Σελίδες

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Αν έβρεχε δάκρυα

Art By Alan D. Wolfelt, Ph.D.
 Στο καλάθι της ένα πακέτο μακαρόνια, φρυγανιές και ένα κουτί γάλα.
Τα μάτια της ξάγρυπνα.
-Εχω το μικρό με πυρετό, (είπε).
Οι γύρω μας συζητούν μεταξύ τους,  με ιδιαίτερη  έμφαση στα τεκταινόμενα των ημερών.
Γύρισε με κοίταξε και  είπε (σαν, να μονολογούσε).
-'Εξι λεπτά να βράσουν τα μακαρόνια, τέσσερα στόματα, ο πατέρας άνεργος... αυτό είναι το τελευταίο μου εικοσάευρω...ξέρεις...
....Για ποιόν να πρωτοκλάψω; Στέγνωσα μέσα μου..
...Δεν ήξερα τι να της πω,  χαμήλωσα το βλέμμα και κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι...
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη», γράφει σ' ένα ποίημα του ο Βύρων Λεοντάρης 
(Μαρία Λαμπράκη)


-ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ (Boris Vian 1920 – 1959)

Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει μι’ αγάπη
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν βαραίνουν οι καρδιές
Σ’ ολόκληρη τη γη
Για ένα σαραντάμερο
Δάκρυα πικρά
Θα πνίγανε τους πύργους
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει ένα παιδί
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν γελάνε οι κακοί
Σ’ ολόκληρη τη γη
Με γκρίζα κύματα και κρύα
Δάκρυα πικρά
Το παρελθόν θα τάραζαν
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη
Σ’ ολόκληρη τη γη
Θα γίνονταν κατακλυσμός
Από τα δάκρυα τα πικρά
Των δικαστών και των ενόχων

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης




 Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.


 Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.


Art by Alex Alemany

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Alex Alemany
Art by Alex Alemany
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού

χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Φθινόπωρο, 1936 



Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Σε ποιόν να μιλήσω απόψε ;"Egyptian poets"


Art by Ismail Shammout
Tόσος πολύς πόνος 
τόσες πολλές πληγές 
και τόσο λίγο το αίμα της καρδιάς...
Πως να θρέψεις τόσους ''πεινασμένους'' 
''Οταν της γης επλήθυναν οι πόνοι''   (Η φράση στα εισαγωγικά ανήκει στον Pablo Neruda )

Art by Ismail Shammout
«Μια φορά ζούσε στην Αίγυπτο ένας ποιητής, ο Γκάφαρ Ναχάς. Του άρεσε να στέκεται στην όχθη του Νείλου και ν’απαγγέλει. Τα καράβια -οι φελούκες που περνούσαν, τον γνώριζαν πια και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Μια μέρα, στάθηκε πάλι στην όχθη του ποταμού κι έβλεπε τον ήλιο που έδυε κι έδινε στο ποτάμι αλλιώτικα χρώματα. Το πρόσωπό του ήταν θλιμμένο. Κάτι τον βασάνιζε. Άρχισε να απαγγέλει με φωνή απελπισμένη ένα ποίημα της Αρχαίας Αιγύπτου από πάπυρο του 21ου αιώνα π.Χ.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Τ’αδέλφια είναι κακά.
Οι φίλοι μ’απαρνηθήκαν.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Η ευγένεια έχει χαθεί
και η κακία κυβερνά τους ανθρώπους.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Οι άνθρωποι είναι κλέφτες
και σφετερίζονται τ’ αγαθά του γείτονά τους .
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε ;
Δεν υπάρχουν πια δίκαιοι .
Η γης δόθηκε σε κείνους που αδίκησαν .
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Είμαι φορτωμένος από φτώχεια
κι ο έμπιστος φίλος μου λείπει.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJWBxer5CFQ6eKmOjx32dqxlDhkbXnGMlhkfjf8BlPYHn9A5opjJxIf8hK9uvN59r28ZF_GPeLIuKmhm9c30BLgu2jW5SNqRNMmZhU-14LxJg6lRcBBW59qUt8opRgvB08V2bTWybeA0n5/s320/Palestinian+bird+sun+2004.jpgArt by Ismail Shammout