Σελίδες

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Τα χρώματα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

Η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση, η ποίηση ομιλούσα ζωγραφική, αναφέρει ο Πλάτων. 
Η  ρήση  του Πλάτωνα, βρίσκει πλήρη εφαρμογή στο ποιητικό έργο, του Οδυσσέα Ελύτη.
Ζωγράφος  ο ίδιος  γνωρίζει πολύ  καλά την αξία των χρωμάτων  την οποία μεταφέρει  στην ποίησή του, ανοίγοντας  την  ''παλέτα' των λέξεων  σε μία χρωματική πανδαισία, λόγου, εικόνας και χρωμάτων.
Ανεξάντλητα τα εκφραστικά όρια της γλώσσας, αποτυπώνει  το χρώμα των λέξεων, τα παιχνίδια του τοπίου και του φωτός, το μυστικισμό του έρωτα και της ομορφιάς.  

Όσο για τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής, ο Ελύτης εξομολογείται το 1992:
  «Από παιδί, έβλεπα την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική. 
Κάτι που για την Ελλάδα είναι λίγο παράξενο.
 […] η αισθητική της ζωγραφικής, επί παραδείγματι, με βοήθησε στη σύνθεση των ποιημάτων και στην ολοκλήρωση μορφών με εικόνες που η μία συναρμόζεται στην άλλη, ακριβώς όπως συνέβη στο φαινόμενο της μοντέρνας ζωγραφικής».

Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη έχει τη μυρωδιά των ναών και των αγαλμάτων, των κυμάτων και των γαλάζιων της αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας, των λευκών των κυκλαδίτικων σπιτιών, των πορφυρών και μοβ χρωμάτων του Βυζαντίου, των γυμνών κοριτσιών και των αγγέλων.
 Αυτά ορίζουν τις εικόνες του, οι οποίες συνοδοιπορούν και συμπληρώνουν το ποιητικό του έργο.
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο Λέων της Θαλάσσης», 1987
Πρόκειται για ευφάνταστα κολάζ, τέμπερες και υδατογραφίες, μικρών διαστάσεων, που αναδεικνύουν τη μοναδική καλλιτεχνική υπόσταση και αντανακλούν την αισθητική αντίληψη του μεγάλου ποιητή. 
«Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα).
 Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse»: γράφει ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο (Μυρίσαι το Άριστον XIV).
 Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλάει ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ  για γαλανή ελευθερία του γλάρου, για ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων για μαβιές και για κόκκινες θύμησες, για γαλανό ξύπνημα, για έρωτα άσπρο και γλαυκό, για άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων, για φούρια πράσινη
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
Μου αναλογεί το λευκό
Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής π ο ι ε ί.
Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο λογαριασμός δικός του.
Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του.
Εμένα, όπως σας είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λ ε υ κ ό.
Και σας εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου.
Αλλά πώς να κάνω αλλιώς;
Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα;
Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε.
 Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση.

Απάνθισμα  ποιημάτων -Οδυσσέας Ελύτης
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

(1941)
 Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο ‐ Έρωτας

  Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
  Δίνει στον ορίζοντα Κύματα φεύγουν έρχονται Αφρισμένη απόκριση στʹ αυτιά των κοχυλιών

Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος -

  ς'
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
        στόμα που ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα

        έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο

        αγνάντεμα

   XVII
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της θάλασσας.



ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
 Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απʹ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.
 ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
 Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τʹ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

ΕΛΙΓΜΟΣ
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στʹ αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα...

Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Πίνακας, Michael & Inessa Garmash
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ  
 Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τʹ άρωμα των γυακίνθων ‐ Μα πού γύριζες

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. 
Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απʹ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα

Νʹ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θʹ αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου 
 ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

 "ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ
"


ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά


 ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ
 -Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!


 Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα
Μ' ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού
Κόβει τα κίτρινα σκοινιά
Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα


 XIV
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
 ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ


 Ι
ΚΟΚΚΙΝΟ
Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας 
Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού 
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης 
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα 

II
ΠΡΑΣ1ΝΟ

Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά 
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου 

Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα
Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα 
Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

ΚΙΤΡΙΝΟ
Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...
Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος
Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!
Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια...

IV

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ 
Στον Αντρέα Καμπά
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!



 V
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό 
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας 
απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι 
Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη 
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.


VI
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ
Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού 
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες 
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού 
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου 
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο 
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.



 VII
ΜΕΝΕΞΕΛΙ

Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.



Το Άξιον Εστί (1959)

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Kαι η ώpα η πpώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί  

Εκεί μόνος απίθωσε
κρήνες λευκές μαρμάρινες
μύλους ανέμων
τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες  

 Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους
και σταυρούς θαλάσσης
και λιγνές αμίλητες ανεμώνες
και πιο ψηλά στα χείλη του νερού
πεταλίδες τριανταφυλλιές
 ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡEΣ
γύριζαν όπως οι μέρες
με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου
Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

 ΜΟΝΟΣ κυβέρνησα * τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα * τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα * τις ευωδιές
Επάνω στον αγρό * με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά * με κόκκινο!
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει
αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη
μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα
μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα
 Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε
''  ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου. Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες.
 Ολόκληρο ''ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''-ΕΔΩ  

ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ
Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. 
Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα.
Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου.

 Ε, τι! Συμπληγάδες όλοι μας περνούμε
Άλλες του κίτρινου στενές κι όλες του κόκκινου κατάμαυρες
Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)

  Η Πρωτομαγιά 

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη

ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας

οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά

και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα

ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα

τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες

λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

 ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.
Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η
λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι,
τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο
πολύ αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτε-
ρικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.


ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ  (1991)-αποσπάσματα
Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
        οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το
        τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι.
Να με πάτε κει που
        οι άλλοι παν

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Και πως εκείνος την κοιτάζει!
Πως, υστέρα που επάλεψε να βγει
Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο
        ψηλότερα απ' το έδαφος

Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο!

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995)


Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη
'Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
Μαζί μώβ άνθύλλια όλα στραμμένα
Δυτικά της λύπης
 ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ


Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου

Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας

ο Αύγουστος

Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και

Στον ουρανό ένα μπλε που τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς

ευώνυμο

Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
να διαβάζεις
ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995) 
Ταράσσεται ο των ήχων εύσκιος φυγάς και ας
Εξαναγκάζεται ο Μεσημβρινός να του υπακούει
Τολύπες ρόδινες ο γαλανός καπνός εξαπολύει
Και συγχέονται μνήμη και αγαθό στο ίδιο ύψος
Α σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών
Αγριοπερίστερα. Όχι εγώ αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε

        από Βενετία
Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον


Πίνακας, 

Michael & Inessa Garmash


ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ (1971)


ΤΩΝ ΒΑΪΩ
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέ-
βαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-
κούμπωτο
 ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Τι είναι το κόκκινο χρώμα; Ένα χαστούκι από παπαρούνες...

Από τα πεζά κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη, «Ανοιχτά Χαρτιά».
Θέ μου τί μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!



Όταν ο άγγελος είναι κόκκινος / και νυχοπατάει / στο σφουγγαρισμένο άσπρο / πιστεύοντας στην εσωτερική του φλόγα / κι αερίζοντάς τη στο παράθυρο / είναι που ’χει ερωτευτεί τα εγκόσμια / τόσο πολύ / που αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα επάνω./ […] Ο άγγελος / που θα γίνει λουλακής προς το βράδυ / θα τελειώσει το τσιγάρο του / και θα φύγει». («Αγγελικά Ποιήματα», 1978) Πηγή: www.lifo.gr