Σελίδες

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Εδώ Πολυτεχνείο-Ποιήματα



Γιάννης Ρίτσος - 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Το αγόρι και η πόρτα
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.

Γιάννης Ρίτσος

Το σώμα και το αίμα
(Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)

ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Γιώργης Σαράντης
Εδώ Πολυτεχνείο

Τρείς  νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
            λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
                                    Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.

ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ
«Εδώ Πολυτεχνείο»
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!

Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.

Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...

 Ο εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δημήτρης Παπαχρήστου

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ


Ο εκφωνητής
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!

Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!

Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.

Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.

19 Νοέμβρη 1973
                                                     
Νικηφόρος  Βρεττάκος
Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
της Κωστούλας Μητροπούλου
Πίσω απ' τα κάγκελα ελεύθεροι χιλιάδες στο δρόμο περπατάει αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν θάλασσα που πλέει ένα καϊκι.
Πίσω απ' τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει.

Το Πολυτεχνείο δεν είναι η γενιά του Πολυτεχνείου
«Ενθυμούμαι…» – Κώστας Βασιλάκος
Πολυτεχνείο 47η επέτειος της Φοιτητικής εξέγερσης

«Τότε…»
Τότε…
Σφίγγαμε τα χέρια µας πάνω στα κάγκελα ,
γιατί είχαμε τη λευτεριά στο αίµα µας.
Ήταν µαύρος ο ουρανός απ’ τα γεράκια ,
αλλά οι νεανικές καρδιές θέλαν αγάπη ,
θέλαν όμορφα τραγούδια.

Ήμασταν φοιτητές.
Τι κι αν τα δάκτυλά µας λιώσαν στα κάγκελα ,
τι κι αν μείναν οι σάρκες στις ερπύστριες.
Σήμερα είμαι λεύτερος να σου λέω
«σ’ αγαπώ».
Να τραγουδώ την ομορφιά σου, σαν επανάσταση.
Κι αν δεν υπήρχα, θα έφτανε λίγο δάκρυ,
λίγο χώμα να ριζώσει και ν’ ανθίσει η λευτεριά.

Θα ‘ταν κάποιος άλλος να σου λέει «σ’ αγαπώ».
Ίδια τα λουλούδια, ίδιος ο ήλιος ,
ίδιος κι ο σταυρός µε την επιγραφή.
Κώστας Βασιλάκος
( Σκέψεις θραύσματα” / Άνεμος Εκδοτική)
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της 17 Νοεμβρίου 1973: