Σελίδες

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Το ''φανταστικό βιολί''

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhjZWjynanN0Ozm5rdAfNhLacnbY1_GjkmRtp-3HFacLsZHgcQfbvkaB8evg35LkQke1Fr11bml9Hq5E9uyssc4A1B3fM_u_Oylhtnd-6tuquoNzhKSB0_ZiaiwP7mc_63VAQ-fXfLUl8nb/s1600/pyle-old.violin-1894.jpg

The Old Violin by Howard Pyle, 1894.

Ο μουσικός (Τάσος Λειβαδίτης

  Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ……ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.





 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMRIQhXD7wsxS4PmxCTjA-ruunUqicJ4w_iUWmPYbKQxggzRY6C5VXuvZ2lOufBoaGgPJJHGJEciP28w3nMhf_8Uv5I1zKS42Q_RhDXxXRToW_SPGZPd6GjQPbPMqxBmcMLWmm1IQu3MY/s320/violin.jpg
Βιολί για Μονόχειρα
Τάσος Λειβαδίτης
"Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον..."


Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω -- ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο, ή μάλλον να το πω αλλιώς: το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου, αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου λένε -- έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους τρελούς -- τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να μεγαλώσει, κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης μόδας, 
μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου, καθ' ότι αλκοολικός και διότι άρχισε να βρέχει σε παλιούς μακρινούς καιρούς κι απ' το παράθυρο έρχεται η μυρωδιά των κυπαρισσιών σαν μια μουσική που μαντεύεις το τέλος της -- ενώ η γριά μου εξηγούσε την ανάσταση του Κυρίου, «φοβόταν μήπως αλλιώς τον λησμονήσουν» έλεγε, όσο για μένα, προτιμώ να κρεμάσω ένα ρολόι στο γιλέκο μου, παρά να κρεμαστώ εγώ -- θα ήταν τότε σαν να εξηγούσα πολλά πράγματα, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του -- ήμουν τόσο εξουθενωμένος που στους διαβατικούς καθρέπτες που κοιτάχτηκα δεν είδα παρά την ανείπωτη λέξη, και μην έχοντας τίποτα καλύτερο κάθομαι και θησαυρίζω, (εν αγνοία τους, βέβαια, αφού μου είχανε πάντα γυρισμένες τις πλάτες) αλλά δεν ξοδεύω και αρκούμαι στο μακρινό σφύριγμα του τρένου, που ανορθώνει, σαν άνθρωπο, 
το σκυλί και ρίχνει κατιτί μες στο κουτί του ζητιάνου -- γιατί το ξέρω ότι ματαιοπονώ, κι οι σελίδες που γράφω θολώνουν κιόλας από κάμαρα σε κάμαρα και στο φως της λάμπας το βράδυ θα έχουν μια άλλη σημασία και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις, αντίο, λοιπόν, καλή μου εγκαρτέρηση, εγώ πάω ν' ασχοληθώ με τους τρελούς μου
ή μάλλον θα πω για τα παπούτσια τους, 
 τόσο αφρόντιστα σαν να τους τα φόρεσε ένα χέρι που ήξερε περισσότερα κι ίσως, αν σφύριζα πιο αμέριμνα, όλα να 'χαν πάει καλά ή αν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής, όπως αυτός ο γελοίος σταθμάρχης που πληρώνεται για να μη μ' αφήνει να ταξιδέψω ή σαν τον ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος.
 Το "Βιολί για μονόχειρα" εκδόθηκε το 1977
και το 1979 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Αrt  by Hamish Blakely

 Ναπολέων Λαπαθιώτης
Στο κέντρο το νυχτερινό
 Τώρα που παίζει το βιολί
κι έχουμε πιει τόσο πολύ
που μ’ έναν έρωτα τρελό
σαν νά `μαστε δεμένοι.
 
Σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό
βάλε ξανά να ζαλιστώ
μέσα στο όνειρό σου να κλειστώ
το μόνο που μου μένει.
 
Γιατί άμα λείψει το κρασί
και φύγεις έξαφνα και συ
και βουβαθεί και το βιολί
με το γλυκό βραχνά του.
 
Μες στης καρδιάς μου το κενό
μεγάλο σαν τον ουρανό
θ’ ακούσω πάλι το βραχνό
τραγούδι του θανάτου.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjVpWOiyyYuWAWpdjxO-BMg5lJThFRBu5gj8CRxkb0PXvYuN9YJSrwYcqsS3wYIx_0jiyvya3v-6QxYHGYFnBU7B9nh1YUzYmhKvwlOLhTAcb8HnWE0WiliZMs_s8G9_dD8iLXIs90GsW5L/s1600/Violin+%26+Wine+Bottle.jpg

Κασίντα για το κλάμα

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω να ακούω το κλάμα,
όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
μονάχα κλάμα ακούω και τίποτ΄άλλο
 
Ελάχιστοι είναι οι άγγελοι που τραγουδάνε
ελάχιστα σκυλιά αλυχτούν
μες στην παλάμη του χεριού μου χίλια βιολιά χωράνε.
 
Αλλά το κλάμα είναι ένας σκύλος απέραντος
το κλάμα είναι ένας άγγελος απέραντος
το κλάμα είναι ένα πελώριο βιολί
τα δάκρυα σκέπασαν τη φωνή του ανέμου
και δεν ακούς πια τίποτ΄άλλο παρά κλάμα.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Τρεις Εραστές, Μίλτος Σαχτούρης.
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.

Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας

Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι

Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει

Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiT_EOmZ1EeHVgIGxB-7HJwjEijNoQA8jfxQo7fn1F5gq272G7cLcBEgTR9SprRJjqf_C2B_fjKdsyJ_M4Zep8ArHWLtiAeg9LL9CCjhEOR61U0lk3MAP4vSGrCJxc1KvoBDV9vU4GCX5A/s1600/Tarlton+Original+Oil+Painting+Violin+woman+eBay+017i.jpg
Art by  Karen Tarlton

Τὸ παλιὸ βιολί -Ιωάννης Πολέμης

Ἄκουσε τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τ᾿ ἀχνὰ κι᾿ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.

Καὶ τ᾿ ἀηδόνι τ᾿ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ
ζήλεψε κι ἐσώπασε κι ἔσκυψε κι ἐστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.

Ὡς κι ὁ γκιώνης τ᾿ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,
μὲ λαχτάρ᾿ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει
καὶ σωπαίνει ἀκούγοντας τὸ παλιὸ βιολί,
γιὰ νὰ μάθει ὁ δύστυχος πῶς ν᾿ ἀναστενάζει.

Τί κι ἂν τρώει τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί
κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι ἄλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλιώνει.

Εἶμ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τῆς πρώτης νιότης μου τὰ δροσάτα χείλη.