Σελίδες

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Την άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη

 «Δεν ωφελεί το παράπονο/ Λίγο σιτάρι για τις γιορτές/ λίγο κρασί για τη θύμηση /λίγο νερό για τη σκόνη»
Νίκος Γκάτσος (Αμοργός)

Την άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη, / ποιος 
δεν το ξέρει;
Των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα / λάμπει 
τ' αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες' στ' άλλα αστέρια 
ανάμεσα / και δεν το χάσει σε μια άλλη 
Βηθλεέμ ακολουθώντας το / μπορεί να φτάσει.
(Γεώργιος Δροσίνης («Νύχτα 
χριστουγεννιάτικη», 1935)
Άγγελου Σικελιανού, «H Γέννηση»
Απ' όλα Εκείνη λόγιαζε τα πλάσματα πως σ' Ενα
ποτάμια οι πόνοι ετρέχανε κι αστέρευτοι κρουνοί,
κι αν ήτανε τα σπλάχνα της ν' ανοίξουν ματωμένα

πως ματωμένοι θ' άνοιγαν μαζί τους κι οι ουρανοί.

 “Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν”.

«Παραμονή της Γέννησης» (Πορεία, 1940) Ζωή Καρέλλη
Ολόκληρο το ποίημα / ΕΔΩ 

Ένας Θεός-Κωστής Παλαμάς

Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,

το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι... 

Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ' άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.

Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή* το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι 


Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.


Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο-Kωστής  Παλαμάς

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,

το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι

κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,

που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.




Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος/
να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος/
λίγο φαΐ, λίγο κρασί/
Χριστούγεννα κι Ανάσταση.(Οδ.Ελύτης)

«Ἡ Γέννηση» (1983)Τάσος Λειβαδίτης
« Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα.
Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα.
Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό.
«Εἶδες - μου λέει - γεννήθηκε ἡ εὐσπλαγχνία».
Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.

Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες
καὶ δὲ θά ῾χαμε νὰ ποῦμε τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό 


Το παιδί με τη σάλπιγγα(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ.
Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων. Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται…
Γιώργος Θέμελης, ΙΙΙ. Φάτνη
«Ἕνας Θεός»Κωστής Παλαμάς


Ὦ, μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεὸς
καὶ τὸ κορμί μου γίνεται ναός,
δὲν εἶναι ὡς πρῶτα φάτνη ταπεινὴ
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί,
τὸ μέτωπό μου λάμπει σὰν ἀστέρι…
Φέρτε μου, Μάγοι – θεία βουλή τὸ γράφει 
τὰ σμύρνα τῆς ἐλπίδας, τὸ λιβάνι
τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης τὸ χρυσάφι!.

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια
σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα
(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου
δὲ θέλει δῶρα
δὲ θέλει χρήματα
πάγο καὶ χρόνια
χιόνια καὶ πάγο
σκισμένα ροῦχα
ἀχνὰ παπούτσια
ὁ χρυσὸς νεκρὸς
θὰ βγεῖ ἔξω
δὲν τὸν γνωρίζει κανένας
τὸν ἀλήτη νεκρὸ
θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο
νὰ πιεῖ τὸν καφέ του
κι ὕστερα πάλι
σὲ λίγες μέρες
ἥσυχα θὰ πεθάνει
(ὁ νεκρός)
ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος



κι ὅλες οἱ ρόδες
κόκκινες ὅπως πρῶτα
θὰ γυρίζουν πάλι.
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ(Μίλτος Σαχτούρης)
Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.
(Τόλης Νικηφόρου)

Ενας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα παιδιά,
καράβια για τα όνειρα,
ένα παραμύθι της αγάπης για τους
 απελπισμένους.
παραμονή και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα.

Εἶδα χθὲς βράδυ στ᾿ ὄνειρό μου-Τέλλος  Άγρας

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,

το γεννημένο μας Χριστό,

τα βόδια επάνω του εφυσούσαν

όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,

και μέσα η φάτνη η φτωχική,

άστραφτε πιο καλά από μέρα,

με κάποια λάμψη μαγική.

Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,

κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,

πως θα καθίσει σαν κορώνα,

στης Παναγίτσας τα μαλλιά.

Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,

τον προσκυνούσαν ταπεινά,

ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,

κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».

Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,

δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,

όσο της Μάνας Του το στόμα,

και το ζεστό - ζεστό φιλί.

Χριστούγεννα- Τέλλος Άγρας

Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπα καὶ πυκνὸ τὸ χιόνι,

κρύα καὶ κατασκότεινη κι ἀγριωπὴ ἡ νυχτιά. 

Εἶναι ἡ στέγη ὁλόλευκη, γέρνουν ἄσπροι κλῶνοι, 

μὲς τὸ τζάκι ἀπόμερα ξεψυχᾶ ἡ φωτιά...


Τρέμει στὰ εἰκονίσματα τὸ καντήλι πλάγι 

καὶ φωτάει στὴ σκυθρωπή, στὴ θαμπὴ ἐμορφιά. 

Νὰ ἡ φάτνη, οἱ ἄγγελοι κι ὁ Χριστὸς κι οἱ Μάγοι 

καὶ τὸ ἀστέρι ὁλόλαμπρο μὲς στὴ συννεφιά!


Κι οἱ ποιμένες, ποὺ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὴ στάνη 

κι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ στὸ Χριστὸ μπροστά. 

Τὸ μικρὸ τὸ εἰκόνισμα ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ φτάνει, 

μαζεμένα ὅλα μαζὶ καὶ σφιχτὰ-σφιχτά.


Πέφτει ἀκόμη ἀδιάκοπο κι ἄφθονο τὸ χιόνι, 

ὅλα ξημερώνονται μ᾿ ἄσπρη φορεσιὰ 

στὸν ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ στόνοι, 

κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά...



Από «Τα Σχόλια του Τρίτου» (Μ.Χατζιδάκις)


«Ο κόσμος πια δεν είναι μαγικός. Και τα

 Χριστούγεννα, μια οργανωμένη μηχανή… Έτσι

 ο Χριστός γεννιέται σιωπηρώς. Κανείς δεν τον

 αναζητά, κανείς δεν τον εσκέφτεται κι έρχεται

 μόνος σιωπηλός για να πεθάνει μόνος… κι αυτό

 τ’ αστέρι της βηθλεέμ, τι θέλει πάλι κι ήρθε

 ετούτη τη χρονιά… 

Α! τα Χριστούγεννα, δεν 


 είναι φέτος ούτε για τα παιδιά. 

Άλλωστε 

απέκτησαν και αυτά, χάρις στην βιομηχανικήν

 ανάπτυξη, μιαν εντελώς προσωπική μυθολογία

 που απέχει χιλιάδες μέτρα από τη μυθολογία

 της γέννησης του Χριστού…

Η σιωπηλή αυτή γέννηση, μέσα στον άσχετο

 και θορυβούντα κόσμο μας, φαντάζει ακόμα

 πιο ιερή και πιο σημαδιακή, από την γραφική

 των τυπικών χριστιανών, που εννοούν να

 βλέπουν τον Χριστό, Θεό απ’ τη γέννησή του,

 εξ αρχής, κι όχι μετά, στον θάνατο, στο τέλος,

 στην κατάληξή του».

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 

('Εμμετρο παραμύθι)- ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Διαβάστε ΕΔΩ

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Τα σώματα ''μικρές -'' Αχερουσίες''

Κατανυκτικές/ αγρυπνίες 
Μυστηριακές /λειτουργίες
Ιεροτελεστίες /στο βωμό /του Ερωτα 
Μύηση /στην ολοκλήρωση
Σπονδή /μέλι και ύδωρ
Ικεσία/στο ΦΩΣ!  
Κάθαρση

 Το παίδεμα του νου /και της ψυχής /για την αποκάλυψη/τη λύτρωση /τη γνώση/Καταδύομαι /για να αναληφθώ /στους ουρανούς σου.

 Τα σώματα ''μικρές  Αχερουσίες''
 Στο στόμα μου κρατώ τον οβολό.
Πέρνα με απέναντι. (Μαρία Λαμπράκη)

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Σαν Τεριρέμ /Σαν δάκρυ

Κι αν είσαι όνειρο
                            Παιχνίδι του μυαλού
Ξύπνησα απότομα /στη μέση της νύχτας /θάρρεψα ''λέει'' πως ήρθες /στο Φως λουσμένος...
     Σαν, αρχαγγέλων μουσική
         Σαν,  Τεριρέμ 
               Σαν, δάκρυ 
Και έγινε ''θυμίαμα'' στα χείλη /το φιλί 
Βυζαντινά μεταξωτά /τα χάδια /στο κορμί μου 
Χρυσή πορφύρα ο Ερωτας/κι αγκάθινο το στέμμα 
Πήρα το μύρο κι άλειψα /όλες σου τις πληγές
      Μαγδαληνή με φώναξες 
                                             Μαγδαληνή......
Κι ακούστηκε/λες/ και έψαλαν /Αγγελοι/ ΤΕΡΙΡΕΜ (Μαρία-Λαμπράκη-)

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Αξιον εστί/τα πάθη /των ανθρώπων

-Να με κοιτάς (είπες)
-Να κάθεσαι και να με κοιτάς 
-Τι θέλεις να δω; 

-Ο Παράδεισος είναι στα μάτια...
Αυτό έκανα..
Κι έγιναν άξαφνα/ λίμνες τα μάτια σου /που μέσα τους καθρεπτίζονται/ όλες οι αισθήσεις μου/ παραδομένες..

Δάγκωσα το μήλο της ''αμαρτίας'' /και χάρηκα την ''πτώση'' μου
Τώρα ξέρω τι σημαίνει/ έκπτωτος άγγελος /Μα, δε φοβάμαι ...
Ο δικός μου Παράδεισος /είναι στα μάτια σου.
Σ' αυτό τον παράδεισο χάθηκα/κι άνθισαν μέσα μου/ οι κήποι /της Βαβυλώνας ...Μαρία Λαμπράκη

Αξιον εστί/τα πάθη /των ανθρώπων....

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

.Ε,..και?

Αφύλαχτη νύχτα, αφρούρητες οι σκέψεις /χωρίς σκοπιά η διάβαση του Ερωτα ...
 Ε,..και?
Εισβολή του εχθρού..
Ερωτας κ θάνατος μαζί/τέλος κ αρχή .. 
Ε,..και?
Για όλα και για τίποτα..
Σκόρπια και μαζί..
...Σκόρπια σκέτο/χωρίς το <<με >> σκόρπισες 
Εισβολή του εχθρού.. 
Ε,..και?
Να πάρει χρώμα η ζωή/να γίνει επιτέλους κόκκινη, όχι μαύρη 
Τα υπόλοιπα; είναι απλά ένα δάκρυ /λίγο πρίν/όλα σκεπαστουν στην αχλύ/ του ονείρου.. 
Ε,..και?...
Μαρία Λαμπράκη

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Iεροτελεστίες της νύχτας

Iεροτελεστίες  της νύχτας
σε τάσι αργυρό σταλάζει η θλίψη
 κόμπο κόμπο το δάκρυ της ψυχής.
Το σκοτάδι/η σιωπή/η μνήμη
θα γίνουν τα δικά μου Σεραφείμ/ χερουβείμ 
που θα περιπολούν την Εδεμ του Ερωτα..
Για να ξεχωρίσουμε 
πρέπει να θρυμματιστείς
απ' τα κομμάτια μου..Μαρία Λαμπράκη

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Τραύμα ανεπούλωτο

Σεμνή η σιωπή σου /μα καθώς μ' αγκαλιάζει /κάνει χίλια κομμάτια /την καρδιά.
Κι εγώ /που τόσο αγάπησα τις λέξεις/έπαψα πια για σένα να μιλώ. 
Η ζωή μου φύλλο μετέωρο /έκθετο των ανέμων/  τραύμα ανεπούλωτο κατά την αποκόλληση / από  τη μήτρα /του 'Ερωτα.Μαρία Λαμπράκη

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ο μπερντές της μνήμης


Γεμάτη αντιθέσεις η ζωή
Τα σύννεφα άσπρα τη λύπη τους κρύβουν /στο χρώμα της χαράς..

Καρφώνεις το βλέμμα στο τσάμι/για να ξεκολλήσεις απ' όσα σφηνώθηκαν και σήμερα στο μυαλό
Εξω η ζωή αδιάφορη /αγάπη μου παράφορη..
 
 Ο Χρόνος /ανάλογα με το χτύπο της καρδιάς /κυλάει βιάζεται/βαρυγκωμά/σκοντάφτει σε εμπόδια του νου
Αγώνας ταχύτητας /κι όποιος αντέξει..

Είναι κάτι στιγμές που/δεν ξέρεις τι να κάνεις /τα χέρια του μυαλού..
Ανάβεις τσιγάρο ξανά/και ξανά/και πάλι..
Τα κορμιά του καπνού/ο μπερντές της μνήμης που/βγαίνει πάντα κερδισμένος..
Αβάσταχτη η μνήμη του τίποτα...Φτιαγμένη απο λυγμό /και απόσταση..(Μαρία Λαμπράκη)

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.

Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.»(Tάσος Λειβαδίτης)

Οκτώβριος (Μίλτος Σαχτούρης)

Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μέσ’ στον καθρέτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα

Ντύλαν Τόμας - Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη

Ειδικά όταν ο άνεµος του Οκτώβρη
µε δάχτυλα ξεπαγιασµένα µαστίζει τα µαλλιά µου, 
πιασµένος στη δαγκάνα του ήλιου, ανάβω δρόµο
και αναπτύσσω ίσκιο κάβουρα στη γη. 
Πουλιά χαλούν τον κόσµο την ακτή, 
βήχουν κοράκια στα παλούκια του χειµώνα, 
κι ανάστατη η καρδιά µου τροµάζει τη λαλιά της, 
χύνει το αίµα συλλαβών κι αποξηραίνει λέξεις

Επιπρόσθετα, κλεισµένος σ’ έναν πύργο λεκτικό, 
επισηµαίνω προς το βάθος του ορίζοντα να φεύγουν
προτάσεις σαν βαθύσκιωτες γυναίκες φυλλωσιές,
σειρές ολόκληρες αστρόφραστα παιδιά στο πάρκο. 
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξιές,
κάποιοι από δρύινες φωνές, µε ρίζες 
ποικίλων όσων αγκαθιών να σε υποµνήσω,
κι άλλοι µε λόγια του νερού γυρεύουν να σε πλάσω. 

Πίσω απ’ το βάζο µε τις φτέρες αιωρείται το εκκρεµές, 
µου λέει τη λέξη απ’ ώρα, το µήνυµα του νεύρου 
πετάει στης πλάκας την αιχµή, το πρωινό αναγγέλλει 
στον κόκορα ποιος άνεµος φυσάει. 
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω απ’ τα σηµεία των αγρών· 
σηµατωρός χορτάρι, που µου δείχνει όσα γνωρίζω,
στο µάτι αποχωρίζεται χειµώνα και σκουλήκι. 
Με τις ντροπές του κόρακα άλλοι γυρεύουν να σε πλάσω.

Μετάφραση : Γιώργος Μπλάνας
WILLIAM BUTLER YEATS

Mετάφραση: Γιώργος Βαρθαλίτης


ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ ΚΥΚΝΟΙ


Τα δέντρα το φθινόπωρο είναι ωραία,

τα μονοπάτια είναι ξερά.
Τον ουρανό στου Οκτώβρη το λυκόφως
αντιφεγγίζουν  τα νερά·
στη λίμνη τη γεμάτη μες τις πέτρες
πενήντα  κύκνοι είναι κι εννιά.

Το δέκατο ένατο φθινόπωρο ήρθε

στα μέρη ετούτα τα ίδια·
πριν τους μετρήσω, στα φτερά τους βλέπω
να υψώνονται όλοι αιφνίδια
με βοή, και να σκορπίζουν σε μεγάλα
σπασμένα δαχτυλίδια.

Είναι η καρδιά μου πικραμένη, αφού είδα

τα πλάσματα τα λαμπερά.
Όλα απ’ τη δύση αλλάξανε, που ακούοντας
στην όχθη αυτή πρώτη φορά
ψηλά τον χτύπο των φτερών τους, γίναν
τα βήματά μου μου πιο ελαφρά.

Ανέμελα ζευγάρια ακόμα πλέκουν

μαζί στο παγωμένο ρέμα
ή ανέρχονται στον αέρα, στην καρδιά τους
δεν πάγωσεν ακόμη το αίμα,
γιατί το πάθος κι η αρπαγή, όπου πάνε
καρφώνουν πάνω τους το βλέμμα.

Αλλά στ’ ακίνητο νερό κυλάνε,

μυστήριο τώρα κι ομορφιά·
πλάι σε ποια λίμνη ή κρήνη, σε ποια βούρλα
θα χτίσουν μέσα τη φωλιά
και θα τους καμαρώσουν  σαν ξυπνήσω
και δω πως πέταξαν μακριά;

 http://www.poeticanet.gr/william-butler-yeats-poiimata-a-1408.html
Ποίημα του Οκτώβρη-

Ντίλαν Τόμας, Dylan Thomas (1914-1953)

 Ήταν το τριακοστό μου έτος στον ουρανό
Σαν ξύπνησα στο άκουσμα του λιμανιού και του γειτονικού δάσους
Και τη συναγωγή των μυδιών και του ερωδιού
Την ιερωμένη ακτή
Το πρωινό νεύμα
Με την υδάτινη προσευχή και το κάλεσμα του γλάρου και του κόρακα
Και τον χτύπο των ιστιοφόρων πάνω στον μεμβρανώδη τοίχο
Έτοιμος εγώ να πατήσω το πόδι μου
Τη στιγμή εκείνη
Στην κοιμωμένη πόλη και το ταξίδι μου να ξεκινήσει.
Τα γενέθλιά μου ξεκίνησαν με το νερό -
Πετούμενα κι όλα τα πετούμενα των φτερωτών δέντρων ταξίδευαν το όνομά μου
Πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα
Κι εγώ ξύπνησα
Ένα βροχερό φθινόπωρο
Και περπάτησα έξω στην μπόρα όλων των ημερών μου
Πλημμυρίδα κι ο ερωδιός βούτηξε σαν πήρα τον δρόμο
Πέρα από την επικράτεια
Ενώ οι πύλες
Της πόλης έκλειναν καθώς η πόλη ξυπνούσε.
Ένα σμάρι κορυδαλλοί σ' ένα σύννεφο
Που κυλούσε κι οι θάμνοι στην άκρη του δρόμου γεμάτοι τιτιβίσματα
Κοτσυφιών κι ο ήλιος του Οκτώβρη
Καλοκαιρινός
Στον ώμο του λόφου,
 Εδώ το κλίμα ήταν ήπιο κι οι τραγουδιστές γλυκείς όταν ξάφνου
Φάνηκαν το πρωί εκεί που τριγυρνούσα κι άκουγα
Τη βροχή να στίβει
Τον άνεμο τη ριπή το κρύο
Στο δάσος πέρα εκεί κάτω.
Ξεπλυμένη βροχή πάνω στο λιμάνι που αχνόσβηνε
Και στη θαλασσόβρεχτη εκκλησία στο μέγεθος σαλιγκαριού
Με τις κεραίες ορθωμένες μες στην ομίχλη και το κάστρο
Καφετί σαν κουκουβάγια
Μα όλοι οι κήποι
Της άνοιξης και του καλοκαιριού άνθιζαν ανάμεσα σε φανταστικές ιστορίες
Πέρα από την επικράτεια και κάτω από το σύννεφο γεμάτο κορυδαλλούς.
Εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω
Τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε.
Τράβηξε μακριά από τη χαρμόσυνη πατρίδα
Κι ο άλλος αγέρας κι ο γαλανός αλλαγμένος ουρανός
Άφησαν να κυλήσει ξανά εκεί κάτω ένα θαύμα καλοκαιριού
Με μήλα
Αχλάδια και κόκκινα μούρα
Κι είδα στην αλλαγή τόσο καθαρά ενός παιδιού
Τα ξεχασμένα πρωινά σαν περπατούσε με τη μητέρα του
Ανάμεσα στις παραβολές
Του ηλιόφωτου
Και τους θρύλους των πράσινων παρεκκλησιών
 Και τους διπλοειπωμένους αγρούς της νηπιακής ηλικίας
Που τα δάκρυά του έκαψαν τα μάγουλά μου κι η καρδιά του σκίρτησε στη δική μου.
Τούτα ήταν τα δάση ο ποταμός κι η θάλασσα
Εκεί που ένα αγόρι
Στο φιλήκοο
Καλοκαίρι των νεκρών ψιθύρισε την αλήθεια της χαράς του
Στα δέντρα και τις πέτρες και τα ψάρια του αλμυρού νερού.
Και το μυστήριο
Τραγουδούσε ολοζώντανο
Ακόμα μες στο νερό και το τιτίβισμα των πουλιών.
Κι εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε. Κι η αληθινή
Χαρά του πολύχρονου νεκρού παιδιού τραγουδούσε φλεγόμενη
Στον ήλιο.
Ήταν το τριακοστό μου
Έτος στον ουρανό κι εγώ στεκόμουν εκεί στο καλοκαιρινό μεσημέρι
Παρ' όλο που η πόλη κάτω κειτόταν φυλλοσκεπής με το αίμα του Οκτώβρη.
Είθε η αλήθεια της καρδιάς μου
να τραγουδηθεί ξανά
Σε τούτον εδώ τον ψηλό λόφο και του χρόνου.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
  Αποστασία
Το καλοκαίρι κύλησε πολύ γλυκά. Ξεχάσαμε
την άσκηση του νου, τους δύσκολους καιρούς της εγκαρτέρησης,
την καθαρή ανάμνηση δίχως επιστροφή ταχυδρομείου,
την προσευχή γι’ αυτούς που ορίσανε τυραννικά τη σκέψη.
Ωραία πέρασε το καλοκαίρι μας, η αισθηματική μουσική, τα γραμμόφωνα,
τα πάρτυ στην ταράτσα της έπαυλης
και μας κερνούσανε τα δυνατά λικέρ κι ύστερα έρχονταν
οι αναπαυτικές σαιζ-λογκ κι ο εύκολος έρωτας
και το φθινόπωρο θα βάραινε μονάχα σαν μια καινούργια αρχή.
Ζήσαμε ένα εξαίσιο καλοκαίρι.
Κι είναι ο Οκτώβρης ένας μήνας στρυφνός και παράξενος
τώρα που έχουμε ξεμάθει πια την άσκηση
και τη σπατάλη της θυσίας.
http://www.poiein.gr/archives/2942 
Τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αναπνέω τις μυρουδιές της μουσκεμένης γης, σκεπτόμενος…» (Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα)
Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.
Το πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς το συνεχώς
προσεκτικά και αργά.
Μη και χυθεί σταγόνα
από την αίσθηση πως ζω,
που την πίνω αργά αργά
σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ ρηχό φλιτζάνι
το φως του Οκτωβρίου.

Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την πας πιο δω πιο κει
ανάλογα που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι να γίνει πιο πυκνό.
Έχει η ατμόσφαιρα
αυτό που λέμε λιγοστεύει,
είτε πρόκειται για φως
για θεό
φθινοπώριασμα πίστης
για υπόφωτο έρωτα.
Ειν’ η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο και σπασμένο
το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι απόγινε, τι απόγινες;

Πάει κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά αποκρίνεται
η λακωνική εξαφάνιση.
Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.

Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.
Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες ονοματοφωλιές
σ’ εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα ύψους.
Πεινασμένα φωνήεντα
τσιμπάνε με το ράμφος τους
ψόφια τζάμια.
Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει αργά αργά το χρώμα.
Μια κιτρινίλα στα φυτά,
στα φιλάλληλα,
στα καταφύγια φάρδη.
Μελανίες μελιστάλαχτοι
σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Το κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας που πατάω.
Παντού σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να κουκουλωθείς
να μη βλέπεις άλλο
τι γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν οι χαμοί
ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας
καθυστερούμε να χαθεί
απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.
(Από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Το τελευταίο σώμα μου», 1981).