Σελίδες

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η ποίηση των ''Ανέμων''



Νικηφόρος  Βρεττάκος
Να μαλώσεις τον άνεμο.
Να μαλώσεις τη νύχτα.
Εγώ, να τους πεις,
Δεν είμαι ένα τυχαίο περιστατικό,
να τους παραδοθώ.
Αποτέλεσμα εικόνας για animated images with wind and flowersΜάλωμα-Νικηφόρος  Βρεττάκος
Κοίταξέ με στα μάτια. Τι έκανες;
Ανεβαίνοντας πάνω στο λόφο που βλέπει
πέρα απ' τον άνεμο, άργησες.
               Κλαις;
Γιατί δε μιλάς;
Τι σου 'λεγε ο ήλιος;


 Και φεύγοντας έρχεσαι.-Νικηφόρος Βρεττάκος

 "Τώρα το ξέρεις:
τα βουνά δε μπορούνε
να μας χωρίσουν.

Και φεύγοντας έρχεσαι.
Και φεύγοντας έρχομαι.

Δεν υπάρχει άλλος χώρος
έξω απ' το χώρο μας.


Κι ο άνεμος είναι
η αφή των χεριών μας.

Καθώς ταξιδεύουμε,
εσύ στο βορρά, εγώ προς το νότο,
κοιτώντας τον ήλιο,
ο καθένας μας έχει
τον άλλο στο πλάι του"...

https://ak9.picdn.net/shutterstock/videos/2591837/thumb/1.jpg
Αυγουστιάτικος άνεμος-Νικηφόρος Βρεττάκος


Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν

καρδιές χωριστές - τόσα μάτια, όσα βλέπουν

αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά

κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα

στην κάτασπρη γύρη του.


     Νιώθω μέσα στο στήθος μου

την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω

σα να 'μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε

για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και

     χαρούμενος,

προς τα πάνω.


Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι

     κάθεσαι και

δε γίνεσαι μέλισσα;

Δυο γραμμούλες φωτός,

δυο αστεράκια οι κεραίες σου - πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,

ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις

φωτιά στην κυψέλη σου.

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;

Ανοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.

Το Άξιον Εστί - Δοξαστικόν -Οδυσσέας  Ελύτης

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια

Άνεμος της Παναγίας – του Οδυσσέα Ελύτη

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα

Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά

Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

Αποτέλεσμα εικόνας για animated images with wind and flowers
 Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ, Ο μικρός Ναυτίλος (απόσπασμα)

ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά
-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός
που άξαφνα σταματάει όξω απ’ τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι
τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό-
νισμα και πάνω του η φωτιά.
Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να’ ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο• στην τσέπη μου έναν Οδηγό• τη φωτογραφική μου μηχανή
στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω
ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα…


-Βύρων Λεοντάρης, «Ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με»
«Ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με
πάρε μου τα πουλιά,
πάρε μου τ’ άνθη και τα φύλλα
τίναξε από τις ρίζες μου το χώμα της καρδιάς του, στέγνωσέ με
κάνε με αστραπή να δέρνομαι στα ουράνια.

Μπροστά στο μέγα ρίγος, ποιο το φως,
ποια η φτωχούλα αυτή δροσιά ζωής που μας πλανεύει
στους σκοτεινούς βυθούς της ύπαρξής μας,
ρόδο βαρύ στριφογυρνώντας κατεβαίνει
μαδώντας μέσα στα νερά τα ματωμένα πέταλά του- έτσι
γδυτός απ’ όλους τους παραδείσους
όποιος μπορεί να βαστήξει την ανάσα του για πάντα
να ξεχειλίσει μ’ ένα μόνο του σφυγμό άξαφνα τον κόσμο, αυ-
τός μονάχα
ας μπει στην απεραντοσύνη του έρωτα και του θανάτου.

Κρατώ κρύα μάνταλα της πόρτας και χτυπάω το μέτωπο
μου στο κατώφλι που ποτέ, ποτέ, ποτέδε θα ξαναδια-
βούν τ’ αγαπημένα πόδια,
σβήνω τους κήπους σαν φωτιές επάνω στο κορμί μου
χιονίζω λόγια απόκοσμα τις νύχτες.

Να ‘ταν να σ’έδινε ξανά πίσω σε μας η μοίρα σου
να ‘ρχόσουν συναπάντημα άξαφνο στους ιδρωμένους δρόμους
κι ω, να γινόσουν πάλι σάρκα
ανάσα γύρω απ’ τη γυμνή μου απελπισία
αίμα ανθισμένο στο αίμα μου
χαλάρωμα χεριών στα μεθυσμένα μου μαλλιά
ω, να γινόσουν πάλι σάρκα…
-ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με.»
 (Βύρων Λεοντάρης, «Ανασύνδεση», 1962).
Σαπφώ:
''Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη,
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα,
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.''

 "Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη
Β'
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Ε'
   Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Τὸ φύλλο τῆς λεύκας-Γιώργος Σεφέρης
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μήν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος

πέρα μακρυά
μιὰ θάλασσα
πέρα μακρυά
ἕνα νησί στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιά
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστά
σὲ θαλασσινές ἀνεμῶνες…

Ἔτρεμε τόσο πολύ
τὸ ζήτησα τόσο πολύ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ' ὅλα τὰ δάση γυμνά
θεέ μου τὸ ζήτησα!

PABLO NERUDA,Ο ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ 

-FERNANDO PESSOA, «Ο άνεμος εκεί ψηλά»

“Ο άνεμος εκεί ψηλά,στα αιθέρια,
την μοναξιά μου έρχεται κι αυξάνει,
παράπονα δεν κάνω σε κανέναν,
παράπονα αυτός πρέπει να κάνει.

Ήχος αφηρημένος, απροσμέτρητος,
από του φευγαλέο του κόσμου τέλος,
το νόημά του γίνεται βαθύ,
κι εντός του μου μιλά όλο το ανύπαρκτο:
πως η αρετή δεν είναι μια ασπίδα
και πως καλύτερη αρετή είναι η σιωπή.”



Τα Κύθηρα -Κώστας Βασιλάκος

Αποχαιρετώ την Παναγία
των Μυρτιδίων
που στη σκέπη της
κύματα και άνεμοι
σέρνονται γονατιστοί.

Συλλογή " Λόγια δραπέτες "
Κώστας Βασιλάκος / Άνεμος Εκδοτική


Το βαπόρι- —Γιάννης Σκαρίμπας
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
 έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

'Ανεμε, δρόμε μου-Μαρία Λαμπράκη

 Νοτιά το στήθος μου απόψε θερμαίνει
άναψε η φλέβα μου δρόμο ζητώ
λεπίδι η θύμηση στις νύχτας το χάδι
ψάχνω τα χέρια σου που να σε βρω;

Οι σκέψεις  γίνανε δίχτυα του τρόμου
το θέλω μέσα μου τ' ατσάλι τρυπά
έγινες δρόμος μου ροή του κόσμου
   στο άδειο πέλαγος τρέμει η καρδιά

Νησί τα χέρια σου κι αν τα κρατήσω
πικρά τα κύματα πως να διαβώ
φωτιά τα χείλη σου κι αν τα φιλήσω
βροχή στα μάτια μου και θα πνιγώ

'Ανεμε,  δρόμε μου θα σε ζητήσω
βαθιά στη νύχτα μου μοίρα σκληρή
τρέμει η φωνή μου πως να μιλήσω
το στήθος χτίστηκε για ν' απορεί.
Η τελευταία αποστροφή του στίχου '' το στήθος χτίστηκε για ν' απορεί'' είναι ''δάνειο'' απο ποίημα του Δημήτρη Χριστοδούλου.


Μα εγώ είμαι ο άνεμος
και αύριο φεύγω.....

Ένας απαρηγόρητος άνεμος-Τάσος Πορφύρης

Όλο κι όλο είν’ ένας ανεπαίσθητος άνεμος
που έρχεται από τη βορεινή κάμαρη του επάνω πατώματος
ούτε λόγος πως δεν μπορεί να κρυολογήσει κανείς
ούτε να χτυπήσουν οι πόρτες και τα παράθυρα με πάταγο
τα παιδιά συνεχίζουν το παιχνίδι τους
ο παππούς αλλάζει σελίδα, έχει κιόλας ξεχάσει
και μοιάζει ευτυχισμένος παρακολουθώντας
το Χρηματιστήριο Αξιών
Μονάχα η μάνα αφήνει για μια στιγμή τη δουλειά της
σαν ν’ αφουγκράζεται από πολύ μακριά:
«Φυσάει απ’ τον παλιό καιρό«» ούτε που το ψιθυρίζει
και ξανασκύβει στο πλεχτό
Κι εκείνος είναι εδώ ανάμεσά μας
και δεν ξέρει’
πού να βάλει τα χέρια του
πού να ακουμπήσει το φορτίο της μνήμης
που του κουράζει τα μάτια
Και φαίνεται αδικαιολόγητο που βγαίνουμε
τρέχοντας απ’ το σπίτι
ρίχνοντας ικετευτικές ματιές
στον κήπο
στα κάγκελα
στ’ αναρριχώμενα του φράχτη
εκβιάζοντας το χρόνο ανώφελα
γιατί αυτός είναι μέσα και κάνει το ίδιο
δένοντας τάχα τα κορδόνια των παπουτσιών του
Έτσι ξημέρωσε και τούτ’ η μέρα
κρατώντας απ’ το χέρι έναν απαρηγόρητο άνεμο.


(Τάσος Πορφύρης, από τη συλλογή Νεμέρτσκα, 1961
Συγκεντρωτική έκδοση Νεμέρτσκα,
Ποιήματα (1961-2011), 2013)


''Έστειλα στον άνεμο μηνύματα
να παίξει με τα κύματα
για να με θυμηθείς''