Σελίδες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Τραγούδια και ποιήματα του Μάη

 
Ζωγράφος, Νίκος Βλαχογιάννης
Μάης, και “η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί που ‘χω στο στόμα”
(Α. Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας)


Ο ΜΑΪΟΣ ΜΑΣ ΕΦΤΑΣΕ (παραδοσιακό τραγούδι)
Ο Μάιος μας έφτασε
εμπρός βήμα ταχύ
να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή.
Δώρα στα χέρια του πολλά
Και όμορφα κρατεί
Και τα μοιράζει γελαστός
Σε όποιον το ζητεί.
Girl with flowers -Edouard Cabane, painter
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ-Ι.Πολέμης
Λουλούδια ας διαλέξουμε
και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε
στεφάνια με κείνα,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

Τ’ αηδόνια συμφώνησαν
της γης τ’ αγγελούδια
και βρήκαν και τόνισαν
καινούρια τραγούδια
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

Η θάλασσα γίνεται
καθρέφτης και πάλι,
το κύμα της χύνεται
κι ο φλοίσβος τον ψάλλει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

Χορεύει το πρόβατο
τ’ αρνάκι βελάζει
κι απ’ τον αγκαθόβατο
δροσούλα σταλάζει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
ΔΕΞΟΥ ΜΑΗ-Στέλιος Σπεράντζας
Η Άνοιξη, δροσιές γεμάτη
καρτερεί μεσοκαμπής
στ’ ανθισμένο της παλάτι
Μάη μου για να μπεις.
Δέξου φούχτες τα λουλούδια
απ’ την πλούσια ποδιά
δέξου Μάη γλυκά τραγούδια
κι από τα παιδιά.
Πίνακας , Γιώργος Σταθόπουλος
Απόσπασμα απο την Αμοργό-Νίκος Γκάτσος
 Ήταν του Μάη το πρόσωπο
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου

Κι αν θα διψάσεις για νερό

θα στίψουμε ένα σύννεφο
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί
θα σφάξουμε ένα αηδόνι


Ποιήμα του Μάνου Χατζιδάκι για το γαλλικό Μάη του '68

«Οι Γάλλοι νέοι
Που επαναστατούν
Στους δρόμους
Στα δημόσια πάρκα 
Και στις ιστορικές πλατείες
Δεν κάμουν Ιστορία.
Τραγουδούν
Καθώς παληά οι Προχριστιανοί
Τη γέννηση ενός κόσμου που θα 'ρθει
Για να ξεπλύνει τούτη τη γη
Από χιλιάδων χρόνων
Σκόνη
Μίσος
Και Μωρία. 

Οι Γάλλοι νέοι

Δεν επαναστατούν
Εγκαινιάζουνε απλώς
Μιαν εντελώς
Καινούργια
Ιστορία».


Πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης
“Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες
φωτοστέφανων του Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ποίημα.”
(Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον)
Ζωγράφος, Γιώργος Σιούντας
 
Κώστας Βάρναλης, “Πρωτομαγιά 1943″
Ήτανε πρώτη του Μαγιού φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .


Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,

κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος .
Franz Xaver Winterhalter, painter

Διονύσιος Σολωμός




Πρωτομαγιά

Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα ,
που ωραιότερη φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες , αχτίνες , νερά.

Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι ,
παιδιά κι άντρες , γυναίκες και γέροι.
Ασπροντύματα , γέλια , και κρότοι ,
όλοι δρόμοι γιομάτοι χαρά.

Ναι χαρείτε του χρόνου την νιότη ,
άντρες , γέροι , γυναίκες παιδιά.
Arkady Ostritsky,painter  
Το βαπόρι-Σκαρίμπας
 

Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—

σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

Arkady Ostritsky,  painter

 
William Shakespeare- Sonnet XVIII (1609)

Shall I compare thee to a summer's day?

Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:

Sometime too hot the eye of heaven shines,

And often is his gold complexion dimmed,
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course untrimmed:

But thy eternal summer shall not fade,

Nor lose possession of that fair thou ow'st,
Nor shall death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st,

   So long as men can breathe, or eyes can see,

   So long lives this, and this gives life to thee.

Arkady Ostritsky, painter

William Shakespeare- Sonnet XVIII (1609)

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη·
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη 
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.

Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη·
τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ’ την πορεία της φύσης είτε από την τύχη.

Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του·
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους!

Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.


Λορέντζος Μαβίλης

Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.


Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.


Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.
Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος (Απόσπασμα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσής του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των ἀπεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της)

Γιάννης Ρίτσος: «Επιτάφιος» (μέρα Μαγιού μου μίσεψες)

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω


Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή

γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια


Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Τα γεγονότα του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη έδωσαν την έμπνευση στο μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει το ποίημα Επιτάφιος, που μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη.
Χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου από την ποιητική σύνθεση «Επιτάφιος»

Κική Δημουλά, “B’ προβολής.
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Ένα δάσος εκφωνεί τον πανηγυρικό
κίνδυνο της πυκνότητας. Παπαρούνες
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Τα φύλλα των δέντρων
κανιβαλικά χοροπηδούν πάνω στον ήχο.
Ανακινείται δυνατά το σφραγισμένο χώμα
πετάγεται με πάταγο ο φελλός του στεγνού
πίδακες νωπότητας καταβρέχουν
την ντροπαλή αρχή των αρωμάτων.
Χλόη δοκιμάζει τα φτερά της
στους χαμηλούς του χαρακτήρα της ανέμους.
Παίζουν κρυφτό τα βόρειά μου
με τα μικρότερά τους χαμομήλια
και η ψυχή κυνηγητό με λάθη
πάντα μεγαλύτερά της- η αιωνία
άνοιξη του αταίριαστου.
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Και τι θα πει Μάιος σιγά σιγά
Με την πάροδο των λέξεων
και ποιος με έφερε εδώ σ’ αυτήν
την τόσο απομακρυσμένη ερώτηση
απ’ το σώμα μου και τώρα πώς
- θέλω τη μάνα μου θέλω τη μάνα μου
να με κουμπώσει στην αρχή μου.  
Στο διάολο πα’ να φύγω
το ‘χω ξαναδεί αυτό το έργο
κάποιος παρατάει κάποιον
σε μιαν απομακρυσμένη ερώτηση
ειδοποιούν τα δέντρα τις αρχές τους
πιστολίδι σειρήνες πυροσβεστικές στιγμές
αλλόφρον πλήθος λέξεων κυνηγάει
έναν έρωτα, πιάστε τον, πιάστε τον.

Τελικά ο άνθρωπος ήταν αθώος
αφέθηκε ελεύθερος
απλή συνωνυμία αποδείχτηκε
- όλοι οι έρωτες έρωτες λέγονται.  
Κι έτσι καθώς γκρο πλαν απομακρύνεται
ο τύπος μάγκικα λιγάκι αθωωμένος
στραβά ριγμένο το σφύριγμα στις τσέπες
πιάνει εντελώς ξεκρέμαστα κουλτουριάρικα
τελείως ακαταλαβίστικα
μια φυλλοποντή/ μα μια φυλλοποντή.”
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

painter, Emile Vernon
Ιωάννης Πολέμης, Και πάλι

Και πάλι, να, ο Μάιος για να 'λθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.

Αχ, Μάη αν σ' αγάπησα κι αν σ' αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου - Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν' αγγίξει.

painter, Emile Vernon
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος [Πέτρος Βασιλικός], Πρωτομαγιά

Πρωτομαγιά

Έλα στο κεφάλι το ξανθό
Να σου βάλω τ' όμορφο στεφάνι
Που για σε όλη νύχτα το' χω κάνει,
Να στολίσω μ' άνθια τον ανθό.

Ιδέ το! τι ωραία που θα πάει
Του ξανθόχλωμού σου κεφαλιού!
Από τα υστερνά είναι του Απριλιού
Κι απ' τα πρώτα λούλουδα του Μάη.


Κι έτσι με τα ρόδα στα μαλλιά
Κι έτσι στα ολόλευκα ντυμένη,
Να θαρρώ πως σφίγγω αναστημένη
Την Πρωτομαγιά στην αγκαλιά!
painter, Emile Vernon

Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη(αποσπάσματα ποιημάτων, Κωστής Παλαμάς)

Και τώρα μπήκε ο Μάης ο μήνας μπήκε
με την Πρωτομαγιά του,
τη χαροκόπα θυγατέρα [......]


γιορτή παράξενη μεγάλη
το χρόνο μια φορά,
στο έμπα του Μάη του μήνα,
στ’ άνθια του Μάη και τη χαρά.

Κωστής Παλαμάς, Το πανηγύρι της Κακάβας, Ο Δωδεκάλογος του γύφτου

***

Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη
είναι ηλιογέννητο ζευγάρι…

Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή
***
… Κι ο Μάης λάγνος βασιλιάς με το Φεγγάρι πλέκει
παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες.....
Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά Β’

***
Το Μάη έχ’ η άνοιξη, τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια.
painter, Emile Vernon
Κωστής Παλαμάς, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
χωρίς την ομορφάδα σου, λειψή του Μάη η εικόνα...

Να ’ξερες… κάθε δειλινό, την ώρα που θα σβήσει
ο ήλιος μες στη θάλασσα, στο βράχο ανεβαίνω
και κάμπο, θάλασσα, ουρανό, βουνά, χωριά, τη φύση
του Μάη τη γιορτιάτικη κοιτάζω, και προσμένω.
Αλλά του κάμπου οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα. 

...όλες αυτές οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα 
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα
για να μου δώσουνε σωστή του Μάη την εικόνα· 
τώρα δε φτάνουν από με να διώξουν το χειμώνα. 

Κωστής Παλαμάς, Επιστολή, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
πηγη 

''Άνοιξε το παράθυρο να μπει
δροσιά να μπει του Μάη
εμείς γι' αλλού κινήσαμε γι' αλλού
κι αλλού η ζωή μας πάει''

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Pedro Salinas - Τρία ερωτικά ποιήματα

Ο Πέδρο Σαλίνας, ο πιο μεγάλος σε ηλικία ποιητής από τη Γενιά του '27, γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1891 και πέθανε έξι δεκαετίες αργότερα στην αμερικανική Βοστώνη.
Έχοντας ήδη εργαστεί ως λέκτορας στη Σορβόννη και, στη συνέχεια, ως τακτικός καθηγητής στη Σεβίλλη, βρήκε καταφύγιο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου στην Αμερική, συνεχίζοντας την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Wellesley College, και ακολούθως στα πανεπιστήμια της Βαλτιμόρης και του Πουέρτο Ρίκο.

Παρ' όλη την αγάπη του στη θάλασσα και το μεσογειακό φως, στην ισπανική γλώσσα που ποτέ δεν εγκατέλειψε και παρά την αδυναμία πλήρους ένταξής του στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, ο Σαλίνας δεν επέστρεψε ποτέ πια στην πατρίδα του.

Μολονότι η λογοτεχνική του παραγωγή καλύπτει όλα τα είδη του λόγου, αφοσιώθηκε περισσότερο στην ποίηση, της οποίας ο «αληθινός κύκλος», κατά τον φίλο του ποιητή Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillén), βρίσκεται στα έργα Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα (Μαδρίτη, 1933), Αιτία αγάπης (Μαδρίτη, 1936) και Μακρύς θρήνος (Μεξικό, 1946, πλήρης έκδοση 1975).

Αυτή η τριλογία ανέδειξε τον Σαλίνας σ' έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της ισπανικής ερωτικής ποίησης, καθώς μονίμως η θεματική του περιλαμβάνει μια ερωτική ιστορία που ξεκινάει από τη σωματική πληρότητα και την εκστατική κορύφωση ώστε να καταλήγει, με παθητικότητα, σε διάρρηξη της σχέσης.
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα βιβλία, στο τελευταίο, που γράφτηκε στην Αμερική, κυριαρχεί το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς.

Μτφρ. Virginia López Recio
Πηγή http://www.ispania.gr/arthra/logotexnia/1005-pedro-salinas-
Photographer James Weber (U.S.)
Τη σκιά σου σμιλεύω-Pedro Salinas

Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.

Ύστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ' αγκαλιάσω.

Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.

Έτσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.

Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.

Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.
(Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα, 1933)
Toby Boothman, British painter
[Το να σε σκέφτομαι απόψε]-Pedro Salinas

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 

'Ολα να προστρέχουν

πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.

Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.

Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.

Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.
(Αιτία αγάπης, 1936)
ART by ALEX ALEMANY
Μνήμη στα χέρια-Pedro Salinas
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.

Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.

Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.

'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.

Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.

Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.

Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.

Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί. 

'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.

Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;

Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,  
την αόρατη παρουσία.

Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.

Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
(Μακρύς θρήνος, 1975)