Σελίδες

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Δελφίνι...Δελφινάκι

"Ένα πνεύμα, ένα θαλασσόχαρο στοιχειό γεμάτο ποίηση κι ελευθερία" Θ.Ποταμιανός

Πεζογραφία-Ποίηση-Μυθολογία

Κανένα θαλάσσιο ζώο δεν έχει τόσο πολύ απασχολήσει συγγραφείς και ποιητές όσο το δελφίνι.
Πολλοί ποιητές παλιοί (Πίνδαρος, Αρχίλοχος) αλλά και νέοι, έχουν γράψει για τα δελφίνια όπου φαίνεται η ευφυΐα τους, η αγάπη τους για τον άνθρωπο και ευγνωμοσύνη για όσους τα ευεργετούν, τα χαριτωμένα τους παιχνίδια και η μανία τους για τη μουσική.
Παράλληλα, μύθοι από τους πολυταξιδεμένους ναυτικούς, άνθρωποι που σώθηκαν από δελφίνια στις άγνωστες θάλασσες και έγιναν φίλοι μαζί τους, έρχονται να μας δώσουν άλλη νότα μεταξύ μύθου και πραγματικότητας και να ερμηνευτούν μέσα από τα θαυμάσια κείμενα του Ομήρου, του Πλούταρχου, του Ηρόδοτου και άλλων ιστορικών και ποιητών της αρχαίων χρόνων.
 Oι πρώτες περιγραφές Δελφινιού, που σώζονται στην Eλληνική ποίηση, ανήκουν στον Όμηρο, στην Iλιάδα (Pαψωδία Φ22-26) και στην Oδύσσεια (Pαψωδία M92-97). 

Στην Oδύσσεια μνημονεύεται μόνο τη στιγμή που η Kίρκη, αναφέρεται στο στενό της Σκύλλας και της Xάρυβδης.

"Mες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη.
από το μαύρο βάραθρο τ` άγρια κεφάλια βγάζει,
κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στον βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η
Aμφιτρίτη"
 (Έμμετρη μετάφραση Aργύρη Eφταλιώτη).
CLASSICAL AMPHORA WITH APOLLON ON HIS DOLPHIN

Στα Δελφίνια αναφέρεται επίσης ο Hσίοδος τον 7ο αιώνα π.X.
O θεός Aπόλλωνας, όλοι γνωρίζουν ότι έφερε την λατρευτική επωνυμία Δελφίνιος, και πολλές φορές έπαιρνε την όψη του Δελφινιού.
Mε τον Aπόλλωνα το δελφίνι μοιράζεται επίσης την αγάπη του για τη μουσική, γεγονός που αναγνωρίζουν οι ζωολόγοι, οι ναυτικοί και οι ποιητές.
Χαρακτηριστικό είναι το 
απόσπασμα από την καταπληκτική Είσοδο του Θησέα στην Αθήνα(σελ. 171): Του Γιάννη 
Ρίτσου

''Η εμφάνισή του / πρόδιδε πιότερο ένα παλικάρι των διασκεδάσεων / παρά έναν εξολοθρευτή. Γι' αυτό προκάλεσε τα σκώμματα / των εργατών, πάνω στις σκαλωσιές, που δούλευαν στο αέτωμα / του Δελφινίου Απόλλωνα.''

O Aριστοτέλης στο ζωολογικό του έργο "Tων περί τα Zώα Iστοριών", ασχολείται με τα δελφίνια, περιγράφει, το χαρακτήρα τους, τη συμπεριφορά τους, τον τρόπο ζωής τους, την διατροφή τους, την αναπαραγωγή τους, τη διάρκεια της ζωής τους, τους πνεύμονές τους, τις αισθήσεις τους, το κυνήγι τους, τον τρόπο που κολυμβούν κ.ά.
Γνωρίζει ότι τα δελφίνια και γενικότερα τα κήτη πρέπει να καταταχθούν στα θηλαστικά. 

(Eίναι σημαντικό και άξιο προσοχής ότι ο Λινναίος μόλις στη δέκατη έκδοση του "Systema Naturae" ταξινόμησε τα κήτη στα θηλαστικά, ενώ προηγουμένως τα κατέτασσε στα ψάρια).
 Φυσικό, λοιπόν, ήταν να δημιουργήσουν διάφορους μύθους σχετικούς με τα δελφίνια, ανάλογα με τις δυνατότητες και τη φαντασία που διέθετε ο καθένας.
Ένας απ’ αυτούς τους μύθους ανέφερε πως ο Διόνυσος, κάποτε, ταξίδευε μ’ ένα καράβι. Ενώ, όμως, έπλεαν, για κάποιο λόγο οι ναύτες επαναστάτησαν. Τότε ο θεός, γεμάτος οργή για αυτή τους την πράξη, τους πέταξε στη θάλασσα και τους μεταμόρφωσε σε δελφίνια!
'Αλλη εκδοχή είναι αυτή του Ομήρου που αναφέρει ότι οι δελφίνες ήταν Τυρρηνοί ληστές που συνέλαβαν και απήγαγαν με κάποιο ιστιοφόρο τον ωραίο, έφηβο Διόνυσο. 

Στη διάρκεια, όμως, του ταξιδιού, ένα ιστίο, ξαφνικά, βρέθηκε να είναι τυλιγμένο από αμπελόφυλλα απ’ όπου κρέμονταν τσαμπιά σταφύλια. Και, βέβαια, από τα σταφύλια άρχισε να τρέχει, μέσα στο καράβι, ευωδιαστό κρασί.

 Ο κυβερνήτης – που υποστήριζε από την αρχή τον Διόνυσο, μετετράπη σε λιοντάρι, οι δε ληστές τόσο τρόμαξαν από το θαύμα που είδαν, που πήδηξαν στη θάλασσα και γίνανε δελφίνια.
Arion auf dem Delphin)-Artist
Matthäus Kern  (1801–1852)
Ο Αρίων και το δελφίνι
 O Aρίωνας ήταν ένας σημαντικός ποιητής του 7ου  αιώνα που καταγόταν από τη Mήθυμνα. Πέρασε όμως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Kόρινθο. 
Eπιστρέφοντας κάποια στιγμή από ένα ταξίδι του από την Iταλία, άνθρωποι του πλοίου τον λήστεψαν και τον πέταξαν στην θάλασσα. Πριν πέσει όμως μέσα στο νερό τραγούδησε για τελευταία φορά. 
Ένα δελφίνι που βρίσκονταν εκεί κοντά μαγεύτηκε από τη μουσική του. Tο Δελφίνι τον πήρε στη ράχη του και τον μετέφερε στο ακρωτήριο Tαίναρο.
Στην Iστορία αυτή, αλλά και στα δελφίνια αναφέρονται ο Hρόδοτος, ο Πλούταρχος, ο Πίνδαρος, ο Λουκιανός, ο Aιλιανός και άλλοι ακόμη.

HYDRA (THE CHILD AND THE DOLPHIN) 

O Aιλιανός (3ος αι. μ.X.), περιγράφει μια από τις πιο τρυφερές ιστορίες οικολογικής ισορροπίας και ερωτικής σχέσης με τη φύση. 

Στα παράλια της Mικράς Aσίας, στην Iασό της Kαρίας, ένα μικρό αγόρι κατέβαινε στη θάλασσα και κολυμπούσε μετά τους αγώνες. Eκεί τον ερωτεύθηκε παράφορα ένα δελφίνι. O Aιλιανός σημειώνει ότι τέτοιες ιστορίες είχαν επαναληφθεί στην Iταλία αλλά και στην Aίγυπτο των Πτολεμαίων.

O Eυστάθιος Θεσσαλονίκης (12 αιώνας), θεωρεί το δελφίνι "ζώον συνετώτατον και φιλανθρωπότατον, άλλο δε γένος οι δελφίνες κήτη όντες, άλλο γένος οι ιχθύες".

Τα δελφίνια  στην -Διακοσμητική-Ζωγραφική

Το δελφίνι από την αρχαιότητα ήταν ένα από τα βασικά θέματα διακόσμησης των σπιτιών και των νομισμάτων. Σαν σύμβολο των Ολυμπίων θεών είχε πάρει πολύ σημαντική θέση στην αρχαία τέχνη σαν διακοσμητικό μοτίβο ή σαν καλλιτεχνική παράσταση.
Συναντάται στις τοιχογραφίες στα ανάκτορα της ΚΝΩΣΟΥ, στο μέγαρο της βασίλισσας. Από αυτό υποθέτουμε ότι είχε βασική θέση στην κρητική μυθολογία και στον ΜΙΝΩΙΚΟ πολιτισμό.
Γνωστά είναι, επίσης, και τα δύο δελφίνια που κοσμούν μια υπέροχη τοιχογραφία στο « Ακρωτήρι» της Θήρας.
Ψηφιδωτό απο τη Δήλο-απεικονίζει ερωτιδέα να χαλιναγωγεί δυο δελφίνια.
Δελφίνια απεικονίζονταν, ακόμα, σε αρχαία νομίσματα αλλά και σε αγγεία συνδυασμένα με θεϊκές μορφές

Στις ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ το 405 π.χ. βρέθηκε ένα ασημένιο νόμισμα με το πρόσωπο της νύμφης ΑΡΕΘΟΥΣΑ πλαισιωμένοαπο δελφίνια

Τα δελφίνια συγκίνησαν ακόμα και τα Ρωμαϊκά δεδομένα. Αξιοσημείωτη η παράσταση που απεικονίζει των θεό της Αγάπης, τον ΕΡΩΤΑ, καβάλα στη ράχη ενός δελφινιού δίπλα στην Αφροδίτη
και σε μια ΣΑΡΚΟΦΑΓΟ που χρονολογείται το δεύτερο αιώνα μ.χ. στο Σιαρίμ κοντά στη Γιάφα.

Arion on the Dolphin-

(1748) by François Boucher.

Δεν θα μπορούσε να λείπει το όμορφο αυτό θηλαστικό της θάλασσας από τη ζωγραφική. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του Αρίωνα καβάλα σ' ένα δελφίνι που συναντάμε σε πολλούς πίνακες κυρίως της Αναγέννησης.

Salvator Rosa, Arion and the Dolphin, 17th century |

Το δελφίνι στην Ποίηση
Ύδρα (Μυθιστόρημα, 
ΙΓ’, Γιώργος Σεφέρης)

Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές.
Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε,
σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια
λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά,
τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε
τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο~.~
Άσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά
χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα.
 ~.~
Θα ήταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν
θα ήταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν
θα ήταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου
μπρος σ’ ένα τέτοιο θάμα
το γύρευες
τι γύρευες μπροστά στη στάχτη
ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο,
την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα
κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες
σου ‘δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος,
τι γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τι γύρευες;

Επί σκηνής - Γιώργος Σεφέρης

 Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
~.~
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
~.~
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:~.~
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις». 


Γεώργιος Δροσίνης
Γλυκά φυσά ο μπάτης,
η θάλασσα δροσίζεται,
στα γαλανά νερά της
ο ήλιος καθρεφτίζεται·
και λες πως παίζουν μ’ έρωτα
πετώντας δίχως έννοια
ψαράκια χρυσοφτέρωτα
σε κύματ’ ασημένια.

~.~

Στου καραβιού το πλάι
ένα τρελό δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
και πίσω μάς αφήνει.
~.~
και σαν να καμαρώνεται
της θάλασσας το άτι
με τους αφρούς του ζώνεται
και μας γυρνά την πλάτη.

~.~

Χιονοπλασμένοι γλάροι,
πόχουν φτερούγια ατίμητα
και για κανένα ψάρι
τα μάτια τους ακοίμητα,
στα ξάρτια τριγυρίζοντας
ακούραστοι πετούνε
ή με χαρά σφυρίζοντας
στο πέλαγος βουτούνε.

~.~

Και γύρω καραβάκια
στη θάλασσ’ αρμενίζουν
σαν άσπρα προβατάκια
που βόσκοντας γυρίζουν
με χαρωπά πηδήματα
στους κάμπους όλη μέρα,
κι έχουν βοσκή τα κύματα,
βοσκό τους τον αέρα.
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 6, Δωδώνη

Τ α   δ ε λ φ ί ν ι α   π ή ρ α ν   α π ό   π ί σ ω   τ ο   φεγγάρι 
Κ  ω  σ   τ  ή  ς     Μ  ο  σ  κ  ώ  φ
~.~
Τα δελφίνια πήραν από πίσω το φεγγάρι
τραγουδούν πάνω στις κορφές των καταρτιών
– αύριο
θα πάω να βρω τη ματιά σου
εκεί που την άφησα στο ακρογιάλι…
~.~
«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα»,
η όψη σου σαν της Εκάτης χλομή,
να γυρεύω ολονυκτίς τα χείλη σου
και συ τον γιασεμί Ερμή…
~.~
Έρχεται, έρχεται η Διώνη
με το τσιτάκι της ν’ ανεμίζει στον Βαρδάρη
έρχεται, έρχεται ο Άδωνις
με φουσκωμένο το μπλουτζίν
με ανοικτό το μπλε πουκαμισάκι…
Πηδά χαρούμενη, σκοινάκι, η ψυχή τής Τσιμισκή…
 Το δελφινοκόριτσο - 1972 
Στίχοι:  
Οδυσσέας Ελύτης
 Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ τού λέω πούν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου
~.~

Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε
~.~

Αγόρι εγώ δεν έχω, μου αποκρίνεται
Βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται
~.~

Άιντε μωρό μου...
~.~

Θεέ μου, συγχώρεσέ με, σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει, το παλιόπαιδο
Σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε
~.~
Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε
 Επέτειος-Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)

 Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ' τα νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -
~.~
Οδυσσέας Ελύτης
Ναυτάκι του Περιβολιού(απόσπασμα)

- Nονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Eυαγγελίστρα μου!
Tί μπάλλες θαλασσιά γαρούφαλλα ρίχνουν στο μώλο τα κανόνια σου
πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελλαίνεται ο γαρμπής
και σούρνει άμμους και βότσαλα!

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της
με βάρκες από σουπιοκόκκαλο
στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!
~.~
''Το Μονόγραμμα''-Οδυσσέας Ελύτης(απόσπασμα)

  Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
- Πρόσεχε να προφέρεις καθαρά τη λέξη θάλασσα. έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια.(Οδυσσέας Ελύτης) 
Γιάννης Ρίτσος - Γράμματα ἀπ᾿ τὸ μέτωπο(απόσπασμα)

 Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε τo  πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σα να περνουσαν δελφίνια και παίζαν.
Πολλές φορές έβλεπε στ' ανοιχτά να περνούν δελφίνια. 
Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ΄ το νερό, πάλι να πέφτουν. 
Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, απόσπασμα 

...Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το
Λάδι του ματιού μας-
Δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βά-
ρος της πέτρας που σηκώνουμε στη ράχη
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ΄ το γόνα
του μεσημεριού,
οι άνθρωποι πάν μπροστά απ΄τον ίσκιο τους σαν
τα δελφίνια μπρος απ΄τα σκιαθίτικα καίκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βά
φει τις φτερούγες του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και
συλλογιέται τ΄άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαυ
ρη σταφίδα......



Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ' τα νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Πού γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο. - See more at: http://www.hellenes.com/jm/index.php?option=com_content&view=article&id=19&Itemid=21#sthash.cgWFepWm.dpuf

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ποιήματα του Καλοκαιριού

-Οδυσσέας Ελύτης, «Το ελληνικό καλοκαίρι κατά τον Ε. Teriade»

“Στάλα στάλα συνάζει μέσα της η καρυδιά τη σκοτεινή δροσιά. Το κυπαρίσσι ερημώνει γύρω του τα πάντα κι απομένει δασύ, κυρίαρχο.
Ίδια και ο πλάτανος. Προστάτες φασματικοί των κάμπων της Αργολίδας και της Αρκαδίας.

Η συκιά σταυρώνει τα χλωμά της μέλη, τεντώνεται μες στο πετσί της το γυαλιστερό και χνουδάτο, τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στην ίδια της την ευωδιά.

Οι ροδιές ανάβουνε σαν κοκόρια. Η ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον άνεμο, σ’ όλα τα στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της.

Οι ροδοδάφνες, που μοσκοβολούνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, όμοια νερό, βαθιά στις κοίτες των ξεροπόταμων.

Σιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς. Μήτε που βλέπεις πια βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτείες, μήτε χώμα και νερό. Άφαντα όλα.

Πιωμένος φως – μονάχα μια σκιά μαύρη – ο άνθρωπος. Μια σκιά που μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη από την ίδια του τη θυσία.

Η αντίσταση σ’ ένα τέτοιο φως: να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Μέσα στη διαφάνεια, ποιο διάφανος ακόμη, πιο λευκός, ο Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακά την ύπαρξή του την ώρα που το μεσημέρι το αττικό φτάνει στη μεγαλύτερή του ένταση κι όπου μονάχα νεράιδες τριγυρνάν μες στο θαμπωτικό διάστημα.

Η Ελλάδα στους χάρτες ανύπαρχτη.

Λες και βρήκε ο κόσμος το μακαρισμένο τέλος του σ’ αυτή την απόλυτη ισότητα.

Κι όμως, το ίδιο αυτό φως, το αστραφταβόλο, το καταιγιστικό, που αναιρεί την Ελλάδα μες στα μεσημέρια, την αποκαθιστά πάλι το ηλιοβασίλεμα κάτω από τα φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα του δειλινού και αργότερα κάτω από την τρυφερή παρουσία της Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τον εαυτό της η Ελλάδα. Ξαναγίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Ξαναπαίρνει στους χάρτες τη θέση που της αξίζει. Θέλω να πω τη θέση των ονείρων.”(Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος)

Γιῶργος Θέμελης (1900 - 1976)

Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι
Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι,
ἀνατέλλοντας ἕναν ἄλλο ἥλιο,

κάνοντας πιὸ ὄμορφα, πιὸ θαυμαστὰ τὰ μάτια,
καθὼς ἐλπίζουν νὰ σὲ ἰδοῦν, κρεμῶντας μιὰ λευκὴ ἀντηλιά…
Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς τὸ εἰρηνικὸ ποὺ πέφτει
στούς κάμπους – στεφανωμένους μὲ πορφυρὴ αἰωνιότητα…
Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ μέ τυλίγει,
καὶ μὲ σηκώνει, μὲ κρεμνάει ψηλά,
στὴν ἄνοιξη τοῦ κόρφου του!..
Πίνακας, Βασίλης ΒαγιάννηςΠαλιά καλοκαίρια-ΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ
Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θροΐζουν αγγίγματα
Τίποτα, τίποτα δε χάθηκε στ’ αλήθεια
όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ

Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης
Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας
Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει
 Πίνακας, Βασίλης ΒαγιάννηςΓιάννης Ρίτσος, Το τελευταίο καλοκαίρι
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
 Εγώ, 
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω 
τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο 
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι 
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του, 
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.IX.89
Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)

ARTIST - Willem Haenraets

 Θωμάς Γκόρπας, Πανόραμα (1975)-Ποιοι μας αγαπάνε;-

Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.

Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά μπύρες ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πως θέλετε να το δείτε ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω:
Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…

να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω:
Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!…
Πίνακας -Βασίλης Βαγιάννης -«Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!» (Νίκος Καρούζος)
Πίνακας, vladimir volegov
 [Από την ενότητα Η θητεία του καλοκαιριού]-Οδυσσέας Ελύτης
Η Μαρίνα των βράχων(απόσπασμα)

 Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνων των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
ARTIST - Willem Haenraets

(Νίκος Γκάτσος, απόσπασμα -Αμοργός)

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.


Ζωγράφος, 
Κριδέρας Νίκοs

Τίτος Πατρίκιος: Άλλο Ενα Καλοκαίρι

Για σκέψου να μην πρόφταινα

κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό

να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου

να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές

να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις

ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας

να καταλαβαίνω τούς δικούς μου που αγαπώ

να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν

να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω
να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά

ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου

να κολυμπάω  σε θάλασσες ζεστές

ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά

ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους

ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.

Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι

λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα

για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά

– άσε να δούμε και για παραπέρα.
Ζωγράφος, Λουκάς Γεραλής
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Το καλοκαίρι
Απ' το κανάλι οι πάσσαρες με τ' απλωτά πανιά
γυρίζουν πρίμα,
μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ' ακριβά,
το πέρασμά τους γλύκανε κ' εσένα, πικρό κύμα!
Και πιο καλοπιθύμητα και πιο φανταχτερά
κι από τα κρίνα,
πάσσαρες γοργοσάλευτες, με τ' άσπρα σας φτερά,
μας φέρνετε τ' αγόρια μας απ' τη μεγάλη Αθήνα.

Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές,
του πόθου τη σκόλη˙
και σείστε τα μαντήλια σας ανάερα, λιγερές˙
παραμονεύουν οι έρωτες˙ ετοιμαστήτε, μώλοι,
το καλοκαίρι μύρισε˙ προσμένουν οι αμμουδιές
και τα πρυάρια,
πριν έμπης, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές˙
οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.

Τ. Λειβαδίτης - Βιολέτες για μια εποχή(απόσπασμα)

"Το καλοκαίρι ο ουρανός διανυκτερεύει
οι μυρουδιές έχουν την παιδική μας ηλικία
μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια
κι εγώ δεν έχω αλλο όπλο απ' το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες και να τις πιστεύω"

Τάσος Λειβαδίτης, η στάχτη (απόσπασμα)
Μια νύχτα του καλοκαιριού, παιδί ακόμα,
βγήκα από το σπίτι και ξάπλωσα στον κήπο.
Και όπως κοίταξα τον ουρανό,
Θεέ μου! Τι απεραντοσύνη;
Πόσα άστρα!
Με έπιασε πανικός.
Από τότε ξέρω πως δεν θα προφτάσω.
Πίνακας, Richard S. Johnson, р
 Τάσος Λειβαδίτης ''Καλοκαίρι''
 Ένα πουλί κάθησε πάνω στα Κάγκελα του κήπου,κάτι είπε
στην κοπέλα της βεράντας , αλλά εκείνη δεν άκουσε.Βούιζε ο κό-
σμος απο τα τζιτζίκια.
  Και τότε σκέφτηκα πως αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθώ κάποτε ,
ύστερα απο χρόνια , και θα κλάψω απαρηγόρητος .
Φωτογραφία -Ενετικό φρούριο του Κούλε-Ηράκλειο Κρήτης
Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες.
 (Βύρων Λεοντάρης)


Το Καλοκαίρι -Λένα Παππά
Πηγή

Αργύρης Χιόνης, Το ωραίο καλοκαίρι
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Μια πάλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
οι δικοί της τώρα την αναζητούν
μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα
ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν του φάγαν την καρδιά

Ένα σκυλί κυνηγημένο
δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο ακίνητο ένα καλοκαίρι φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε; κανείς δεν ξέρει
*Από τη συλλογή “Λεκτικά Τοπία” (1983).
 Samuel Beckett -Aτιτλα
Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους
η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της
Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη
όταν ίσως παύσω να περπατώ 
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει(…) Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ’ εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε...
Αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα

Πίνακας, vladimir volegov
 [Από την ενότητα Η θητεία του καλοκαιριού]-Οδυσσέας Ελύτης
Η Μαρίνα των βράχων (απόσπασμα)
 Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνων των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Πίνακας, jean baptiste valadie
Σώμα του καλοκαιριού-Οδυσσέας Ελύτης
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο.

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ω σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών
Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

Πίνακας, Βασίλης Βαγιάννης

Ζωή Καρέλλη-Του Καλοκαιριού

Το ξανθό παλικάρι του καλοκαιριού
έχει μια γαλανή γραμμή πάνω στο λείο μέτωπο.
Στα καστανά του μάτια κρατάει τις αχτίδες του ήλιου
μισοκλείνοντας τα σκιερά βλέφαρα,
ψιλοπαίζοντας τις βλεφαρίδες αχτιδωτές.

Ηλιοψημένο στυλώνει το λαμπρό κορμί,
αμέριμνα χαμογελά και άσκοπα.
Φαντάζουν κάτασπρα τα δόντια του,
μοιάζουν τ' άσπρα χαλίκια καθαροπλυμένα,
στ' ακρογιάλι του γαλάζιου και κρυστάλλινου νερού.

"Εξοπλισμός θερινών αναγκών" Κική Δημουλα (απόσπασμα)

Καπέλο για τον ήλιο
παρόλο που δεν καίει όπως τότε
που ήσουν μέρα νύχτα εφευρέτης του.
Να δοκιμάσω από περιέργεια ένα έγκαυμα παλιό
να δω αν ξεφλούδισε ο τρελός
έρωτας της πλάτης μου για δαύτο.

"Εξοπλισμός θερινών αναγκών" Κική Δημουλα (απόσπασμα)
Κάτι ορθάνοιχτα παράθυρα
ανεβάζουν καλοκαίρι με το γερανό της μύγας.
Μετρώ και λείπουνε μιά δυό συλλαβές του
και το πόδι του λάμδα σπασμένο
Κουνιότανε από πέρυσι.

Τώρα που θα καθίσει τόση ελάττωση
κι όλη η συνοδεία των ευνούχων της.
Πάντως είναι στέρεο το ελαττούμενο
σηκώνει τόνους άλγη. Κάτσε άφοβα.

Καλού κακού θα προσθέσω στον κατάλογο
μια ξαπλώστρα εις αντικατάστασιν
του σπασμένου λάμδα.


Χρειάζομαι επίσης
Τρανζιστοράκι κολλητό στ’ αυτάκια των κυμάτων
ν’ ακούνε μουσική από σταθμούς πειρατικούς της άμμου.
Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές
ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που βρέθηκαν να λείπουν από
το καλοκαίρι και παραπανίσιες μάλιστα. Μην τύχει
να θυμηθείς και άλλους. Να έχουν να καθίσουν.

Γυαλιά απορροφητικά, μη θυμηθώ περισσότερους.
Αν και φορώ πότε πότε καπνούς επαφής.

Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις

σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.

Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.
Ντύσου και κολύμπα.
(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).
MARIO LUZI
Νωρίς το καλοκαίρι-
Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλμάτη
O,τι ασυναίσθητα έχει ήδη συμβεί
σε μένα, έγινε βέβαια μέσα στη σιωπή!
Κι αρχίζω να ξαναρωτάω, και ν' αγνοώ
Εγώ πάντα φύση και ασυμφωνία.

Κει κάτω, στη σιγανή φωτιά της μενεξεδένιας
Ατμόσφαιρας και της αρχινισμένης βροχής,
Μέσα σε έντονο φωτοστέφανο κρύβουνε
Το σημάδι της εσπέρας˙
Και τα σκόρπια σύννεφα μαζεύονται
Πάνω σ' ένα κορμί παραδομένο σε ύπνο πικρό

Εκεί, μέσα στην απεραντοσύνη της υπαίθρου.

Yπουλα κυλάει, πλούσιο σε χρώματα
Και αποχρώσεις -στο αίμα τόσο ανάλαφρο-
Το σήμα που προμηνύει καταιγίδα,
Τη χρυσή μέρα μεταλλαγμένη σε σκότη.

Εξακολουθώ ν' αγνοώ, να ξεγελιέμαι,
Και ήδh το νερό ξεσκίζει το τραγούδι του,
Κυλάει βραχνά βογγώντας, οι σαλαμάνδρες
Κολυμπάν να κοιμηθούν στις γούρνες
Των άκαρδων κήπων, ο ουρανός
Φέρνει αλλιώς των κούκων τη λαλιά.


YEHUDA AMICHAI
Ητανε καλοκαίρι ή τέλος του καλοκαιριούΜετάφραση: Τάκης Μενδράκος
Ητανε καλοκαίρι ή το τέλος του καλοκαιριού
Τότε που άκουσα τα βήματά σου να 'ρχονται από Ανατολή σε Δύση

Για τελευταία φορά. Κι από τον κόσμο
Είχανε λείψει τα μαντίλια, οι άνθρωποι και τα βιβλία.
Ητανε καλοκαίρι ή τέλος του καλοκαιριού
Οι ώρες του απογεύματος,

Ησουνα εσύ.
Φορούσες πρώτη φορά το σάβανό σου
Που δεν επρόσεξες ποτέ
Γιατ' ήταν κεντημένο με λουλούδια.


VΙΤΤΟRIO SERENI
[Mόνον το καλοκαίρι...]
Μόνον το καλοκαίρι είναι αληθινό
και το φως του που σας σταθμίζει.
Κι ο καθένας ας έβρει το αειθαλές
δέντρο, τον κώνο της σκιάς,
το καθαρτήριο μακάριο νερό,
κι η αράχνη που έπλεξε η πλήξη
ας μείνει πάνω στα κακούργα έλη
ένα σουδάριο ίριδας. 

Εκεί κάτω
είναι ο προσωρινός φράχτης,
ένα στεφάνι κόκκινης σκόνης,
και πένθιμο το τραγούδι των
γερμανών στρατιωτών στη χαμένη δύναμη.
Τώρα κάθε διαμαρτυρία σωπαίνει
συμπαγές το κέλυφος της λήθης
ο κύκλος τέλειος.
Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας
Πηγή



Ελεγεία των Λουλουδιών-Κ-Π-ΚΑΒΑΦΗΣ
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν
        Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
        η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται
        γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
        Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
        Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
        Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.
        Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
        Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
        κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
        Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
        Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
        Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.
Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
        Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
        τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
        σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι. [Ἄνθη τῆς πέτρας]

Γιώργος Σεφέρης 

Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα
μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες
γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,
ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες
ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν
ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ
μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.

Τόσο το θέροςτόσα τα πουλιά, και σε μέγα βάθος Η πάντων και πασών Ελληνίς η θάλασσα» (Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον) 
Αrt by michael and inessa garmash
Τό μεσουράνημα τῆς φωτιᾶς-Νικηφόρος Βρεττάκος
Καλοκαῖρι! Μὴν πίστεψες πὼς δὲ συλλογιέμαι!
Ἡ σκέψη μου εἶναι ἀγάπη κι’ ἡ ἀγάπη μου σκέψη.
Ὡς κι’ ὁ πόνος μου ἔγινεν ὠμορφιά! Ὅλα μέσα μου
Μεταμορφώθηκαν σὲ ἄστρα! Μυστηριακή θεία δύναμη
Ποὺ ἀναθρώσκει ἀπ’ τὰ βάθη μου ἀντανακλᾶ καὶ στολίζει
Μὲ τὴν ἐξαίσια της λάμψη τὸ μηδὲν καὶ τὴ νύχτα!
...
Μὴ ρωτῆστε ποῦ πέφτουν τὰ ποτάμια τῆς Γῆς
Τὶ στηρίζουν οἱ κορφὲς τῶν βουνῶν
Τὶ κρύβει ἀπὸ πάνω μας ἡ μεγάλη φωτιά!
Δὲν ὑπάρχει ἄλλο τίποτε!
Τραγουδῶ σὰν πουλὶ στ’ ἀκρινότερο δέντρο τοῦ κόσμου:

Ἀγαπῶ!  Ἄρα ὑπάρχω.