Σελίδες

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

"Τα Ετεροθαλή" - Οδυσσέα Ελύτη



Με τον γενικό τίτλο "Τα Ετεροθαλή", το βιβλίο αυτό συγκεντρώνει όλα τα ποιήματα - δημοσιευμένα ή ανέκδοτα - που έμειναν έξω από τις ενότητες των άλλων ποιητικών συλλογών.
Από αυτά:
Τα ποιήματα "Ψαλμός και Ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα","δώδεκα Νήσων Άγγελος" και "Της Σελήνης της Μυτιλήνης", δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό "Εποχές", τ. 24., Απρίλιος 1965.
Η "Ωδή στον Πικασσό" δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης", έτος Η', τόμος ΙΕ', αρ. 85.
Το "Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα" στο περιοδικό "Ζυγός", τ. 58, Σεπτέμβριος 1960.
Το "Αιώνος Είδωλον", στο περιοδικό "Συνέχεια" αρ. 3, Μάιος 1973.
Ο "Φυλλομάντης" κυκλοφόρησε, τυπωμένος σε ειδικό τετράπτυχο, στη σειρά "Ένας Ποιητής, ένα Ποίημα" από τον εκδοτικό οίκο "Αστερίας", τον Δεκέμβριο του 1973.Ο "Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου" τυπωμένος στο εξωτερικό σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, με γράμματα και κοσμήματα χαραγμένα από τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1971.
Η "Villa Natacha", μαζί μ' ένα πρωτότυπο σχέδιο του Παύλου Πικασσό, τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1973 σε 111 αντίτυπα εκτός εμπορίου από τον εκδοτικό οίκο "Τραμ".
Όλα τα υπόλοιπα ποιήματα είναι ανέκδοτα. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Πηγή http://www.politeianet.gr/books/9789607233943-elutis-odusseas-ikaros-ta-eterothali-187610

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Κική Δημουλά- Τίποτα δε θ’ αντιληφθείς -– ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ


Art -Terje Adler Mørk

Κικὴ Δημουλᾶ - Χλόη Θερμοκηπίου

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ Θ᾿ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙΣ

Τίποτα δὲ θ᾿ ἀντιληφθεῖς
θὰ διαβάσεις μόνο τὸ πρωὶ
κάτι συνθηματικὰ χείλη γραμμένα
στὸ διπλανὸ ποτήρι σου
μὲ ὁλονύκτιο νερό.

Σκέφτομαι ἀπόψε νὰ στείλω τὴ μελαγχολία μου
νὰ κοιμηθεῖ μαζί σου
νὰ μείνω λίγο μόνη.


Στὴν τσάντα της θὰ βάλω
κάτω ἀπ᾿ τὰ βραδινά της φάρμακα
δῆθεν κατὰ λάθος μιὰ φωτογραφία της
πῶς ἤτανε μικρὴ
μὴ καὶ τὴ νανουρίσεις
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ νανούρισμα θὰ κρύψω
μιὰ δεύτερη ἀλλαξιά
μὴ καὶ ἀλλάξουνε τὰ πράγματα
καὶ τὴν κρατήσεις κι αὔριο βράδυ.


Βέβαια, πῶς ἀγαπᾶς νυχτιάτικα τὸν ἄλλον
χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσεις. Ἄκου
προστακτικὴ φωνὴ ἦταν ὁ ἔρωτας
πρὶν ἀνακαλυφθεῖ ἡ ἱκεσία.

Ἐξάλλου ἐσὺ τίποτα δὲ θ᾿ ἀντιληφθεῖς.

Θὰ ξάπλωνε ὄχι δίπλα σου ἀκριβῶς
τὸ ἀκριβῶς εἶναι ἄξενο.

Σὲ παραπλήσια ἄνετη προθυμία
θ᾿ ἀποκοιμιόταν γέρνοντας
πλάι καὶ κολλητὰ
στὸ μὴ ἀντιληπτόν

- θεῖο πλάσμα. Ἀγάπα με τοῦ λὲς καὶ σ᾿ ἀγαπάει.
Art by -Ricardo Fernàndez Ortega

 (ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ – ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ
από τη συλλογή ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ)

ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ
Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας όπου πάτε
λέει το ανεκπλήρωτο στα όνειρα καθώς
τα προλαβαίνει να ρίχνουν όπως όπως
μες σον παμπάλαιο φθαρμένο ερχομό τους
δυο τρεις καινούργιες αλλαξιές προϊστορία.



ΑΥΡΑ (αεράκι):Αν δεις να σε δροσίζει
στιγμή ευειδής συντομοτάτη πλην όμως
λίαν άστατο θα σε περιπλέξει
εις τα δίκτυα της φυγής της περιπόθητα.

ΘΕΡΕΤΡΟΝ:Αν βλέπεις κλαίγοντα τον ύπνο σου
θα λάβεις αγγελίας ευχαρίστους
από το κοντινό απαρηγόρητο της μέρας.
δυο τρεις καινούργιες αλλαξιές προϊστορία.
ΥΑΚΙΝΘΟΙ:Σε ξένο κήπο νύχτα πώς εισχώρησες
εάν ονειρευτείς κι είχες μισοανθίσει το πρωί
σημαίνει πως εγείρει απαιτήσεις η αφοσίωσή σου
σε βάσανα – τα πότιζε εκείνη όταν στέρευαν
οι αφορμές και τα νερά τους.

ΠΤΩΣΙΣ: Αν ιδείς απ’ τα χέρια καθρέπτου συγγενούς σου
να πίπτει το είδωλόν σου μεγάλη γρουσουζιά
ταχύς ρυθμός θα σε βρει κι αλίμονες συγκρίσεις.

Μη λυπηθείς, διορθώνεται, θα πάμε να διαλέξεις
άλλο καινούργιο σθένος, όποιο σου αρέσει
όποιο σου μοιάζει πιο πολύ
υπάρχουν τόσοι δότες αντικατοπτρισμοί

ΤΗΛΕΓΡΑΦΕΙΟΝ: Αν βλέπεις πως στολίζεσαι σκυμμένη
πάνω σε αρυτίδωτη λιμνούλα ρολογιού
ότι φορά εκείνη τη ψηλοτάκουνη αγκαλιά σου
μεγάλως θα ταπεινωθεί το όνειρό σου-
σου στέλνει η λήθη προξενιό με το ξεχνιέσαι.

Μη λυπηθείς, διορθώνεται, θα πάμε να διαλέξεις
άλλο καινούργιο σθένος, όποιο σου αρέσει
όποιο σου μοιάζει πιο πολύ
υπάρχουν τόσοι δότες εφησυχασμοί.
Βλέπεις είναι δειλό το κάθε τέλος.
Κανένα δεν τολμά να έρθει με άδεια χέρια.
Κάθε φορά φέρνει μαζί του δώρο μιαν αρχή
καινούργια όποια της έλαχε να είναι πιο κοντά του
Δωροδοκίες.
Για να κάνει τα στραβά μάτια
το κάπως έτσι φεύγει η ζωή.

ΑΙΜΑ: αν ονειρεύεσαι, δικής σου ή παλιάς
πληγής ονείρου, γρήγορα θα επανασυνδεθείς
με αξιωματούχο εν ενεργεία χωρισμό – σε περιμένω

ΧΡΟΝΟΣ: Άμβωνα κρημνισθέντα πλησίον σου αν ιδείς
αχ, άφησε μες στη μέση τα μπάζα η υπομονή σου.

ΑΝΑΓΚΑΙΟΝ: (σωματικαί ανάγκαι και άλλαι) βλέπε
να επιστρέψεις. Εάν αναστενάζει το όνειρό σου
αχαριστίας θα λάβεις εκ μέρους της ελπίδας –
την έχεις μεγαλώσει εκ των στερήσεων σου

ΦΙΛΩ: Λόγια πικρά με το επακόλουθο
πρόκειται ν’ ανταλλάξεις. Κατά τα άλλα βλέπε
τη λέξη ΑΣΠΑΣΜΟΣ βλέπε και τελευταίος.

ΕΚΧΥΜΩΤΗΣ Εάν ακούς κατ’ όναρ επίμονα χτυπήματα
στην πόρτα σήκω ν’ ανοίξεις γρήγορα.
Κανενός λάθους η κρούση
δεν είναι όπως φοβάσαι όλη λάθος.
Μπορεί να είναι πάλι ο πόθος
άφραγκος που χτυπά
όμως μπορεί να ήρθε η αμοιβή του.

Όπως μας διαβεβαίωσαν τα όνειρα
η τωρινή ζωή μας είναι πρόσκαιρη
ανέχεια της δικής τους
ταμειακή δυσχέρεια που θα ξεπεραστεί.
Και επαλήθευσιν των λόγων τους
εάν ονειρευτείς
μακροζωία και αυτάρκεια θα δρέψουν
όλα τα όνειρά σου.

Διάβολε μου διέφυγε τελείως ν’ αφυπνίσω
πώς ερμηνεύεται ο έρωτας


 (ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ – ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ από τη συλλογή ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ) 



Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Μάσκα δεν έχω να γυρνώ....

Η λέξη μάσκα σε μας είναι δάνειο απο τα Ιταλικά.
Η Ιταλική λέξη  maschera σημαίνει το “προσωπείο”.  Το maschera παράγεται από το masca, το οποίο ακόμα και σήμερα στη διάλεκτο του Piemonte προσδιορίζει τη μάγισσα.
Κατα τους Deviz, Dozy, Mahn  το υστερολατινικό masca παράγεται από το αραβικό maskara (: γελωτοποιός).
Περισότερες πληροφορίες για την ιστορία της μάσκας/εδώ 

Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Οι Τελευταίοι (απόσπασμα)
  μιλάει ο Στέφανος:

 Αλήθεια, αν μπει κανείς, ξαφνικά, στο δωμάτιο θα μας
περάσει για θεατρίνους- η Κλυταιμνήστρα, ο Πυλάδης..
Εξάλλου μια σειρά από μάσκες κρέμονται στον τοίχο,
μάσκες που τις χρησιμοποιήσαμε
άλλοτε για ν' αρέσουμε ή να ωφεληθούμε
κι άλλοτε μονάχα από συνήθεια ή σαν την αυτόματη κίνηση
που κάνει κανείς
για να σωθείς από΄ να κίνδυνο-η μάσκα του ανδρείου,
του κυνικού, του αλαζόνα ή του σεμνού…
Όμως οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν, σαν τα τραγούδια
και τις γιορτές,
και τότε θα φανεί αυτό το ανύπαρχτο πρόσωπο που υπήρ-
ξαμε…

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - ΜΑΣΚΕΣ
Για να ‘μαι ευχάριστος σε όλους,
-κι ακόμα και στον εαυτό μου-
έκρυψα πάντοτες με
μάσκες
που μου αρέσουνε το πρόσωπο μου
κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
που τώρα πια να μη μπορώ
τ’ αληθινό το πρόσωπο μου
να πω ποιο είναι μήτ’ εγώ!
Έτσι, ο θάνατος σα θα ‘ρθει,
δε θα ‘ναι η στέρηση μεγάλη:
θ’ αφήσω μιαν ανυπαρξία
για να περάσω σε μιαν άλλη ….

Νικηφόρος Βυζαντινός-Μάσκες


Αχ, αυτες οι μασκες που κρυβουν, των ανθρωπων τις ψυχες
παντοτε ειναι ευθυμες και παντα γελαστες
τι κρυβουν απο πισω τους ποτε δεν θα το δεις
εκτος κι αν εχεις ορεξη να ψαξεις να το βρεις

Oσο πιο πλουσια και φανταχτερη
τοσο και πιοτερο θλιμμενη
ειναι η δυστυχη ψυχη,
που πισω της ειναι κρυμμενη.

ΑΚΟΥ !!!

Θελω για λιγο να σκεφτεις την μασκα πριν φορεσεις
καθε πρωι που θα ξυπνας, μεσα σε ψευτικες ανεσεις
τι ομορφος που θα δειχνες χωρις αυτο το πραμα
αν το πετουσες καποτε θα ηταν ενα θαμα.

Να μαθεις να σαι αληθινος στο διαβα της ζωης σου
κι ας ειναι οι αλλοι ψευτικοι και αδικοι μαζι σου
και αν θα σε πικρανουνε εσυ μην τους πειραξεις
και οταν εκεινοι σε χτυπουν Εσυ αγαπα τους....με πραξεις

Σκεψου λοιπον τα λογια μου, ακου με και θυμισου
ισως, για πρωτη σου φορα στην τοση δα ζωη σου
τη μασκα που χεις βγαλτηνε
για παντα απ΄τη ψυχη σου

Χαλίλ Γκιμπράν – “Ο Τρελός”

Με ρωτάς πως γίνηκα τρελός.
Να το πως: Μιά μέρα, καιρό, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί,
ξύπνησα από βαθύ έναν ύπνο κι ανακάλυψα πως όλες μου οι μάσκες είχαν κλεφτεί -
κι οι εφτά μάσκες που είχα φτιάξει και που είχα φθείρει μες σ' εφτά ζωές
- τότες έτρεξ' αμασκοφόρετος μεσ' από τους ανθρωπόβρυθους δρόμους κραυγάζοντας: «Κλέφτες, κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες».
Άντρες, γυναίκες, με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους, σκιαγμένοι από μένα.
Κι όταν εφτασα στην αγορά, ένας νιός σκαρφαλωμένος σε μια στέγη φώναξε:
«Είναι τρελός».
Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρίσω· ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά.
Για πρώτη φορά ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο
κι η ψυχή μου φλογίστηκε από αγάπη για τον Ήλιο, και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα.

Και σάμπως μέσα σ' έκσταση φώναξα: ..
"Ευλογημένοι , ευλογημένοι, οι κλέφτες που 'κλεψαv τις μάσκες μου».
Έτσι γίνηκα τρελός.
Καί βρήκα και τα δυό τους: λεφτεριά και σιγουριά, μέσα στην τρέλα μου'
τη λεφτεριά της μοναξιάς, τη σιγουριά της ακαταληψίας,
γιατί όποιοι μας καταλαβαίνουν σκλαβώνουν κάτι μέσα μας.
Μα, ας μην είμαι και τόσο υπερφίαλος για τη σιγουριά μου.
Ακόμα κι ένας κλέφτης, φυλακωμένος, είναι ασφαλισμένος από έναν άλλο κλέφτη.
...........
O TΡΕΛΟΣ - Οι παραβολές και τα ποιήματά του
Μετάφραση :Στάυρος Μελισσηνός
Φωτογραφία, ΑSSAF FRANK

"The Masks of Love" by Alden Nowlan.
I come in from a walk
With you
And they ask me
If it is raining.

I didn’t notice
But I’ll have to give them
The right answer
Or they’ll think I’m crazy.  
Οι μάσκες της Αγάπης -
Alden Nowlan
 Επιστρέφω από ένα περίπατο
Μαζί σου
Και με ρωτούν
Αν βρέχει.
Ούτε που πρόσεξα
Αλλά θα πρέπει να τους δώσω
Τη σωστή απάντηση
Αλλιώς θα με περάσουνε τρελλό.
Πίνακας, Elena Gualtierotti 
Φερνάντο Πεσσόα, [Έβγαλα τη μάσκα]
“Έβγαλα τη μάσκα και στον καθρέφτη κοιτάχτηκα.
Είδα το παιδί που ήμουν εδώ και πολύ καιρό…
Αυτό είναι το πλεονέκτημα
το να ξέρεις τη μάσκα να βγάζεις.
Είμαστε πάντα παιδιά,
το παρελθόν που ήταν το παιδί αυτό.
Είναι καλύτερα έτσι/ έτσι χωρίς μάσκα.
Γυρίζω πίσω στην προσωπικότητά μου,όπως στης γραμμής το τέλος.”
-Φερνάντο Πεσσόα, [Μάσκες]:
“Πόσες μάσκες, και πόσες άλλες
πάνω στο πρόσωπο της ψυχής μας φοράμε;
Άραγε, όταν γι αστείο η ψυχή τη μάσκα θελήσει να βγάλει
ξέρει  πως έτσι αφήνει το πρόσωπο γυμνό να φανεί;
Η μάσκα η πραγματική, δεν νιώθει τίποτα κάτω απ’ τη μάσκαΑλλά κοιτάζει μέσα απ’ αυτή με μάτια κρυμμένα.”

-Βαλερύ Λαρμπώ (1881-1957), “Η μάσκα”
“Γράφω φορώντας πάντα στο πρόσωπό μου μια μάσκα,
ναι, μια μακριά μάσκα, βενετσιάνικη, παλαιϊκή,
με στενό μέτωπο,
όμοια με λευκό μεταξωτό ρύγχος.
Κάθομαι στο τραπέζι και υψώνω το κεφάλι,
ατενίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
καταπρόσωπο, και μετά σε γωνία, παρατηρώ
την παιδική, κτηνώδικη κατατομή που αγαπώ.
Ω, αν ένας αναγνώστης, ο αδελφός μου, σ’ αυτόν
μιλώ μες απ’ τη χλωμή, γυαλιστερή μάσκα,
αν γινόταν να ‘ρθει και να φυτέψει ένα αργό,
βαρύ φιλί σ’ αυτό το στενό μέτωπο,
σ’ αυτό το πελιδνό μάγουλο,
για να προσδώσει στη μορφή μου όλο το βάρος
μιας άλλης μορφής, άδειας κι αυτής και μυρωμένης.”(Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης, εκδ. Καστανιώτης)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ,ΜΑΣΚΕΣ
Στον τελευταίο χορό μεταμφιεσμένων
καθένας θα ντυθεί το τολμηρότερο.
Εδώ τις έχω τις στολές
αναποφάσιστες:

Άγγλος αποικιοκράτης στην Ινδία
συγκλητικός του Κόμμοδου με πλήρη γούστα
λόρδος απρόσιτος σε ιπποδρομίες του Άσκοτ
κρουπιέρης μεγιστάνων στο Λας Βέγκας
ποιητής μιας ρίζας άδικης, ξεριζωμένης.

Αν όμως οι άποικοι ξεσηκωθούν;
Κι αν τα’ όργιο κλείσει μ’ εντολή σφαγής;
Τι πλήξη ο διαρκής θρίαμβος των αλόγων μου!
Πάντα θα παίζουνε και πάντα θα μοιράζω;
Και πώς να μου ριζώσει η ρίζα για καλά,
αν πρώτα δεν την κόψω από τη ρίζα;
Α μπα. Μ’ ό,τι φοράω θα πάω.
Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ
έναν εκ γενετής συνταξιούχο.


Προσωπίδες,Ν. Λαπαθιώτης,
Περιοδικό Μπουκέτο, 16-05-1929.

Βάναμε τις παλιές προσωπίδες, και πάμε, τραγουδώντας,
στο χορό.
Ένας πιερότος σου μιλεί. Γελάς.
Γνέφεις κρυφά σε κάποιον αρλεκίνο. Σου ρίχνει ένα μά-
τσο μενεξέδες.
Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά.

Ένας ιππότης κάτι ψιθυρίζει.
Καθώς περνάμε δίπλα στον μπουφέ, πέφτει μπροστά σου
ένα λευκό ρόδο. Δε μάθαμε ποτέ ποιος το’ χει ρίξει…
Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά…

Κάνει ζέστη…πετώ τη μάσκα.
Συ, όμως, δεν τη βγάζεις-τη φορείς.
Και τότε, ξαφνικά, χωρίς να θέλω,-γεννιέται πάλι, μέσα
μου, μια σκέψη: Νομίζω τη φορούσες από πάντα-νομίζω
δεν την έβγαλες ποτέ!
Η μάσκα που μου κρύβει τη μορφή σου βρίσκεται πιο πο-
λύ μες στην ψυχή σου…


Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο
μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά
και της σιωπής τον πλούτο

Bάρα καλή, βάρα γερή, μια ντουφεκιά ζαχαρωτή
κι άσε να νιώσει η γαλαρία του χαρτοπόλεμου τη βία

Σκουπίδι η σκέψη την πετώ, τη λογική απαρνιέμαι
μ’ ένα σαράκι αρμένικο για δρόμους που δε θέλησα
στις χαραυγές ξεχνιέμαι

Bάστα το νου, βάστα το νου να μην γκρινιάξει του καιρού
πού `φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα
Στίχοι:  
Θανάσης Παπακωνσταντίνου/
Μουσική:  
Θανάσης Παπακωνσταντίνου