Σελίδες

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Το συρτάρι των Αναμνήσεων

Στο ποίημά του ''Η Ψυχή μου'' Ο Κώστας Καρυωτάκης αναφέρει:
''Ενα συρτάρι εβένινον εκεί
των αναμνήσεων κρύβει το χρυσάφι.
Την ώρα που γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,
το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη''.

''σελιδοδείκτες αναμνήσεων''Τα συρτάρια έχουν μυστικά, κρατάνε φυλαγμένα και προστατευμένα απο το χρόνο, αντικείμενα, αναμνήσεις, όνειρα.
Oλα όσα θελήσαμε να κρατήσουμε απο φόβο μήπως η μνήμη τα ''παραπετάξει''  ή τα κοιμίσει για πάντα η λήθη στην αγκαλιά της.
Κάποια συρτάρια δεν ανοίγουν ποτέ,  στα σκοτεινά επιβιώνουν τα πολύτιμα κρυμμένα τους μυστικά,  περιμένοντας καρτερικά ένα χέρι να τα βγάλει στο φως.
Συνήθως σ' αυτά τα  συρτάρια εμπλέκονται περισσότεροι του ενός .
Είναι κάτι σαν ''σελιδοδείκτες αναμνήσεων''


Φωτογραφίες με αγαπημένα πρόσωπα...

Ενα κοχύλι να θυμίζει το ''ανεμόσπαρτο'' 

Καλοκαίρι,στο νησί...
Το αποξηραμένο τριαντάφυλλo ενθύμημα ενός έρωτα που τέλειωσε νωρίς.

Ιδιόχειρα σημειώματα με λόγια Αγάπης, ίσως και αιώνιους όρκους που δόθηκαν κάτω απ'το φως ενός φεγγαριού, μα κράτησαν όσο μια πανσέληνος Αυγούστου.
Ενα τέτοιο συρτάρι (το δικό μου συρτάρι)
Χρόνια τώρα παρέμεινε κλειστό.
'Ηταν άραγε ο φόβος ν'αναμετρηθώ με το παρελθόν;
Δεν είναι εύκολο να είναι κανείς αντικειμενικός ως προς τις αναμνήσεις  του.
 Εξιδανικεύονται στο πέρασμα του   χρόνου.
Η  συναισθηματική μνήμη είναι
διαφορετική,  δεν μπαίνει σε κουτάκια...
Κάποτε φτάνει μια μικρή
αφορμή  και  αποφασίζεις  να κάνεις την
 προσωπική   σου ''κάθοδο'' στο πηγάδι
 των  αναμνήσεων.



Οπως  
ο ήρωας του  Ουμπέρτο Έκο

Πλοκή:  Ένας έμπορος βιβλίων που πάσχει από αμνησία ξαναβρίσκει τη μνήμη του καθώς σιγά σιγά εγκαταλείπεται σ' ένα δαιμονικό στρόβιλο σπαραγμάτων από αγαπημένα μυθιστορήματα, ποιήματα, κινηματογραφικές ταινίες και κόμικς.

Ενα τραγούδι έγινε η αφορμή της δικής μου
βουτιάς, στο χρόνο των αναμνήσεων.
Το τραγούδι συνάντησα τυχαία σήμερα στο youtube.

Bobby Solo - Amore mi manchi (1968)

Ενα τραγούδι που ήρθε και κάθισε ''στης μνήμης το κλαδί''
Θυμήθηκα ό,τι  ανάμεσα στα αποκόμματα των αναμνήσεων του συρταριού,  είχα φυλάξει μια κασέτα με Ιταλικά τραγούδια,  δώρο του θείου (ναυτικός στο επάγγελμα),  για τα γενέθλιά μου.
Η αλήθεια είναι πως, ήμουν  πολύ μικρή (τότε) και τα μουσικά μου ακούσματα ήταν ό,τι έφερνε ο πατέρας μου στο σπίτι, σε
Δίσκους Βινυλίου, κυρίως  λαικού ρεπερτορίου. 

Ομως, αυτή η κασέτα άνοιξε έναν άλλο μουσικό ορίζοντα και μαζί με τις ιστορίες του Θείου, κυρίως απο την Ιταλία, με έκανε να ονειρεύομαι έναν άλλο κόσμο πέρα απο τα δικά μου παιδικά μάτια.
Αγνωστο κ μαγικό....
Σχεδόν ψαχουλεύοντας τη βρήκα, έκλεισα βιαστικά το συρτάρι και μαζί του έκλεισα τις αναμνήσεις, που ανέδυε νοσταλγικά. Η κασέτα δεν έπαιζε, ο χρόνος  και η υγρασία, είχαν αφήσει πάνω της τα αποτυπώματά τους,  οι τίτλοι όμως των τραγουδιών ήταν ευδιάκριτοι (scripta manent) και, ναι,υπήρχε το τραγούδι ''Αmore mi mahci!''

Λένε :''Oταν μοιράζεσαι τις αναμνήσεις σου, αυτές
 δεν ''σβήνουν'' ποτέ...
Ας μοιραστούμε κάποιες απ'

αυτές. (Μαρία Λαμπράκη)








http://img-fotki.yandex.ru/get/5907/79855262.2ba/0_7e532_3e628fe2_XS.jpg

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Νίκος Καββαδίας - Ἀνένταχτα

17 Mαϊου 1974: Στο Toυρκολίμανο ο  Nίκος 

Kαββαδίας παρέα με τη Θεανώ

 Σουνά, στα δεξιά του, τη Nιόβη 

Παπαδημητρακοπούλου, τον Hλία 

Πετρόπουλο και, εκτός κάδρου, τη Mαίρη Kουκουλέ 

(Φωτ.: Hλίας X. Παπαδημητρακόπουλος)
Σύμφωνα με τους μελετητές το 1973 ο Νίκος Καββαδίας, σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, γνώρισε τη φιλόλογο Θεανώ Σουνά. 
Ο ποιητής που ήταν στα εξήντα τρία του (δυο χρόνια δηλαδή πριν πεθάνει), ερωτεύτηκε τη νεαρή φιλόλογο, η οποία τότε ήταν μόλις είκοσι πέντε ετών.
Ο έρωτάς του φυσικά δεν είχε καμία προοπτική. Αυτό ήταν κάτι που συνειδητοποιούσε ο Καββαδίας αλλά και κάτι που φαίνεται να τον πλήγωνε. 
Ερωτικό γράμμα- Νίκος Καββαδίας
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς.
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.

Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση.

 Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου.
Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.

Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του.

 Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.

Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό.

 Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο.

 Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.

ΚΟΛΙΑΣ

Νίκος Καββαδίας - Ἀνένταχτα

Τὰ παρακάτω ποιήματα δὲν ἐντάχθηκαν σὲ κάποια ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Νίκου Καββαδία ἀλλὰ δημοσιεύθηκαν σὲ διάφορα ἔντυπα.

Πᾶνε δυὸ μῆνες

Πᾶνε δυὸ μῆνες ποὺ ἔφυγα κ᾿ ὅμως δὲν σοὔχω γράψει
τὰ λόγιά μου πὼς ξέχασα θὰ λὲς «Πάντα ἐσὺ θἆσαι
ἡ πολυαγαπημένη μου ὅσο μακριὰ κ᾿ ἂν πάω!»

Κ᾿ ὅμως τὸ ξέρω ἐγὼ καλὰ πὼς πάντα μὲ θυμᾶσαι.
 

Πῶς ὅταν τὶς θολὲς βραδυὲς στὴν κάμαρά σου μόνη
κεντώντας τ᾿ ἄσπρα ροῦχα σου κάνεις σκυφτὴ νυκτέρι
σκέφτεσαι τὰ γλυκόλογα ποὺ θὲ νὰ λέῃ τὸ γράμμα
ποὺ ὁ ταχυδρόμος αὔριο στὴν πόρτα σου θὰ φέρη.

Τὸ γράμμα ποὺ κάθε πρωὶ γράφω καὶ δὲ σοῦ στέλνω
κ᾿ ἔτσι περνᾶν ἀβάσταχτα οἱ θλιβερές σου μέρες
καὶ πᾶς σιγανὰ στὴν παναγιὰ δεόμενη γιὰ μένα
ποὺ ἀλύπητα μὲ δέρνουνε οἱ μανιασμένοι ἀγέρες.
Κ᾿ ἴσως νομίζεις τώρα ἐσὺ πὼς κάποιαν ἄλλη ἀγαπῶ
βαθειά, τρανήν, ἐξωτική, ἐβρῆκα ἐδῶ στὰ ξένα
ποὺ μ᾿ ἔχει δέσει πεια σφιχτὰ καὶ μ᾿ ἔχει μαγεμμένο.

... Καὶ σκέφτομαι τὰ μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,
ὅμως, ἂν μπόραες γιὰ νἀρθῇς στὴν ἄθλια κάμαρά μου
σκυμμένο θὲ νὰ μ᾿ ἔβλεπες ἀπάνω σ᾿ ἕνα γράμμα
νὰ σκέφτομαι ... νὰ μὴ μπορῶ ... νὰ θέλω νὰ σοῦ γράψω
καὶ σκίζοντάς το νὰ ξεσπᾶ σ᾿ ἕνα θλιμμένο κλάμμα.

Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1928, ἀρ. φύλλου 153, σελίδα 3.

Ἀγαπάω-Νίκος Καββαδίας

Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.

Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.

Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.

Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.

* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.

 Πόθος
Πᾶμε στὸ κάμπο πέρα κεῖ τ᾿ ἀπόβραδο
πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι ὡραῖο κοράσι
ὁ ἀχὸς τῆς πολιτείας τῆς ἀρρωστιάρικης
ποτὲ νὰ μὴ μπορέση νὰ μᾶς φτάσῃ.


Καὶ κεῖ στὸν κάμπο πέρα τὸν ἀνθόσπαρτο
ὅπου γιορτάζει πάντα ἡ φύσι
ἀγκαλιαστοὶ θὰ νοιώσουμε τὸν ἔρωτα
ὡς ὅτου ἡ ψυχὴ νὰ μᾶς ἀφήσῃ.

Καὶ χελιδόνι νὰ γενῇ γοργόφτερο
ψηλὰ στὸν οὐρανὸ νὰ φτερουγίσῃ
νὰ διαλαλήσῃ ἐκεῖ μὲ τυτιρίσματα
-Χαρήκαμε τ᾿ ὅ,τι εἴχαμε ποθήσει.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 22 Ἰανουαρίου 1928, ἀρ. φύλλου 114, σελίδα 7.
Περισσότερα ποιήματα  θα βρείτε /εδώ

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Τραγούδια και ποιήματα του Μάη

 
Ζωγράφος, Νίκος Βλαχογιάννης
Μάης, και “η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί που ‘χω στο στόμα”
(Α. Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας)


Ο ΜΑΪΟΣ ΜΑΣ ΕΦΤΑΣΕ (παραδοσιακό τραγούδι)
Ο Μάιος μας έφτασε
εμπρός βήμα ταχύ
να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή.
Δώρα στα χέρια του πολλά
Και όμορφα κρατεί
Και τα μοιράζει γελαστός
Σε όποιον το ζητεί.
Girl with flowers -Edouard Cabane, painter
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ-Ι.Πολέμης
Λουλούδια ας διαλέξουμε
και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε
στεφάνια με κείνα,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

Τ’ αηδόνια συμφώνησαν
της γης τ’ αγγελούδια
και βρήκαν και τόνισαν
καινούρια τραγούδια
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

Η θάλασσα γίνεται
καθρέφτης και πάλι,
το κύμα της χύνεται
κι ο φλοίσβος τον ψάλλει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

Χορεύει το πρόβατο
τ’ αρνάκι βελάζει
κι απ’ τον αγκαθόβατο
δροσούλα σταλάζει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
ΔΕΞΟΥ ΜΑΗ-Στέλιος Σπεράντζας
Η Άνοιξη, δροσιές γεμάτη
καρτερεί μεσοκαμπής
στ’ ανθισμένο της παλάτι
Μάη μου για να μπεις.
Δέξου φούχτες τα λουλούδια
απ’ την πλούσια ποδιά
δέξου Μάη γλυκά τραγούδια
κι από τα παιδιά.
Πίνακας , Γιώργος Σταθόπουλος
Απόσπασμα απο την Αμοργό-Νίκος Γκάτσος
 Ήταν του Μάη το πρόσωπο
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου

Κι αν θα διψάσεις για νερό

θα στίψουμε ένα σύννεφο
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί
θα σφάξουμε ένα αηδόνι


Ποιήμα του Μάνου Χατζιδάκι για το γαλλικό Μάη του '68

«Οι Γάλλοι νέοι
Που επαναστατούν
Στους δρόμους
Στα δημόσια πάρκα 
Και στις ιστορικές πλατείες
Δεν κάμουν Ιστορία.
Τραγουδούν
Καθώς παληά οι Προχριστιανοί
Τη γέννηση ενός κόσμου που θα 'ρθει
Για να ξεπλύνει τούτη τη γη
Από χιλιάδων χρόνων
Σκόνη
Μίσος
Και Μωρία. 

Οι Γάλλοι νέοι

Δεν επαναστατούν
Εγκαινιάζουνε απλώς
Μιαν εντελώς
Καινούργια
Ιστορία».


Πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης
“Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες
φωτοστέφανων του Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ποίημα.”
(Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον)
Ζωγράφος, Γιώργος Σιούντας
 
Κώστας Βάρναλης, “Πρωτομαγιά 1943″
Ήτανε πρώτη του Μαγιού φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .


Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,

κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος .
Franz Xaver Winterhalter, painter

Διονύσιος Σολωμός




Πρωτομαγιά

Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα ,
που ωραιότερη φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες , αχτίνες , νερά.

Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι ,
παιδιά κι άντρες , γυναίκες και γέροι.
Ασπροντύματα , γέλια , και κρότοι ,
όλοι δρόμοι γιομάτοι χαρά.

Ναι χαρείτε του χρόνου την νιότη ,
άντρες , γέροι , γυναίκες παιδιά.
Arkady Ostritsky,painter  
Το βαπόρι-Σκαρίμπας
 

Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—

σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

Arkady Ostritsky,  painter

 
William Shakespeare- Sonnet XVIII (1609)

Shall I compare thee to a summer's day?

Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:

Sometime too hot the eye of heaven shines,

And often is his gold complexion dimmed,
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course untrimmed:

But thy eternal summer shall not fade,

Nor lose possession of that fair thou ow'st,
Nor shall death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou grow'st,

   So long as men can breathe, or eyes can see,

   So long lives this, and this gives life to thee.

Arkady Ostritsky, painter

William Shakespeare- Sonnet XVIII (1609)

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη·
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη 
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.

Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη·
τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ’ την πορεία της φύσης είτε από την τύχη.

Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του·
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους!

Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.


Λορέντζος Μαβίλης

Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.


Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.


Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.
Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος (Απόσπασμα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσής του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των ἀπεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της)

Γιάννης Ρίτσος: «Επιτάφιος» (μέρα Μαγιού μου μίσεψες)

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω


Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή

γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια


Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Τα γεγονότα του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη έδωσαν την έμπνευση στο μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει το ποίημα Επιτάφιος, που μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη.
Χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου από την ποιητική σύνθεση «Επιτάφιος»

Κική Δημουλά, “B’ προβολής.
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Ένα δάσος εκφωνεί τον πανηγυρικό
κίνδυνο της πυκνότητας. Παπαρούνες
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Τα φύλλα των δέντρων
κανιβαλικά χοροπηδούν πάνω στον ήχο.
Ανακινείται δυνατά το σφραγισμένο χώμα
πετάγεται με πάταγο ο φελλός του στεγνού
πίδακες νωπότητας καταβρέχουν
την ντροπαλή αρχή των αρωμάτων.
Χλόη δοκιμάζει τα φτερά της
στους χαμηλούς του χαρακτήρα της ανέμους.
Παίζουν κρυφτό τα βόρειά μου
με τα μικρότερά τους χαμομήλια
και η ψυχή κυνηγητό με λάθη
πάντα μεγαλύτερά της- η αιωνία
άνοιξη του αταίριαστου.
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Και τι θα πει Μάιος σιγά σιγά
Με την πάροδο των λέξεων
και ποιος με έφερε εδώ σ’ αυτήν
την τόσο απομακρυσμένη ερώτηση
απ’ το σώμα μου και τώρα πώς
- θέλω τη μάνα μου θέλω τη μάνα μου
να με κουμπώσει στην αρχή μου.  
Στο διάολο πα’ να φύγω
το ‘χω ξαναδεί αυτό το έργο
κάποιος παρατάει κάποιον
σε μιαν απομακρυσμένη ερώτηση
ειδοποιούν τα δέντρα τις αρχές τους
πιστολίδι σειρήνες πυροσβεστικές στιγμές
αλλόφρον πλήθος λέξεων κυνηγάει
έναν έρωτα, πιάστε τον, πιάστε τον.

Τελικά ο άνθρωπος ήταν αθώος
αφέθηκε ελεύθερος
απλή συνωνυμία αποδείχτηκε
- όλοι οι έρωτες έρωτες λέγονται.  
Κι έτσι καθώς γκρο πλαν απομακρύνεται
ο τύπος μάγκικα λιγάκι αθωωμένος
στραβά ριγμένο το σφύριγμα στις τσέπες
πιάνει εντελώς ξεκρέμαστα κουλτουριάρικα
τελείως ακαταλαβίστικα
μια φυλλοποντή/ μα μια φυλλοποντή.”
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)

painter, Emile Vernon
Ιωάννης Πολέμης, Και πάλι

Και πάλι, να, ο Μάιος για να 'λθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.

Αχ, Μάη αν σ' αγάπησα κι αν σ' αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου - Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν' αγγίξει.

painter, Emile Vernon
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος [Πέτρος Βασιλικός], Πρωτομαγιά

Πρωτομαγιά

Έλα στο κεφάλι το ξανθό
Να σου βάλω τ' όμορφο στεφάνι
Που για σε όλη νύχτα το' χω κάνει,
Να στολίσω μ' άνθια τον ανθό.

Ιδέ το! τι ωραία που θα πάει
Του ξανθόχλωμού σου κεφαλιού!
Από τα υστερνά είναι του Απριλιού
Κι απ' τα πρώτα λούλουδα του Μάη.


Κι έτσι με τα ρόδα στα μαλλιά
Κι έτσι στα ολόλευκα ντυμένη,
Να θαρρώ πως σφίγγω αναστημένη
Την Πρωτομαγιά στην αγκαλιά!
painter, Emile Vernon

Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη(αποσπάσματα ποιημάτων, Κωστής Παλαμάς)

Και τώρα μπήκε ο Μάης ο μήνας μπήκε
με την Πρωτομαγιά του,
τη χαροκόπα θυγατέρα [......]


γιορτή παράξενη μεγάλη
το χρόνο μια φορά,
στο έμπα του Μάη του μήνα,
στ’ άνθια του Μάη και τη χαρά.

Κωστής Παλαμάς, Το πανηγύρι της Κακάβας, Ο Δωδεκάλογος του γύφτου

***

Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη
είναι ηλιογέννητο ζευγάρι…

Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή
***
… Κι ο Μάης λάγνος βασιλιάς με το Φεγγάρι πλέκει
παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες.....
Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά Β’

***
Το Μάη έχ’ η άνοιξη, τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια.
painter, Emile Vernon
Κωστής Παλαμάς, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
χωρίς την ομορφάδα σου, λειψή του Μάη η εικόνα...

Να ’ξερες… κάθε δειλινό, την ώρα που θα σβήσει
ο ήλιος μες στη θάλασσα, στο βράχο ανεβαίνω
και κάμπο, θάλασσα, ουρανό, βουνά, χωριά, τη φύση
του Μάη τη γιορτιάτικη κοιτάζω, και προσμένω.
Αλλά του κάμπου οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα. 

...όλες αυτές οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα 
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα
για να μου δώσουνε σωστή του Μάη την εικόνα· 
τώρα δε φτάνουν από με να διώξουν το χειμώνα. 

Κωστής Παλαμάς, Επιστολή, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
πηγη 

''Άνοιξε το παράθυρο να μπει
δροσιά να μπει του Μάη
εμείς γι' αλλού κινήσαμε γι' αλλού
κι αλλού η ζωή μας πάει''