Σελίδες

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Αύγουστος ! Καλό μήνα!

Kάθε που μπαίνει ο Αύγουστος κι ας έχει δυο φεγγάρια /μου λείπουν τα τραγούδια σου τσ' αγάπης συναξάρια ...
Οι νύχτες κρύβουν τις πληγές/ μ'ένα καημό στα χείλη / γι'αυτό φορούνε στο λαιμό / το ''κόκκινο μαντίλι ''....(Μαρία Λαμπράκη)

Αύγουστος είναι...Το τραγούδι του Νικόλα....
AthensMagazine.gr
 Γιάννης Ρίτσος, «Αύγουστος»
Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα.
Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο.
Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης,
ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες
κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια
λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών
χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα
σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις
θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας
μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου
είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, 4ος τ., εκδ. Κέδρος)
Γιάννης Ρίτσος, «Μεσημέρι Αυγούστου»
Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο
κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,
είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει
κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα
από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)
 
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ=Δώρα Μοάτσου 
Σκορπά το κλήμα γύρω τους χυμούς του
Τρυγούν μέσα στ' αμπέλι τα σταφύλια.
Κι' απ' τη γυρτή του μπαλκονιού μας γρύλλια,
Μέσα σταπομεσήμερο τ' Αυγούστου,

Η μυρουδιά του πατημένου μούστου
Στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια,
Κ' ηδονικά χαϊδεύει μου τα χείλια 
Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του.

Τριγύρω μας απλώνει πονηρά
Τη μέθη με τα φλόγινα φτερά.
Δε φταίμε μεις αν μέσα στις καρδιές μας

Ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας...
Ζεστό τ' απομεσήμερο τ' Αυγούστου,
Μεθυστικιά κ' η μυρουδιά του μούστου.
Χανιά 1917                                       ΔΟΡΑ ΜΟΑΤΣΟΥ
Η ποιήτρια Δώρα Μοάτσου (1895-1979), ήταν σύζυγος του Κώστα Βάρναλη.http://ola-ta-kala.blogspot.gr/2013/07/blog-post_1996.html 
Αύγουστος-Από την ποιητική συλλογή Νύχτα ηνίοχος (2010) 
της Βάσως Μπρατάκη

Στα δίχτυα της σιωπής
ασημένια ψάρια που σπαρταρούσαν
οι χτύποι της καρδιάς μας
όταν ο μικρός Αύγουστος
ανέβαινε θριαμβευτικά
στα πέτρινα σκαλοπάτια του καλοκαιριού
σαν άλλος Ίκαρος που δεν γνώριζε
πως το πύρωμα μιας στιγμής
μπορεί να λιώσει τα πάντα,
ακόμα κι αυτά τα κέρινα φτερά μας.

Και στη χούφτα του δειλινού,
τρέλα και λογική,
σ’ ένα κουβάρι μπερδεμένα
όταν σμιλεύαμε σιωπηλά
τις λέξεις που γεννά ο έρωτας
εκεί που συναντήθηκαν οι σιωπές μας,
όταν το κόκκινο άνοιγε θριαμβευτικά
την αυλαία στους θιασώτες του ονείρου
που υπόσχονταν για μια ακόμα φορά
να αναστήσουν στην αυλή των θαυμάτων
τα λόγια της αγάπης που κλείσαμε κρυφά
στις κάμαρες του ονείρου,
μην και γίνουν λεία στα χέρια
άπληστων τυμβωρύχων.

Ένας καταρράχτης από πουλιά
που έχασαν την πυξίδα
στο πέταγμά τους,
τα λόγια που ξέφυγαν
από τα χείλη των εραστών
τις μεγάλες ώρες της σιωπής,
όταν βουβά η αράχνη του πόθου
έπλαθε απατηλά
τον ιστό της αγάπης
στα σκοτεινά δωμάτια του ονείρου.
Στίχοι:  
Μουσική:  

Σ’είδαν τα μου και σ’ είπανε
Αύγουστος λέγανε πως ήτανε

κι έβρεχε όλη την δευτέρα
ποιος ήταν που ’πλένε την μέρα.

Κορίτσι πράμα κι είχες μάτια μου
στομώσει όλα τα γινάτια μου
κοίταζες κι έλαμπαν οι δρόμοι
λάμπαν εργάτες κι αστυνόμοι.

Άχαρα φαίνονταν τα χρόνια μου
και τα τριμμένα παντελόνια μου
έπεφταν γύρω μου σαν λέπια
και μ’έντυνες αστροπελέκια.

Τώρα τα ρίχνω καταπάνω μου
μ’ όλο το άχτι του παράνομου
δίχως να σου τάξω γάμο
βιάστηκα λίγο να τον κάμω.

Άχαρα φαίνονταν τα χρόνια μου
και τα τριμμένα παντελόνια μου
έπεφταν γύρω μου σαν λέπια
και μ’ έντυνες αστροπελέκια.

Τώρα τα ρίχνω καταπάνω μου
μ’ όλο το άχτι του παράνομου
δίχως να σου τάξω γάμο
βιάστηκα λίγο να τον κάμω.

Σ’ είδαν τα μάτια μου και σ’ είπανε
Αύγουστος λέγανε πως ήτανε
κ’έβρεχε όλη την δευτέρα
ποιος ήταν που ’πλένε την μέρα.
ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
LXV
Μεγαλώνει το φεγγάρι νύχτα φωτεινή του Αυγούστου
μυρίζουν τ' άγρια γαρίφαλα μέχρι θανάτου
γιατί στα Βοδενά
η αγαπημένη μου κοιμάται
Η εισβολή της μαύρης πεταλούδας του Πόρου * -Μίλτος Σαχτούρης

Κάθε χρόνο
κατά το μήνα Αύγουστο
εισβάλλει στο προαύλιο
του Μοναστηριού του Πόρου

η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού
πετάει από πέτρα σε πέτρα
τα παιδιά προσπαθούν
να την πιάσουν
αλλά δεν το κατορθώνουν
είναι η Άγια-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου
πετάει από πέτρα σε πέτρα
μόνο για λίγες μέρες
και ύστερα χάνεται
για να ξαναεμφανιστεί

πάλι τον άλλο Αύγουστο
η Άγια μαύρη-Πεταλούδα
του Μοναστηριού του Πόρου…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
Πάντα είναι Αύγουστος
Πάντα είναι Αύγουστος
Το χώρισμα ανάμεσα στα δωμάτια
Ξύλο μαυρισμένο.
Πάντα η φωτογραφία στον κίτρινο τοίχο
Δείχνει τη συνάντηση στο ποτάμι
Την ώρα που ο ήλιος μετέωρος ανάμεσα
Από δέντρα και άμμο ναρκισσεύεται
Στο νερό.
Πάντα φτάνει το τραίνο στο σταθμό
Οι πρώτες φωνές στους διαδρόμους, το πρώτο τσιγάρο, τα μεγάφωνα
Οι απίστευτες ματιές της Κυριακής για ένα ταξίδι στη μυθολογία
Το πλήθος, τα χέρια, τα μέλη, τα μάτια των υπνωτιστών.
Πάντα είναι Αύγουστος
Η μητέρα σου στο διπλανό δωμάτιο ξερνάει και συ αγωνίζεσαι
Για τη μετατόπιση ανάμεσα από λίμνες, έλη, νεκρούς
Σε βιβλία χημείας και φυσικής που τα οφείλεις τον Σεπτέμβρη
Σε σώματα απέραντα ανέπαφων
Που διατηρούνται στη ζωή
Με τη μυθολογία του Αυγούστου
-Ο πατέρας σου υπέγραψε πριν από λίγο
Δεν μπορείς να φύγεις
Είναι Αύγουστος.  
Αυγουστιάτικο φεγγάρι-CESARE PAVESE

Πέρα από τους κίτρινους λόφους, πέρα από τα σύννεφα
είναι η θάλασσα. Όμως ανάμεσα στη θάλασσα και σε σένα
υπάρχουν μέρες φοβερές, λόφοι που κυματίζουν και υψώνονται στον ουρανό,παρεμβάλλονται πριν από τη θάλασσα.

Εδώ πάνω στο λόφο υπάρχει η ελιά και το πηγάδι, τόσο μικρό που δεν μπορείς να καθρεφτιστείς,και οι καλαμιές, οι καλαμιές, που ποτέ δεν ησυχάζουν.
Και το φεγγάρι, ανεβαίνει. Ο σύζυγός της είναι ξαπλωμένος
σ' ένα χωράφι, με το κρανίο κομματιασμένο από τον ήλιο
- μια γυναίκα δεν μπορεί να τραβήξει ένα σώμα
σαν να ήταν σακί. Υψώνεται το φεγγάρι που ρίχνει μια μικρή σκιά
κάτω από τα στριφτά κλαριά.

 Η γυναίκα στη σκιά
κοιτάζει προς τα πάνω, μ' ένα μειδίαμα τρόμου
σ' αυτό το τεράστιο πρόσωπο, το με αίμα
που πήζει και πλημμυρίζει κάθε γωνιά των λόφων.
Το ξαπλωμένο σώμα στα χωράφια δεν κουνιέται
ούτε η γυναίκα στη σκιά. Μόνο το ματωμένο
μάτι μοιάζει να γνέφει σε κάποιον και να του δείχνει το δρόμο.

Έρχονται μεγάλες ανατριχίλες στους γυμνούς λόφους
από μακριά, και η γυναίκα τις νιώθει στην πλάτη της,
όπως τότε που τρέχανε σ' αυτή τη σταρένια θάλασσα.
Και τα φύλλα της ελιάς, χαμένα σ' αυτή τη θάλασσα
από φεγγαρόφωτο, θροΐζουν - ακόμα και η σκιά του δέντρου
αρχίζει να σκοτεινιάζει, να μεγαλώνει και να την καταπίνει.

Τρέχει έξω, στον φεγγαρένιο τρόμο,
και την ακολουθεί το θρόισμα της αύρας πάνω στους βράχους
και μια λεπτή σιλουέτα που της δαγκώνει τα γυμνά της πόδια,
τα φυτά, και τον πόνο στην κοιλιά. Έπειτα κρύβεται στη σκιά
γέρνοντας στους βράχους δαγκώνοντας τα χείλη της.
Κάτω, η γη στο σκοτάδι, κολυμπάει στο αίμα.
Μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς
                
Πες μας που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δείχνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε σα μάρμαρο η σιγή
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Νάνος Βαλαωρίτης
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
(Τα Ρω του Έρωτα, Ο. Ελύτης)
Μουσική :Λίνος Κόκοτος 
Ερμηνεία:Ρένα Κουμιώτη