασμένα που οφείλει να πληρώσει.

Οι καταναλωτικές μάζες δέχονται τις εντολές σε παγκόσμια γλώσσα.

Η διαφήμιση κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει η εσπεράντο αλλά δεν μπόρεσε. Όπου και να βρεθούμε όλοι καταλαβαίνουμε τα μηνύματα που μεταδίδει η τηλεόραση. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι δαπάνες για την διαφήμιση έχουν διπλασιαστεί. Χάρη στις διαφημίσεις τα φτωχά παιδιά πίνουν ολοένα περισσότερη coca cola και ολοένα λιγότερο γάλα και ο χρόνος της σχόλης γίνεται σιγά σιγά χρόνος υποχρεωτικής κατανάλωσης.

Ελεύθερος χρόνος, φυλακισμένος χρόνος. Στά σπίτια των πολύ φτωχών μπορεί να μην υπάρχει κρεβάτι, υπάρχει όμως τηλεόραση και η τηλεόραση έχει τον πρώτο λόγο. Αγορασμένο με δόσεις, αυτό το ζωάκι, αποδεικνύει τή δημοκρατική ροπή της προόδου. Δεν ακούει κανέναν αλλά μιλάει γιά όλους. Έτσι πλούσιοι και φτωχοί γνωρίζουν τα προσόντα του τελευταίου μοντέλου των αυτοκινήτων και, πλούσιοι και φτωχοί, ενημερώνονται για τα πλεονεκτικά επιτόκια που προσφέρει κάθε τράπεζα.

Εκσυγχρονισμός, μηχανοκρατία: Ο θόρυβος από τους κινητήρες των μηχανών σκεπάζει τις φωνές που καταγγέλλουν αυτό τον τεχνητό πολιτισμό, ο οποίος μας κλέβει την ελευθερία κι ύστερα έρχεται να μας την πουλήσει. Εξασθενίζει τα πόδια μας για να μας υποχρεώσει στη συνέχεια να αγοράσουμε αυτοκίνητα και μηχανήματα γυμναστικής.

Ο εφιάλτης των πόλεων, όπου τα αυτοκίνητα έχουν τον πρώτο λόγο, έχει επιβληθεί στον κόσμο σαν το μοναδικό δυνατό πρότυπο ζωής. Οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής ονειρεύονται να γίνουν σαν το Λός Άντζελες, όπου οκτώ εκατομμύρια αυτοκίνητα ορίζουν τους ανθρώπους. Ελπίζουμε να γίνουμε κάποτε μία γκροτέσκα απομίμηση αυτής της τρέλας. Πέντε αιώνες τώρα, αντί να δημιουργούμε εξασκούμαστε στην απομίμηση. Αφού λοιπόν είμαστε καταδικασμένοι στην απομίμηση, ας επιλέγουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τα πρότυπά μας. \ Αν συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις τότε εγγυημένα θα βλέπουμε όλοι τις ίδιες εικόνες, θα ακούμε όλοι τους ίδιους ήχους, θα φοράμε τα ίδια ρούχα, θα τρώμε όλοι τα ίδια χάμπουργκερ και θα είμαστε όλοι μόνοι μες στην ίδια μοναξιά, μέσα σε σπίτια ίδια, σε γειτονιές ίδιες, σε πόλεις ίδιες, όπου όλοι θα αναπνέουμε την ίδια βρώμα και θα υπηρετούμε τα αυτοκίνητά μας με την ίδια προσήλωση και θα ανταποκρινόμαστε στις διαταγές των ίδιων μηχανών σε έναν κόσμο που θα είναι θαυμαστός για όποιον δεν έχει πόδια, ούτε φτερά, ούτε ρίζες…

Οι περισσότεροι άνθρωποι χρεώνονται για να αποκτήσουν αγαθά και τελικά δεν τους μένουν παρά χρέη, για να πληρώσουν άλλα χρέη τα οποία δημιουργούν καινούργια χρέη. Καταλήγουν να καταναλώνουν φαντασιώσεις, που για να τις πραγματοποιήσουν καμιά φορά καταφεύγουν στο έγκλημα. Η μαζική διάδοση της πίστωσης, προειδοποιεί ο κοινωνιολόγος Τόμας Μούλιαν, έδωσε τη δυνατότητα στην καθημερινή ζωή της Χιλής, να περιστρέφεται γύρω από τα σύμβολα της κατανάλωσης, δηλαδή, την εξωτερική εμφάνιση ως πυρήνα της προσωπικότητας, το τεχνητό τρόπο ζωής, την ουτοπία σε σαρανταοκτάμηνες δόσεις.

Η καταναλωτική κοινωνία είναι μια παγίδα για τους κουτούς. Αυτοί που κρατάνε τα ηνία παριστάνουν ότι το αγνοούν αλλά όποιος έχει μάτια μπορεί να δεί ότι η ύπαρξη της λίγης φύσης που μας έχει απομείνει διασφαλίζεται επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων καταναλώνει λίγο, πολύ λίγο, και μόνο τα αναγκαία.

Η κοινωνική αδικία δεν είναι πλέον ένα σφάλμα που πρέπει να διορθωθεί, ούτε ένα ελάττωμα που πρέπει να ξεπεραστεί: έχει γίνει θεμελιώδης αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει φύση που να μπορεί να θρέψει ένα shopping center στο μέγεθος του πλανήτη. Αυτό το μοντέλο ζωής το οποίο μας παρουσιάζουν σαν τον οργασμό της ζωής κι’ αυτή η καταναλωτική φρενίτιδα που λένε ότι είναι η φρενίτιδα της ευτυχίας, αρρωσταίνουν το σώμα μας, δηλητηριάζουν τη ψυχή μας και μας αφήνουν ανέστιους: χωρίς εκείνη την εστία που κάποτε ήθελε να γίνει ο κόσμος μας.

Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής του 20ού αιώνα, γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο των έντυπων μέσων δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και χρονογραφήματα στο περιοδικό "El Sol". Το 1961 γίνεται διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας "Epoca" και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης "Marcha". Το 1973 εξορίζεται εξαιτίας των ιδεών του και καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό "Crisis". Μετά το πραξικόπημα του 1976 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Ισπανία. Το 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο.

Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση και το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό. Συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων για τη Λατινική Αμερική, μεταξύ των οποίων γνωστότερα είναι τα: "Su majestad el futbol" ("Η αυτού μεγαλειότης το ποδόσφαιρο", 1968), "Las venas abiertas de America Latina" ("Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής", 1971, ελλ. εκδ. Θεωρία, 1982· Κουκκίδα, 2008), "Cronicas latinoamericanas" ("Λατινοαμερικανικά χρονικά", 1972), "Dias y noches de amor y de guerra" ("Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου", 1978, ελλ. εκδ. Εξάντας, 1978), "La trilogia, Memoria del fuego" ("Τριλογία: Μνήμες φωτιάς", 1
982-1986, ελλ. εκδ. Εξάντας, χ.χ.· Πάπυρος, 2009), "El libro de los abrazos" ("Το βιβλίο των εναγκαλισμών", 1989, ελλ. εκδ. Κέδρος, 2001), "Patas arriba" ("Ένας κόσμος ανάποδα", ελλ. εκδ. Στάχυ, 2000· Πιρόγα, 2008), "El futbol a sol y sombra" ("Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου", 1995, ελλ. εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998), κ.ά. Το 1975 και το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, το 1989 με το American Book Award για τις "Μνήμες φωτιάς" (Washington University, ΗΠΑ) και το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award, που του απονεμήθηκε από το Ίδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ). Έφυγε από τη ζωή στις 13 Απριλίου 2015, σε ηλικία 74 ετών.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Σαίρεν Κίρκεγκωρ-Αποσπάσματα απο τα βιβλία του -Το κεντρί της ύπαρξης-Ο κατάσκοπος του Θεού


Ο Δανός φιλόσοφος Soren Kierkegaard (1813-1855) υπήρξε μία από τις κυριότερες μορφές της ευρωπαϊκής θεολογίας, κατά πολλούς ο σπουδαιότερος σύγχρονος χριστιανός στοχαστής.
Ο Wittgenstein, που έμαθε δανικά για να τον διαβάζει στο πρωτότυπο, τον θεωρεί τον πιο βαθυστόχαστο φιλόσοφο του 19ου αιώνα και ο George Steiner ισάξιο σε οξυδέρκεια με τον Dostoevsky και τον Nietzsche. Για πρώτη φορά στα ελληνικά παρουσιάζονται κείμενα από ολόκληρο το έργο του ανθρώπου που μετέτρεψε το μύθο του χριστιανισμού σε πνευματικότητα, όπως παρατηρεί ο γνωστός Βρετανός φιλόσοφος Don Cupitt. Στο βιβλίο αυτό ανθολογούνται ορισμένα από τα σημαντικότερα κείμενά του. Ένας πρωτοπόρος του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού.

Αποσπάσματα
«Οι άνθρωποι παραπονιούνται ότι η ζωή είναι άχαρη και θλιβερή – όμως στην παραπάνω φράση πιστεύω πως υπάρχει αιώνια χαρά! Παραπονιούνται πως η ζωή είναι μονότονη και άνοστη – όμως σε μια τέτοια σκέψη υπάρχει αιώνια ένταση! (…) Οταν υποφέρεις, προσπάθησε να ακούσεις!

Λένε ότι ο κόσμος, το περιβάλλον, οι συναναστροφές εμποδίζουν κάποιον στο δρόμο προς την ευτυχία. Στην ουσία ο ίδιος ο άνθρωπος εμποδίζει το δρόμο. Είναι τόσο προσκολλημένος σε όλα αυτά, που δεν μπορεί να αποσπάσει τον εαυτό του για να ανανεωθεί και να αντλήσει ελπίδα. Είναι διαρκώς στραμμένος προς τα έξω αντί να είναι στραμμένος προς τα μέσα. Διατηρεί επικοινωνία με τον εχθρό μέσα από… την ελπίδα της ανωριμότητας.

»Η δοκιμασία στερεί αυτή την ελπίδα. Η δοκιμασία σού στερεί αυτά που θες να ξαναζήσεις, ακόμη κι αν η διβουλία δεν σε έχει εγκαταλείψει. Κι εσύ πρέπει να ελπίζεις πως, αν δεν τα καταφέρεις με την πρώτη, έχεις κι άλλες ευκαιρίες να επανορθώσεις για τις τόσες σου αποτυχίες…

Ομως η δοκιμασία βαστά ακόμα, γιατί σκοπός της είναι να επαναφέρει την ελπίδα. Οχι να σου τη δώσει, αλλά να την επαναφέρει. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του κρυμμένη την ελπίδα του αιώνιου. Η δοκιμασία είναι αυτή που την επαναφέρει… Διδάσκει την αφύπνιση…».


Αναφερόμενος στον ρόλο του ως συγγραφέα, ο Δανός φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ γράφει: "[...] σε ό,τι αφορά την έννοια της ύπαρξης και την έννοια της χριστιανοσύνης, ενεργώ σαν ένας κατάσκοπος που υπηρετεί μια ανώτερη υπηρεσία, αυτή μιας ιδέας. Δεν έχω κάτι νέο να διακηρύξω, ούτε την εξουσία να διακηρύξω, δεν λειτουργώ φανερά αλλά μυστικά [...] είμαι σαν ένας κατάσκοπος που πληροφορείται τις παρανομίες, τις απάτες και τις ύποπτες υποθέσεις, ένας που δεν παύει να παρακολουθεί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται κάτω από την πιο αυστηρή παρακολούθηση [...]" Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο επονομαζόμενος Κατάσκοπος του Θεού, παρατηρεί με προσοχή το θρησκευτικό κατεστημένο της χώρας του, προκειμένου να διασαφηνίσει, για τον απλό άνθρωπο, την εικόνα του πραγματικού χριστιανού, επαναπροσδιορίζοντας τις θεμελιώδεις έννοιες της εσωτερικότητας και της πίστης. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η εξέλιξη της προσωπικότητας του φιλοσόφου-επιθεωρητή από τα νεανικά γραπτά του έως τα τελευταία του ημερολόγια. Πολλά από τα κείμενα μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Søren Kierkegaard [Ο κατάσκοπος του Θεού]
«Σκοπός μου είναι ο απλός άνθρωπος» τονίζει στα ημερολόγιά του. Απευθύνεται σε εκείνον που έχει την αγνότητα της καρδιάς να θέλει μόνο ένα πράγμα, σε εκείνον που αν θέλει αγνά και ειλικρινά μόνο ένα πράγμα, μόνο το καλό μπορεί να θέλει, είτε είναι καθηγητής είτε υπηρέτης.

«Για να μπορώ να αντέξω μια πνευματική ένταση σαν τη δική μου χρειάζομαι την ψυχαγωγία που παρέχει η τυχαία συνάντηση με τους απλούς ανθρώπους στο δρόμο, αφού η επαφή με τους λίγους εκλεκτούς δεν είναι ψυχαγωγία».

 «Όταν μέσα από το παράθυρο βλέπουμε κάποιον να παραπατά στο δρόμο, η συμπεριφορά του μας φαίνεται παράξενη. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι πασχίζει να βαδίσει ενάντια στη θύελλα».
ΠΗΓΗ

Kierkegaard, Soren, 1813-1855-Βιογραφικό
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα Στη Σπηλιά-Φώτης Κόντογλου


Τοιχογραφία Φ.Κόντογλου, παρεκκλήσιο Οικ.Πεσμαζόγλου Κηφισιά

 Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κι έπιασε κι έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο. Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κι έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά).
     Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία-τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
     Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κι οι μαρχαμάδες, τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
     Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να ’ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
     Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα-νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

     Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
     Θα 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα ’τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
     Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που ’χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.
 -"Ώρα καλή, βρε παιδιά!" φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός.
 -"Πολλά τα έτη!" αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. "Καλώς ορίσατε!".

     Τους πήγανε στη σπηλιά.
 -"Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!" είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε. "Βρε αδερφέ", έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, "ποιος να το ’λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. κι επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ’ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ’κανε!". Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο. "Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!". Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
     Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας...

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το "Χριστός γεννάται, δοξάσατε"...
     Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κι έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε. Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κι είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
     Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή. Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κι ήτανε από τη Θεσσαλία. Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ’μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
     Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. κι επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί). Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’-Απόστολο με τον μούτσο. Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
 -"Μωρέ να δεις", έλεγε ο κυρ-Παναγής, "τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”! Χα! Χα! Χα!" -γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
     Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κι είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του:
 -"Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!" κι έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κι είπε λίγες ευχές, το "Χριστός γεννάται", κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: "Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν".
     Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
     Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
     Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε "την βρώσιν και την πόσιν".

,
Παραμονή Χριστούγεννα-Φώτης Κόντογλου

Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ᾿ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.

Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ᾿ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.

Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ᾿ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ᾿ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ - έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.

Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:

— Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…

Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:

— Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!

Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!

Απ᾿ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ’δω κι από ’κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.

Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.

Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:

Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…

Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:

Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,

του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,

ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,

στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.

Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν

και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.

Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,

δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός σας

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά.

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ᾿ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.

Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ᾿ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ᾿ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.

Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ᾿-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.

Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.

Απ᾿ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ᾿ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ᾿ ανοιχτό μανίκι τ᾿ αλλουνού χεριού.

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:

Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!

Κανένας δε μίλησε. Ύστερ᾿ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…

Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:

Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…

Και δεν ξαναμίλησε.