Σελίδες

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης




 Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.


 Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.


Art by Alex Alemany

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Alex Alemany
Art by Alex Alemany
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού

χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Φθινόπωρο, 1936 



Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Σε ποιόν να μιλήσω απόψε ;"Egyptian poets"


Art by Ismail Shammout
Tόσος πολύς πόνος 
τόσες πολλές πληγές 
και τόσο λίγο το αίμα της καρδιάς...
Πως να θρέψεις τόσους ''πεινασμένους'' 
''Οταν της γης επλήθυναν οι πόνοι''   (Η φράση στα εισαγωγικά ανήκει στον Pablo Neruda )

Art by Ismail Shammout
«Μια φορά ζούσε στην Αίγυπτο ένας ποιητής, ο Γκάφαρ Ναχάς. Του άρεσε να στέκεται στην όχθη του Νείλου και ν’απαγγέλει. Τα καράβια -οι φελούκες που περνούσαν, τον γνώριζαν πια και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Μια μέρα, στάθηκε πάλι στην όχθη του ποταμού κι έβλεπε τον ήλιο που έδυε κι έδινε στο ποτάμι αλλιώτικα χρώματα. Το πρόσωπό του ήταν θλιμμένο. Κάτι τον βασάνιζε. Άρχισε να απαγγέλει με φωνή απελπισμένη ένα ποίημα της Αρχαίας Αιγύπτου από πάπυρο του 21ου αιώνα π.Χ.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Τ’αδέλφια είναι κακά.
Οι φίλοι μ’απαρνηθήκαν.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Η ευγένεια έχει χαθεί
και η κακία κυβερνά τους ανθρώπους.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Οι άνθρωποι είναι κλέφτες
και σφετερίζονται τ’ αγαθά του γείτονά τους .
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε ;
Δεν υπάρχουν πια δίκαιοι .
Η γης δόθηκε σε κείνους που αδίκησαν .
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Είμαι φορτωμένος από φτώχεια
κι ο έμπιστος φίλος μου λείπει.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJWBxer5CFQ6eKmOjx32dqxlDhkbXnGMlhkfjf8BlPYHn9A5opjJxIf8hK9uvN59r28ZF_GPeLIuKmhm9c30BLgu2jW5SNqRNMmZhU-14LxJg6lRcBBW59qUt8opRgvB08V2bTWybeA0n5/s320/Palestinian+bird+sun+2004.jpgArt by Ismail Shammout

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος


Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος
(Παραθέματα ποιητικού λόγου)
Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.
Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι
πιο πολύ απ’ τ’ άστρα

Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα.
σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από τον ύπνο
πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.

ΣΗΜΕΡΑ μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,
στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει.
Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και
τις στέγες.
Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών.
Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν
πρωτόβγαλτα πουλιά.
Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhjPusZHT6pWeUrk6rteTPouS6pia1MNYIybNJ_7UaXVY32VF4dbe8BCR-rrXmoqugARYpT_g6YVYbqCN333uDtacTH3-i3WQrQc_2FBuAlxfz3jgp6KBd5LDj7C6QWLjPa16Ox8lYYDC6-/s1600/work.1294621.2.flat%252C550x550%252C075%252Cf.night-birds.jpg
ΤΙ ΔΥΝΑΤΑ που κουβεντιάζουν τα πουλιά όταν κοιμούνται.
Μοιάζουν με τα μικρά παιδιά που ολονυχτίς παραμιλάνε λέγοντας το
τραγουδάκι τους, που θ’ απαγγείλουνε στις εξετάσεις.
Εμείς δεν κοιμόμαστε, κι ακούμε τα τραγούδια μας που βουίζουν σαν
μελίσσια γύρω στα χαμομήλια των άστρων και γύρω στην καρδιά μας.
Οι μεγάλοι μας λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή
δουλεύοντας στο μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του
ήλιου πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι
είναι να οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον
σκεπάζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων για
να χτίσουν τούτες τις χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών με τ’
ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων, με τη ψηλά καμπαναριά των
κρίνων.
Οι άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
 
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ καθισμένη στο κατώφλι της μέρας μαθαίνει
μαντολίνο.
Μα το φως μπλέκεται στα μικρά δάχτυλα της και στάζουν
λουλουδάκια πασχαλιάς απ’ τις σπασμένες νότες.
Ο κάμπος γελάει και σαλεύουν τα πράσινα γένια του.
Ο ήλιος μεθυσμένος με την κόκκινη μύτη του τρεκλίζει ανάμεσα στα
δέντρα και κυνηγάει τα νυσταγμένα μοσκαράκια.
Κι εμείς πίσω απ’ τις καλαμιές, φωνάζουμε στον ήλιο:
«Μπάρμπα, μπάρμπα μεθύστακα, πρόσεξε, θα σκοντάψεις κι η μύτη
σου θα σπάσει και θα γεμίσεις παπαρούνες τον αγρό».
Πήραν τη φωνή μας τα τζιτζίκια, πήραν τη φωνή μας τα πουλιά και
ξύπνησαν το Θεό απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο του.
Κι ο Θεός τρίβει τα μάτια του, μας βλέπει και γελάει.

ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματα μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυό και δυό κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυό λουλούδια και δυό αχτίνες δεν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε
την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυό – κάνουν ένα
Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει.
Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.
Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.
    Πάρνηθα, 1938   -Γ.Ρίτσος