Σελίδες

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Τα λόγια..ήταν της Θάλασσας...

Η  «αλς»,  «θάλαττα»  ή  θάλασσα  έγινε  η
ψυχή των έργων ιστορικών, πεζογράφων
και  ποιητών.  Γιατί  είναι  μια  παρουσία
ζωντανή  και  αυθύπαρκτη,  που  διέπει  τη
νοοτροπία και επηρεάζει τις καταβολές του
λαού μας, δημιουργώντας μαζί του έναν
ιδιαίτερο στενό δεσμό.

Μη φωνάζεις σε παρακαλώ! Μη φωνάζεις!
'Ολοι οι άνθρωποι φωνάζουν!
Είναι ωραία να μιλάνε σιγά!...
ΑκΟυ!!ΜιλΑει η ΘαλΑσΣα!!
Ξέρεις τι λέει;
ΕλευΘεριΑ λεει...εΛευθΕριΑ λεει...(K.Γώγου)
Ο Σεβάχ ο θαλασσινός
Στίχοι:Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική:Mάνος Λοίζος

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

(
Ναζίμ Χικμέτ) -Σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου


Σὲ ποιά θάλασσα-Γιώργος Θέμελης
Σὲ ποιά θάλασσα,
ποιός οὐρανὸς
σ’ ἔχει φιλήσει;..
Τὰ μαλλιά σου τρυποῦν
τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνέμου,
σὰν τὰ δέντρα καὶ σὰν τὰ ταξίδια!

Τὸ χέρι σου χαμόγελο,
φωνὴ σὰν τοῦ νεροῦ,
σὰν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!
Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει τὸ πρόσωπό σου,
κατεβαίνει τὸ βλέμμα σου
ἀπὸ χίλια
λουλούδια!

Κοίταξε, κάλλιο,
τὸν ἴσκιο ποὺ πέφτει,
τὸν καβαλλάρη τῆς βροχῆς,
τὸ χαμογέλοιο

τοῦ καλοῦ θεοῦ!..

ΣΠΟΥΔΗ ΘΑΛΑΣΣΗΣ-Νίκος Καββαδίας

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο "Πυθέας"
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.

Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
- μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες -
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ-Κική Δημουλά(απόσπασμα)

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω

στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν

ἔτσι σὲ βρίσκει:

πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει

κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ

τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες

σπάνια συμπίπτουν.

Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,

ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια

κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.

Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ

τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους

οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω

μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις

γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.

Ξαπλώνουν δίπλα σου.

Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα

κι ἀνεβαίνει. 

Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.

Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους

γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΪΟΥ

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσα του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη΄όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα. 

(Κ.Π. Καβάφης)

Σκοτεινή θάλασσα της πόρτας μου (Γιάννης Τόλιας)

Ξυπνάω άνθρωπος μισός
κι ανάβω
το πικρό τσιγάρο του καφέ
Ο άλλος μου κωλυσιεργεί στο όνειρο
Σβήνει στο τζάμι του πρωινού
τα χρώματά της
πρωθύστερη η δύση
Σκοτεινή θάλασσα
της πόρτας μου
αν σε ανοίξω μόνος μου
θα πνιγώ.
 Του Αιγαίου Ο έρωτας το αρχιπέλαγος
κι η πρώρα των αφρών του,
και οι γλάροι των ονείρων του.
Στο πιο ψηλό κατάρτι του
ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι
.(Οδυσσέας Ελύτης)
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται  ὁ ἔρωτας.
 
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿  ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο
. (Προσανατολισμοί)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ.

ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
                                       (1971)ΔΗΛΟΣ
Όπως     βουτώντας     άνοιγε τα μάτια κάτω απ' το νερό     να φέρει
σ' επαφή το δέρμα του μ' εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνη-
γούσε (από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα)
Ολοΐσια μέσα στην καρδιά του ήλιου    με την ίδια κίνηση περνούσε
κι άκουγε     να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να βρυχιέται ο αθώος του
εαυτός ψηλά πάνω απ' τα κύματα
Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι     του άφηνε καιρό η δροσιά να
σύρει κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορ-
φιές απ' τα ύφαλα
Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς που
γυάλιζε το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου
Και αυτό θρυλούσε η θάλασσα.
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό     είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω

  ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα 'θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα
γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ     σε μεγάλο βάθος πίσω     τις γενιές απανωτές
όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω     Και μπροστά πάλι το ίδιο:
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι     και η νέα στο μπράτσο Ελένη     με το
πλάι επάνω στον ασβέστη
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας     το μισό το σώμα της φευγάτο κιό-
λας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο     μετατοπισμένο μες στον ουρανό     με τα διχα-
λωτά πουλιά     τα κιτρινάκια     και τους ήλιους.

Ελύτης, Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Πού δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Ά, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά 'κεί που σβήνεται

Η σκιά του γλάρου.


Οδυσσέα Ελύτη, «Μυρίσαι το άριστον. XIV»

Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:
1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.
3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.
4. Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ' τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.
5. Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».
Από τη συλλογή Ο Μικρός Ναυτίλος (1985)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 514-515]
XXIV
Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι «τοπίο» – η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης.
Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι «διάρκεια». Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δε σ’ αφήνει να τη συλλάβεις.
Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω απ’ τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου, που καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του, όπως, ακριβώς, μέσα σ’ ένα ποίημα.

Και τότε – αφού είναι μια ανάπτυξη του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίημα – να κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.
Μόνο ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί.

Η θάλασσα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη 
Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

Γιώργος Σεφέρης

Κ΄ [Ανδρομέδα]

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλιόταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μουόταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.
Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ώς πού θα με παρασύρουν;Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιός θα μπορέσει να την εξαντλήσει;Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκιδεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένωνκι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

Γιῶργος Σεφέρης - «Μυθιστόρημα»***

ΚΔ´

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ ἔργα τῆς θάλασσας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
Ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε θὰ ζήσουν ἐδῶ ποὺ τελειώνουμε
ἂν τύχει καὶ μαυρίσει στὴ μνήμη τους τὸ αἷμα καὶ ξεχειλίσει
ἂς μὴ μᾶς ξεχάσουν, τὶς ἀδύναμες ψυχὲς μέσα στ᾿ ἀσφοδίλια,
ἂς γυρίσουν πρὸς τὸ ἔρεβος τὰ κεφάλια τῶν θυμάτων:
Ἐμεῖς ποὺ τίποτε δὲν εἴχαμε θὰ τοὺς διδάξουμε τὴ γαλήνη.
Δεκέμβρης 1933 - Δεκέμβρης 1934
Γεώργιος Σεφέρης-
  
Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;

Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.

Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ

κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.

Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,

μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺυ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις»

Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια-Γεώργιος Δροσίνης 

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.
Λένα Παππά
Ἐρωτικό
Από τη συλλογή Σκιατραφῆ καί φωτόφιλα, Άπαντα Β' τομ. σελ. 480.
Εἶδα ὄνειρο ἤμουν μαζί σου πλάϊ στήν θάλασσα
ἡ ἥλιος ἔλιωνε τόν κόσμο
κι ἐσύ γελοῦσες φέγγοντας τίς φλέβες μου
ἅπλωνα τό χέρι ἐτσιδά καί σ’ἄγγιζα
ἠλεκτρισμένη
λάβα και μύρο χυνόμουν ὅλη κι ἔρρεα
πρός ἐσένα.
Μέ κοίταζες κι οἱ θάνατοί μου ὅλοι πέθαιναν
κι ὅλα τά πράγματα πού δέν μέ ξέραν
τραγουδοῦσαν τ’ ὄνομά μου
ριγοῦσα ἀπό τήν ἡδονή τῆς πεταλούδας πού φτερώνει
καί σκίζει τό κουκούλι της βγαίνοντας στῶν ἀνθῶν τό φῶς.
Κι ὅπως τά ὄνειρα δέν ἔχουν λογική
σέ πῆρα σάν μωρό στήν ἀγκαλιά καί σέ κανάκεψα
τόσο γλυκά πού κουλουριάστηκες στά σωθικά μου
κι ἔγινα ἡ εὐτυχισμένη σου μητέρα.
Τώρα πατώ στά νύχια μήν ξυπνήσω
τήν ἀπουσία σου
πουθενά δέν κοιτάζω μήν τυχόν καί φύγει
ὁ μαγεμένος ὕπνος ἀπ’ τά βλέφαρά μου
καί δῶ ἀδειανή, θανατωμένη τήν ζωή μου
καί παραλοΐσω. 

Ἄλλοτε η θάλασσα...Γιῶργος Σαραντάρης 

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της

Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο

Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα

Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα

Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα

Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε

Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου

Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία

Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς

Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ

Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας

Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός

  Η Θάλασσα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
''Παραθέματα ''

ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα
στο νου στην ψυχή και στις φλέβες μας θάλασσα.

Είδαμε τα πλοία να φέρνουν τις μυθικές χώρες
εδώ στην ξανθή αμμουδιά
όπου αργοπορούν οι βραδινοί οδοιπόροι.

Ντύσαμε τις παιδικές αγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς της ακρογιαλιάς
όστρακα στιλπνά και βότσαλα.


Γιάννης Ρίτσος,
Υπολογισμένη αναβολή
(Καρλόβασι, 29. VI. 87.)
Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του
μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν,
όσες φορές κι αν σε αρνήθηκαν ή κι αν αρνήθηκες,
ένα άσπρο σπίτι πάνω στο λόφο ζητάει τη ματιά σου,
ένα παιδί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα χαμογελώντας,
ένα πουλί τη νύχτα τραγουδάει και για σένα.
Λοιπόν, ας αναβάλουμε και πάλι˙ ας ενθρονίσουμε

αυτή τη μικρή πεταλούδα στο ραγισμένο τζάμι.

Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός(απόσπασμα)
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη 
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα 
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου 
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ερωτόκριτος -Νίκος Γκάτσος 
Τα μάτια του δυο στάλες απ' τη
 θάλασσα 
κι ο ίδιος στο τιμόνι σαν κουρσάρος
να γίνει Ερωτόκριτος τον κάλεσα
και να 'μαι εγώ στα πόδια του
 Κορνάρος. 
Μαζί σε ξενιτιές να ταξιδέψουμε 
του έρωτα να βρούμε όλους τους
 τρόπους 
χωρίς ποτέ ποτέ μας να ξοδέψουμε
αυτό που λεν αγάπη στους ανθρώπους.

Με τις καρδιάς τ' ατσάλι και το σίδερο
σ' απάτητες ν' ανέβουμε μαδάρες 
ν' ανάψουμε κερί στον Άγιο Ισίδωρο 
κι ευχές να γίνουν γρήγορα οι κατάρες.

Νίκου Γκάτσου, «Φέρτε μου τη θάλασσα»

Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.

Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα 'ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν' αποκοιμηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

ΓΥΜΝΑΣΜΑ-Αρης Αλεξάνδρου

Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου.
Κοίτα που κ' η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς
ουρανό και φύκια
πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.


Ἡ Ξανθούλα-Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (απόσπασμα)

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα,γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.

Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;

Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...

«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»



Έχω κάτι να πω στη θάλασσα.
 Πάρτε με κοντά της το πρωί πούναι μονάχη. Κώστας Μόντης


Άπλωνα, θάλασσα...Νικηφόρος Βρεττάκος

Άπλωνα, θάλασσα, τα χέρια παντού,
Ζητώντας απ' όλα βοήθεια κι αγάπη.

Όλα μου έδωσαν. Κ' εκτός από τον
ομιλούντα σου φλοίσβο και τον
ρυακίζοντα ουρανό, η ψυχή μου
πήρε απ' όλα, θησαύρισε
πράγματα.

Κ' έγινε ομοίωση,
σώμα μικρό του παντός. Η φωνή του
φωνή μου, φως μου το φως του.
Η ψυχή μου, ο κόσμος που γίνεται
λόγος. Η ψυχή μου, ο λόγος
που γίνεται κόσμος.
Η Θάλασσα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
''Παραθέματα ''

ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα
στο νου στην ψυχή και στις φλέβες μας θάλασσα.
Είδαμε τα πλοία να φέρνουν τις μυθικές χώρες
εδώ στην ξανθή αμμουδιά
όπου αργοπορούν οι βραδινοί οδοιπόροι.
Ντύσαμε τις παιδικές αγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς της ακρογιαλιάς
όστρακα στιλπνά και βότσαλα
…και τ ρ α γ ο υ δ ά μ ε τη θάλασσα
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο
πλάι στ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι.
Ακούσαμε το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
…μετέωρο κατάφωτο ασίγαστο
το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας…
Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κ ι θ ά ρ ι σ μ α του μπάτη…(Γιάννης Ρίτσος)
στίχοι από την ποιητική  σύνθεση «Μυθιστόρημα», γραμμένοι το 1934, Γ.Ρίτσος 
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.

Γιάννης Ρίτσος

Το εμβατήριο του Ωκεανού

(απόσπασμα)…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσατο βραδινό τραπέζι μας λιτό.Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξηκαι το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζεστα ελληνικά χωμάτινα λαγήνιασκηνές από την Τροία.
Μας πήραν το θαλασσινό τ ρ α γ ο ύ δ ι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.…θυμάσαι το γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια
για να κερδίσει τη νιότη τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς τη θάλασσα;

Γιάννης Ρίτσος

Το εμβατήριο του Ωκεανού


(απόσπασμα)
Είχαμε τον κήπο μας στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλυστρούσε ο ουρανός
κ’ η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.

Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.
Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα
- μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
- ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής κ’ ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στη γαλανή καμπύλη των βουνών.

Γιάννης Ρίτσος

Το εμβατήριο του Ωκεανού



(απόσπασμα)
Ήλιε, Ήλιε
που βάφεις μ’ αίμα τη θάλασσα
γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου
να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων.

Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας.

 http://31.media.tumblr.com/tumblr_m345kml6bu1qc2qk9o1_500.gif

Γιάννης Ρίτσος

Το εμβατήριο του Ωκεανού(απόσπασμα)Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Σύννεφο ασημένιο πλάι στο φεγγάρι.

Χρώματα πρωινά διαλυμένα στο νερό
πυρκαϊές δειλινών στους ώμους των γλάρων…

Εμείς το σπίτι μας το χτίσαμε στη θάλασσα.
Είναι μαργαριτάρια στα κοχύλια
κ’ είναι μεγάλα δάση κοραλλιών στους έρημους βυθούς.

Πίσω απ’ τους βράχους έρπει ερημική
η ασημένια σκέψη της σελήνης.

Φτερούγισμα θαλασσινών πουλιών
στις άφωνες σπηλιές των βράχων…


Ανδρέας Εμπειρίκος
[Είπα την λέξη θάλασσα…]
Είπα την λέξη θάλασσα, και αμέσως λιώνουν μέσα μου οι θρόμβοι, όπως οι θρόμβοι αυτών που τραγουδάν και λένε: «Άσπρο πουλί τρεχαντήρι…». Άσπρο το κύμα, κάτασπρο τ’ ορθόπλωρο καράβι, που πλέχει επάνω από τα βάραθρα του χρόνου, καθώς ο νους ανθρώπων εν εκστάσει διατελούντων. Άσπρο πουλί, τρεχαντήρι –άσπρα φτερά μέσ’ στη νύχτα, άσπρες φοράδες στον ήλιο, πώλοι γαλάζιοι τριετείς, που σκιρτούν μέσ’ στο νου μου, με κοχλάζον το κόκκινο αίμα.
Το ηθικό μας ήταν ευτυχώς ακμαίο και το χιούμορ δεν έλειπε.