Σελίδες

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος


Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος
(Παραθέματα ποιητικού λόγου)
Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.
Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι
πιο πολύ απ’ τ’ άστρα

Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα.
σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από τον ύπνο
πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.

ΣΗΜΕΡΑ μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,
στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει.
Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και
τις στέγες.
Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών.
Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν
πρωτόβγαλτα πουλιά.
Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhjPusZHT6pWeUrk6rteTPouS6pia1MNYIybNJ_7UaXVY32VF4dbe8BCR-rrXmoqugARYpT_g6YVYbqCN333uDtacTH3-i3WQrQc_2FBuAlxfz3jgp6KBd5LDj7C6QWLjPa16Ox8lYYDC6-/s1600/work.1294621.2.flat%252C550x550%252C075%252Cf.night-birds.jpg
ΤΙ ΔΥΝΑΤΑ που κουβεντιάζουν τα πουλιά όταν κοιμούνται.
Μοιάζουν με τα μικρά παιδιά που ολονυχτίς παραμιλάνε λέγοντας το
τραγουδάκι τους, που θ’ απαγγείλουνε στις εξετάσεις.
Εμείς δεν κοιμόμαστε, κι ακούμε τα τραγούδια μας που βουίζουν σαν
μελίσσια γύρω στα χαμομήλια των άστρων και γύρω στην καρδιά μας.
Οι μεγάλοι μας λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή
δουλεύοντας στο μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του
ήλιου πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι
είναι να οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον
σκεπάζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων για
να χτίσουν τούτες τις χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών με τ’
ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων, με τη ψηλά καμπαναριά των
κρίνων.
Οι άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
 
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ καθισμένη στο κατώφλι της μέρας μαθαίνει
μαντολίνο.
Μα το φως μπλέκεται στα μικρά δάχτυλα της και στάζουν
λουλουδάκια πασχαλιάς απ’ τις σπασμένες νότες.
Ο κάμπος γελάει και σαλεύουν τα πράσινα γένια του.
Ο ήλιος μεθυσμένος με την κόκκινη μύτη του τρεκλίζει ανάμεσα στα
δέντρα και κυνηγάει τα νυσταγμένα μοσκαράκια.
Κι εμείς πίσω απ’ τις καλαμιές, φωνάζουμε στον ήλιο:
«Μπάρμπα, μπάρμπα μεθύστακα, πρόσεξε, θα σκοντάψεις κι η μύτη
σου θα σπάσει και θα γεμίσεις παπαρούνες τον αγρό».
Πήραν τη φωνή μας τα τζιτζίκια, πήραν τη φωνή μας τα πουλιά και
ξύπνησαν το Θεό απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο του.
Κι ο Θεός τρίβει τα μάτια του, μας βλέπει και γελάει.

ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματα μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυό και δυό κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυό λουλούδια και δυό αχτίνες δεν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε
την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυό – κάνουν ένα
Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει.
Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.
Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.
    Πάρνηθα, 1938   -Γ.Ρίτσος