Σελίδες

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Άντον Τσέχωφ: Νύχτα Χριστουγέννων


Ρώσικες χριστουγεννιάτικες ιστορίες- Συλλογή διηγημάτων Ρώσων κλασικών συγγραφέων 

Άντον Τσέχωφ: Νύχτα Χριστουγέννων


 Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρονών, με πρόσωπο απίστευτα χλωμό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα. Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.

Κοιτούσε πέρα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυνατά...

«Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;» σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.

 Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, πέντε, δέκα ή και περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. 

Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά.

Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε. 

Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. 

Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπνάει;

Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξινίλα.

«Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!» ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.

 Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.

«Εγώ, Ντενίς...»

Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.

«Εσείς είστε, αρχόντισσα Ναταλία Σεργκέγεβνα;» ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. «Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυρίστε σπίτι, μητερούλα!»

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλάμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.

«Έζησες κι εσύ, γριά», είπε απευθυνόμενος στο κενό, «στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη, είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του Θεού!»

«Μα, ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκο!»

«Θέλημα Θεού! 

Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει.

Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς.

Μην κλαις, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα...»

«Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;» ρώτησε η Ναταλία Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.

Ποιος να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθες, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»

«Κάποιος περπατάει στον πάγο!» είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.

Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.

«Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν έρχεται», είπε. «Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!» φώναξε ο Ντενίς. «Κάθεσαι;»

«Κάθομαι, παππού!» ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.

«Πονάς;»

«Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!».

Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. 
Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι. 
Κάτι περίμενε κι αυτός από τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.

«Πονάει ο χαζούλης μας!» είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. «Το πόδι του πονάει, του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα...».

Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.

«Άντε, Πετράκη!» είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. «Πα 'νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»

«Το νιώθω!» μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.

«Τι νιώθεις, χαζούλη;» «Ο πάγος έσπασε». «Πώς το νιώθεις;»

«Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός. Καμιά δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».

Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.

 Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλομής γυναίκας.
Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. 
Μέσα από το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους — ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.
«Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;»
Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων.
Ο χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
«Ναι, βέβαια!» είπε ο Ντενίς. «Σπάει!»
 Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
«Μπορεί να είναι ο άνεμος!» είπε. «Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;»
«Είναι θέλημα Θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία...»
Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
«Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχισμένο... Γελούσε η χλομή γυναίκα. 
Ο Ντενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
 Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Όχι μακριά από την ακτή, ακούστηκε το πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.

 Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
«Πρέπει ν' ανεβούμε απάνω!» φώναξε ο Ντενίς. «Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα! Ο Θεός το ήθελε!»
Ο Ντενίς πλησίασε τη Ναταλία Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα...

«Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέσκο αίμα.
Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα, και τα χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν... Τώρα, καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέβει την ψηλή σκάλα...

Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα...
«Εγώ είμαι, Νατάσα... Μη φοβάσαι!» είπε ο άντρας.

 Η Ναταλία Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. 
Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
«Να χαίρεσαι, Νατάσα!» είπε. «Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνίγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σένα... και ήρθα...»
Ψεύδιζε, κι εκείνη, κατάχλομη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε...
«Πώς μούσκεψες έτσι, πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του...
Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο... Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία...

 Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει. 
Με πρόσωπο παραμορφωμένο από απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. 
Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. 
Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει...
«Λυπάσαι που δε με σκέπασε το χιόνι, που δε με πλάκωσαν οι πάγοι!» ψιθύρισε.
Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
«Ας γίνει το δικό σου, λοιπόν!» είπε.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
«Για πού το 'βαλες;» τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
«Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ... Οι πεθαμένοι δεν πονάνε...»

Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς. «Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτό που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!»
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και η βάρκα, σκοντάφτοντας πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
«Τράβα κουπί, Πετράκη, δώσ' του!» είπε ο Λιτβίνοφ. «Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!».
  Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η Νατάσα του,  εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
«Γύρνα πίσω!» άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία. «Γύρνα!»
Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά... Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.
«Γύρνα!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη. Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου: «Γύρνα».

«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.

Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια...
Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε «γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός και καυτός... 
Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα κουπιά. 
Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο...
 Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλομή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»

Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της...

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η Γέννηση του Χριστού στην Ποίηση και τη Ζωγραφική

Η Γέννηση του Χριστού: Τοιχογραφία στην εκκλησία της Παναγίας της Ασίνου, στο χωριό Νικητάρι. 14ος αιώνας

Η γέννηση-Νικηφόρος Βρεττάκος
Τι άνεμος, Θεέ μου! Πως μούσκεψες έτσι;
Πως μπλέχτηκαν έτσι τα μαλλιά σου, Μαρία;
Τι στέκεις στην πόρτα; Πέρασε μέσα.
Έχω λίγη φωτιά. Θα σου κάνω ένα τσάι.
(Ο μισθός μας μικρός κι’ οι φίλοι μας άμισθοι.
Αυτός είναι ο κόσμος μας). Περισσεύει ένα σάλι.
Το σπίτι είναι ανάστατο. Κοιτάζεις περίεργα.
Πέρασε μέσα.
Λίγο πριν έρθεις,
σε τούτη τη φάτνη, εγεννήθη ένα ποίημα.
Λίγο πριν έρθεις ήρθε και γέννησεν
η λύπη του κόσμου
Το παιδί με τη  σάλπιγγα-Γεώργιος Ιακωβίδης
********

Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα-Νικηφόρος Βρεττάκος

Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ
ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ.

Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.

Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.

Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.

Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Christmas Angel by Lynn Bywaters

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,


“ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ”

Snip20131225_3Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός! 
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,

το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι…
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.


Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
http://images.fineartamerica.com/images-medium-large-5/angel-of-the-star-lynn-bywaters.jpg

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,


“ΑΣΤΕΡΙ ΘΕΪΚΟ”

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;

Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το
φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια
θάτρεμαν…

Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;

Zωγράφος,Friedrich Wilhelm Schadow

Κεκλεισμένων των θυρών ~ Νικηφόρος Βρεττάκος(απόσπασμα)

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας.
Γύρω από την
ερημιά της ελπίδας, χρειάζεται ο κόσμος
έναν ορίζοντα.

Παρηγορία και φως, στους ώμους
του κόσμου.

 Μύθος-Γιάννης Ρίτσος

Τη νύχτα άνάψαμε  τα λαδοφάναρα
και πήραμε τους δρόμους ρωτώντας τους διαβάτες.


Φορούσε, λέγαμε, ένα φόρεμα
στο χρώμα κάθε ονείρου. Δεν την είδατε;
Φορούσε δυό γαλάζια σκουλαρίκια.


Κανένας δεν την είχε δει. Μόνο στην ακρινή καλύβα
η μάνα η γριά του ξυλοκόπου τέντωσε το δάχτυλο
κι έδειξε πίσω απ' τα δέντρα το ποτάμι.

Και κάτου αναβοσβήναν δυό γαλάζια αστέρια.


 Τάσος Λειβαδίτης στην ενότητα ποιημάτων του «Ο αδελφός Ιησούς».
Εχει τίτλο «H Γέννηση»(1983)
«Ενα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου “δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. “Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”.
Εσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα “χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ” αυτό.»…

Η Γέννηση του Χριστού μέσα από την Τέχνη

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος

-Προσκύνηση των Μάγων, 1568, Museo Soumaya, Πόλη του Μεξικού 
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος- H προσκύνηση των μάγων, 1567, λάδι σε ξύλο, Agnes Etherington Art Centre, Queen's University, Kingston.


  Η Προσκύνηση των Μάγων, 16ος αιώνας, Μιχαήλ Δαμασκηνός

 Γέννηση και Προσκύνηση των Μάγων/Κρητική Σχολή

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ» (1955)(απόσπασμα)

Έπρεπε νάμαστε τρεις. Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι, θα καταλάβαινα ίσως, γιατί έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει. Πρέπει απ” αρχής πάλι το ταξίδι ν” αρχίσει.
  Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις; Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει… Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα, όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
  Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ τίποτα πια να δω δεν μπορώ; Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό, σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο, εγώ, ανήσυχος, βιαστικός. Μήπως κι” η ώρα πλησίασε; Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα; είχαμε τότε τοιμάσει δώρα ήμερα, ήσυχα δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν λίβανον και σμύρναν άλλοτε με θαυμασμό κι” ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ” αυτόν τον καιρό σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Τάκης Βαρβιτσιώτης, Χριστουγεννιάτικα τριαντάφυλλα
Ο τελευταίος καπνός
Στην όχθη τ’ ουρανού

Πίσω απ’ το τζάμι
Χέρια κάτασπρα
Ικετεύουν σαν πουλιά

Κι ένα λυχνάρι θρυμματίζεται
Σχηματίζοντας
Μικρές κόκκινες φλόγες

Τότε
Κάποια παιδούλα
Αρχίζει να γράφει
Το πιο ωραίο της ποίημα
Από τη συλλογή Η ατραπός (1984)

Η Γέννηση του Χριστού στην Τέχνη του Αγίου Όρους

Καρυές, Σκήτη Αγίου Ανδρέα - «Σεράι», Μονής Βατοπεδίου.

Μονή Μεγίστης Λαύρας.

Παρεκκλήσι Αγίου Νικολάου, 1560.
Μονή Καρακάλλου. Φορητή εικόνα, 18ος αιώνας.
Μονή Διονυσίου.
Φορητή εικόνα Γέννησης με διακοσμητικό πλαίσιο από φίλντισι, τέλος 18ου αι. 


Η Γέννηση του Χριστού: Φορητή εικόνα του Κύπριου ζωγράφου Παρθένιου, 19ος αιώνας. 

 Gerard David,   circa 1510

 

 The Nativity, Arthur Hughes, 1858

 Duccio di Buoninsegna,   1308

 Marten de Vos, 1577

 Journey of the Magi, James Tissot,  1894 

 Adoration of the Magi, Leonardo da Vinci, 1481 

 Peter Paul Rubens, 1634

The Birth of Christ, Federico Barocci, 1597
Gerard van Honthorst, 1622

Birth of Jesus | Painting by Del Parson
Gentile da Fabriano, Adoration of the Magi, 1423. Strozzi altarpiece. Γκαλέρια Ουφίτσι Φλωρεντία. 

Adoración de los Magos, óleo sobre lienzo de Corrado Giaquinto (1703-1765, Italy)

Gentile da Fabriano, Adoration of the Magi, 1423. Strozzi altarpiece. Γκαλέρια Ουφίτσι Φλωρεντία.
Καλά Χριστούγεννα !

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Μίλα μου σαν τη βροχή, Tennessee Williams

Μίλα μου σαν τη βροχή, Tennessee Williams
μονόπρακτο
(Αρχίζει η βροχή, σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή φεύγει κι έρχεται, ακανόνιστα…)
ΑΝΤΡΑΣ:
Αναρωτιέμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας.

(Η γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα. 
Κινείται προς τα εμπρός, ενώ το βάρος του ποτηριού μοιάζει να την βαραίνει αφάνταστα και το αφήνει στο πεζούλι του παραθύρου με μια μικρή κίνηση απαλλαγής. 
Γελάει για μια στιγμή χωρίς να πάρει ανάσα. Ο άντρας συνεχίζει χωρίς μεγάλη ελπίδα:)

…κοίτα μέσα στις τσέπες μου και πες μου αν έχω το τσεκ επάνω μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Γύρισες πίσω, ενώ εγώ έλειπα έξω και σε γύρευα, και πήρες το τσεκ και άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τα γράμματα………

………………………………………………………………………………………..

Δεν είχα τίποτε άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες. (Αυτό το λέει σχεδόν γελώντας. Ο Άντρας την κρατάει σφιχτά κοντά του με μια μαλακή έκπληκτη κραυγή): Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό! (γελάει).

ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;


ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ: Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…
Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουνα στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια βρόμικη καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…
Μίλα μου σαν τη βροχή και γώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.

ΓΥΝΑΙΚΑ:Θέλω…

ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή και γω θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα μένω εδώ ξαπλωμένος και

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω

ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω ν α φ ύ γ ω !

ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…

ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.

ΑΝΤΡΑΣ: Και;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….
Θα ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…
Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής…
 Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη!
 Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω γνωριμίες….

Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ. Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. 

 Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’ ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα από ό,τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που θα περνάει…


Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς , ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.

 Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. 


 Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο…Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων.


 Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. 


Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. 
Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. 

Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….
 Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι.
 Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής…
 … Και τότε, κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. 

Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο, ενώ συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής…….

Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου…
(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο).  
Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη! (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).

Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η Γυναίκα σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της. 
Οι λυγμοί της εξασθενίζουν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. 
Ο Άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
 Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά:) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι μωρό μου…

(Εκείνος γυρίζει το χαμένο του πρόσωπο σ’ αυτήν, ενώ κλείνει η Αυλαία).
 Mετάφραση, Κωστούλα Μητροπούλου




 
'Ελλη Λαμπέτη, <<Λεωφορείον ο πόθος>> 1965
'Ελλη Λαμπέτη - Τάκης Παναγόπουλος, στο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς: "Λεωφορείον ο Πόθος"
Λεωφορείον ο πόθος (1965)

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/lampeti-elli/ | Ithaque
 Για την επιτυχία της στο "Λεωφορείο ο πόθος" της είχε στείλει συγχαρητήρια επιστολή ο Σεφέρης- Η δική της Μπλανς ηλέκτριζε ακόμη και τις καρέκλες της πλατείας..
Η πρώτη Μπλανς στην Ελλάδα ήταν η Μελίνα Μερκούρη το 1949, όπου τραγούδησε και το περίφημο «Χάρτινο το Φεγγαράκι», το οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε ειδικά για το έργο και απεικονίζει τόσο εύστοχα την σπαραξικάρδια μοναχική, ρομαντική καρδιά, που «θέλει μαγεία» και όχι την αλήθεια.



"A streetcar named Desire". Μάρλον Μπράντο - Βίβιαν Λι.
Η ταινία έλαβε δώδεκα υποψηφιότητες και βραβεύτηκε με τέσσερα βραβεία όσκαρ.

 Οι Μπλανς που έγραψαν ιστορία
Πληροφορίες /εδώ
/http://www.mytheatro.gr/oi-mplans-poy-egrapsan-istoria/

 Το «Γλυκό πουλί της νιότης», του Τενεσί Ουίλιαμς, παρουσιάζεται για πρώτη φορά από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, στο Βασιλικό Θέατρο.

Η Μελίνα Μερκούρη και ο Γιάννης Φέρτης, στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, στην περίφημη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης το 1960.
ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
SWEET BIRD OF YOUTH
Έτος: 1962




Πρωταγωνιστές: Πολ Νιούμαν, Τζεραλντίν Πέιτζ, Σίρλεϊ Νάιτ
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Μπρουκς
• Βασισμένο στο πολύ γνωστό, ομώνυμο θεατρικό έργο του Τένεσι Γουίλιαμς.

 






Η ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ


http://provocateur.gr/storage/photos/c_853px_568px/201502/williams89567.jpg
Ο Tennessee Williams / (1911-1983), γεννήθηκε στο Κολούμπους του Μισισιπή. 

Το πραγματικό του όνομα ήταν Τόμας Λάνιερ Ουϊλλιαμς.
 Το Tennessee καθιερώθηκε από τον μικρό ποταμό Tennessee, που κυλάει παράλληλα με τον Μισισιπή.

 Αρχισε τη συγγραφική του καριέρα στα 28 του χρόνια, στα 34 βρήκε τον ατομικό του λόγο με τον «Γυάλινο κόσμο», στα 36 έγινε ο υπ' αριθμόν ένα δραματικός συγγραφέας της γενιάς του με το «Λεωφορείο ο πόθος», στα 44 έγραψε την τελευταία εμπορική του επιτυχία («Νύχτα της Ιγκουάνα»), στα 70 το τελευταίο του θεατρικό έργο («Now, the Cats With Jewelled Claws») 

 και στα 72 πέθανε από ένα πώμα μπουκαλιού που σφηνώθηκε στον λαιμό του, ολομόναχος σ' ένα άξενο δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, της πόλης που τον ανέδειξε αλλά και τιμώρησε, καταβροχθισμένος από τα θραύσματα του ραγισμένου κόσμου του. Αυτός είναι ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο «καταραμένος ποιητής» (poete maudit) του αμερικανικού θεάτρου, ο καλλιτέχνης που έκανε τη ζωή του θέατρο και τα πάθη του τραυματισμένου «Εγώ» του ρυθμιστές της σκηνικής του γλώσσας.

http://www.newsbeast.gr/files/1/2014/08/08/mpNewFolder/writers/TennWill.jpg

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0vz67quR1NNKqSuvyjG2YXw2tq8IL1pFzvUaSc831_l40lHjotmym1S9dO-1U7c2lzQz_SNgN_Uju5NP3F-dp311don-GkMvaZnzr-hTBxbYedkeT-Hlt7_IMJXgIKq8S0OeSefwEUos/s1600/Tennessee-Williams-9532952-1-402.jpg
https://thisrecording.files.wordpress.com/2009/02/ten3.jpeg?w=1200


























Λεωφορείον ο πόθος (1965)

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/lampeti-elli/ | Ithaque