Σελίδες

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή( Χρήστος Γιανναράς)

eros y psique,Louis Jean Francoise Lagrenée (1724-1805), francés.

Χρήστου Γιανναρᾶ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ


Ἐκδόσεις Δόμος

Χρήστος Γιανναράς
Ο Χρήστος Γιανναράς (Αθήνα, 10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόνη). Είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, είναι επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St. Vladimir's Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Σύνορο, που εξέδωσε δώδεκα τεύχη από το 1964 ως το 1967.
Διαβάστε περισότερα / ΕΔΩ
Eros, goddess of dawn, painting by Evelyn De Morgan (1850-1919),

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. 
Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.
Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. 

Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς.
 Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Romeo and Juliet, Artist Frank Dicksee(1884)

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς - τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του.
 Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.
Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. 
Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/8b/Eos_Memnon_Louvre_G115.jpg

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. 

Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. 

Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. 

Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

François Gérard (1770-1837)
Cupid Kissing Psyche (1798)
Musée du Louvre, Paris

2. MODULATIO

Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου
καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοὶ
ὁ ποιμαίνων ἐν κρίνοις.
ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. 
Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.
Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. 
Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.
Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος. Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.

Jordaens, Jakob: Amor und Psyche

5. INTERVALLUM

Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.
Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.
Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. 
Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.
Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι. Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. 
Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.
Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης.
Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;
Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων, ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;
Πάντως στὸν ἔρωτα συγκλίνει καὶ πληροῦται τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἑτερότητα, ἀποκαλύπτει τὸ ὑποκείμενο. Κορυφαῖο τάνυσμα τῆς ὕπαρξης, μίτος ἐξόδου ἀπὸ τὸ αἴνιγμα τῆς θνητότητας. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. 
Ὅταν κάποτε καταλυθεῖ ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὸ πλήρωμα τῆς σχέσης -σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντίσταση ἀτομικῆς αὐτονομίας- θὰ εἶναι τότε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἔρωτα; Ὁ βιολογικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος εἰσόδου στὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς;
Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου. Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης, ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.
Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος. Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.
Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου τῆς σχέσης.
Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε κάλλος. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται. Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.
Κάλλος τοῦ ἐρωμένου, ἐρώμενο κάλλος, κάλεσμα τῆς ζωῆς, κορυφαία πρόκληση. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴν κλήση ἡ φύση, ὁ περιπαιχτικὸς μορφασμὸς τοῦ θανάτου. Διψᾶμε τὸ κάλλος μὲ τὴν ἀδυσώπητη δίψα τῆς φύσης, τοῦ ἐνστίκτου, τῆς ὁρμῆς. Ἀναγκαιότητα τῆς φύσης νὰ ὑποτάξει τὴ ζωὴ στὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς της ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης.
Painting Name: Eros,Artist: William Bouguereau

COMMA

Υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί.
Ο ΕΡΩΤΑΣ δὲν ἔχει λογικὴ - μὲ ποιά λογικὴ προσεύχεται ὁ ἅγιος γιὰ τὰ ἑρπετὰ καὶ τοὺς δαίμονες; 
Λογικὴ ἔχει ἡ θρησκεία θωρακισμένη μὲ τὴν πανοπλία τοῦ νόμου. Λογικὴ καὶ νόμος τὰ ὅπλα τῆς θρησκείας, ὅπλα θωράκισης τοῦ ἐγώ.
Θρησκεία: οἱ ἀτομικὲς μεταφυσικὲς πεποιθήσεις. Ἡ ἀτομικὴ ἠθική. Ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γιὰ τὸν ἐξευμενισμὸ τοῦ θείου. Οἱ πεποιθήσεις λογικὰ ὀρθὲς γιὰ νὰ προσπορίζουν βεβαιότητα. Ἡ ἠθικὴ συμπεριφορὰ κατοχυρωμένη ἀπὸ τὸν νόμο γιὰ νὰ ἐξασφαλίζει ὑπόληψη καὶ κύρος. Ἡ λατρεία πληθωρικὰ συναισθηματική, ἐφαλτήριο ψυχολογικῆς εὐεξίας.
Ὁ ἔρωτας ἀρχίζει ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν τέτοιες θωρακίσεις τοῦ ἐγώ. Ὅταν ὁ Ἄλλος ἐνδιαφέρει περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἴδια μας τὴν ἐπιβίωση. Περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ὅποια δικαίωση, τὴν ἐφήμερη ἢ αἰώνια ἐξασφάλιση. Ἑτοιμότητα ἀποδοχῆς καὶ τῆς αἰώνιας ἀκόμα καταδίκης γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου ἢ τῶν ἀγαπημένων: εἶναι τὸ σημεῖο ἀναγνώρισης τοῦ ἔρωτα, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ηὐχόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται (Ρωμ. 9,3).
Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐρωτικὸς ἄνθρωπος σαρκώνει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος τὸν τρόπο τοῦ θανάτου. Ἀποκαλυπτικὴ εἰκόνα τῆς διαστολῆς: ἡ ἀντιπαράθεση τῆς πόρνης ποὺ πλένει μὲ μύρα τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ περίγυρου ποὺ διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ μύρου (Ματθ. 26,6-14- Μάρκ. 14,3-9-Λουκ. 7,36-50). Ἔρως καὶ θάνατος σὲ ὑποδειγματικὴ ἀναμέτρηση.
Venus and Mercuty Present Eros and Anteros to Jupiter,Artist: Paolo Veronese
Ἡ μετάνοια τῆς πόρνης - πράξη ἀπροσχημάτιστα ἐρωτική: Ἀγοράζει τὸ πολυτιμότερο μύρο, δίχως φειδὼ καὶ μέτρο. Χύνει σπάταλα τὸ μύρο καὶ κρουνοὺς δακρύων, γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. 
Λύνει ποτάμι τὰ μαλλιά της γιὰ νὰ τὰ σφουγγίσει. Τέτοια παραφορὰ ἀπροκάλυπτου ἔρωτα, κι ὁ θρησκευτικὸς περίγυρος τυφλός, ἄσχετος: μετράει τὴν πράξη μὲ τὸ μέτρο τῆς ἠθικῆς ἀποτελεσματικότητας. Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μῦρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. Ἡ πόρνη ἀγαπάει σπάταλα καὶ ἀπερίσκεπτα, δίχως νόμο καὶ λογική.
 Ὁ θρησκευτικὸς περίγυρος μετράει τὴ λογικὴ σκοπιμότητα τῆς πράξης καὶ τὸ ποσοστὸ τῆς ἠθικῆς ὠφελιμότητας.
Τὸν θρησκευτικὸ περίγυρο -τὸν ἄνθρωπο τοῦ νόμου- δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί. Τὸν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, μετρητὴ σὰν ἀτομικὴ ἀξιομισθία, εἴσπραξη κέρδους ἀπὸ τὸν Θεῖο Ἀνταποδότη. Ἴσως μόνο σὰν ἀνταποδότη νὰ χρειάζεται τὸν Θεό, μόνο γιᾲ τὴν ἀτομική του δικαίωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ παραφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ εἶναι ἀδιανόητη, ἔτσι ποὺ ξεφύγει ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς συναλλαγῆς.
Ἡ πόρνη δὲν ζητάει τίποτα. Δὲν προσφέρει μετάνοια γιὰ νὰ εἰσπράξει δικαίωση. Δὲν ἀποβλέπει στὴ συναλλαγή. Οὔτε σπεύδει σὲ ὑποσχέσεις συμμόρφωσης μὲ τὸν νόμο. Μόνο προσφέρει. Αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι. 
Ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε (Μάρκ. 14,8). Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως ἐκτεθεῖ ἢ μήπως ἐκθέσει. Μὲ τὴν παραφορὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς αὐταπάρνησης. Ὅτι ἠγάπησε πολὺ (Λουκ. 7,47).
Ἡ σιωπὴ τῆς εὐαγγελικῆς πόρνης εἶναι ἡ κατάλυση τοῦ νόμου, ἡ ἀχρήστευση τῆς λογικῆς. Εἶναι ἡ σιωπὴ τοῦ ἔρωτα ποὺ μιλάει μόνο μὲ αὐτὸ ποὺ δίνει, δίχως νὰ νοιάζεται γιὰ τὸν ἀπόηχο τῆς ἀντιπαροχῆς. Ἡ ψυχή μας, ὅπως καὶ κάθε πόρνη, δὲ μπορεῖ νὰ ἐρωτευθεῖ ὅσο εἶναι σαγηνεμένη ἀπὸ ἐφήμερες ἀποσπασματικὲς ἱκανοποιήσεις - τὴ φλυαρία τῆς λογικῆς, τὴ σιγουριὰ τῆς ἀμοιβῆς ποὺ παρέχει ὁ νόμος.
Ὁ ἔρωτας γεννιέται, ὅταν «ἐξαίφνης» γίνει φανερὴ στὸν ἄνθρωπο ἡ ματαιότητα τῆς πορνικῆς συναλλαγῆς. Ματαιότητα τῶν ἀξιομισθιῶν, τῶν ἀρετῶν μας, τοῦ καλοῦ μας ὀνόματος, θησαυρισμάτων ποὺ ἀποδείχνονται ἀνίκανα νὰ ἀναιρέσουν τὸν θάνατο. Ὁ ἔρωτας γεννιέται, ὅταν «ἐξαίφνης» ἀναλάμψει μοναδικὴ ἐλπίδα ζωῆς ὁ ἀνιστῶν τοὺς νεκρούς. Πρέπει νὰ διαβεῖς τὸν θάνατο γιὰ νὰ φτάσεις στὸν ἔρωτα.
Γιὰ τὸν θρησκευτικὸ περίγυρο -τὸν ἄνθρωπο τοῦ νόμου- ἡ λέξη ἔρωτας ἔχει μόνο τὸ νόημα τῆς παράβασης, τῆς ἀθέτησης ἐντολῶν. Κατάφαση στὸν ἔρωτα σημαίνει κατάφαση στὴν παρεκτροπή, στὴν παρανομία. Ὅλα μετρημένα μόνο μὲ τὴ λογικὴ τοῦ νόμου. Πότε ἐπιτρέπεται ὁ ἔρωτας, καὶ τί ἀκριβῶς ἐπιτρέπεται -ποιές οἱ ἀπαγορεύσεις πρὶν ἀπὸ τὸν γάμο καὶ μέσα στὸν γάμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο. Ἄγχος καὶ βασανισμὸς τῶν θρησκευτικῶν ἀνθρώπων σὲ ὅλα τὰ γεωγραφικὰ μήκη καὶ πλάτη. Λογικὴ τοῦ ἐγώ, ἀσύμπτωτη μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἔρωτα: Ὅταν ὅλα ἐπιτρέπονται, δὲν θυσιάζεις τίποτα, δὲν διακινδυνεύεις τίποτα, ἄρα ἀποκλείεται νὰ ἐρωτευθεῖς. 
Ἂν μείνεις πιστὸς στὴν ἀπαγόρευση, πάλι τὸ ἐγὼ δὲν ραγίζει, ἡ θωράκισή του δὲν συντρίβεται, ἄρα εἶσαι καὶ πάλι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
Πτώσεις καὶ συντριμμοί, ταπεινώσεις καὶ ἀθλιότητα, ἄμετρο ἀπελπισμοί. Γιὰ νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὸν φωτισμὸ τῆς διάκρισης τοῦ πραγματικοῦ ἀπὸ τὸ φαντασιῶδες. Νὰ κερδίσει τὴν ἀθωότητα τῶν ὡρίμων, ποὺ ἐπιτρέπει τὴ θέαση τῶν μή-ὁρωμένων.

Amor and Psyche - detail by Antonio Canova, 1786-1793

"The Victory Of Eros" 1750,Artist:Angelica Kauffmann.


Eros" 1750,Artist:Angelica Kauffmann.

Χρήστου Γιανναρᾶ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ
Πλήρης αναφορά/εδώ

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

"Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" Alain de Botton

ΜΙΚΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

“Το κακό με την ευτυχία είναι ότι, επειδή σπανίζει τόσο, καταλήγει να μας γεμίζει με τρόμο και άγχος όταν τη δούμε να έρχεται.”

Alain de Botton
 Η "Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" είναι ένα πρωτότυπο ερωτικό μυθιστόρημα που περιγράφει με χαριτωμένο τρόπο το πώς ζούμε κι ερωτευόμαστε σήμερα. Περνώντας από τον Αριστοτέλη στον Βιτγκενστάιν και στον Γκράουτσο Μαρξ, και από την Ιστορία στη θρησκεία, ο Βρετανός συγγραφέας Αλαίν ντε Μποττόν χαρτογραφεί την πορεία μιας ερωτικής σχέσης από το πρώτο φιλί ως τους καβγάδες και τη συμφιλίωση, από την οικειότητα και την τρυφερότητα ως την απομάκρυνση, την αγωνία και την πίκρα του χωρισμού.
Η "Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" εξετάζει με σύγχρονο βλέμμα τα πανάρχαια διλήμματα της καρδιάς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ALAIN DE BOTTON: ΜΙΚΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ(αποσπάσματα)

Το ότι ερωτευόμαστε τόσο απότομα οφείλεται μάλλον στο ότι η διάθεση για έρωτα έχει εκδηλωθεί πριν δούμε το προσφιλές πρόσωπο – η ανάγκη επινοεί τη λύση της.
Η εμφάνιση του προσφιλούς προσώπου δεν είναι παρά το δεύτερο στάδιο στην προγενέστερη ανάγκη να ερωτευτούμε.
Η ερωτική μας πείνα αρπάζεται από τα δικά του χαρακτηριστικά και η λαχτάρα μας στερεοποιείται πάνω του.


 “Όσο ανυπόφορο κι αν μου φαινόταν, το παραδεχόμουν ότι μερικά πράγματα ήταν αναγκαίο να παραμένουν ανείπωτα. Ελκυστικότεροι δεν είναι εκείνοι που μας επιτρέπουν να τους φιλήσουμε αμέσως [σύντομα νιώθουμε αγνώμονες] ή όσοι δε μας επιτρέπουν ποτέ να τους φιλήσουμε [σύντομα τους ξεχνάμε], αλλά αυτοί που μας οδηγούν συνεσταλμένα ανάμεσα στα δύο άκρα.”

 “Αντικειμενικά, δεν ήταν ανήκουστο, αλλά για κάποιο λόγο την είχα ερωτευτεί, παραβλέποντας την πιθανότητα να είναι τα αισθήματά μας αμοιβαία. Και δεν ήταν οπωσδήποτε δυσάρεστο, απλώς δεν το είχα συνυπολογίσει∙ ως τότε το έβλεπα κυρίως από τη σκοπιά ότι την είχα ερωτευτεί εγώ κι όχι εκείνη εμένα. 

Το ότι, σε γενικές γραμμές, εστίαζα στο πρώτο οφειλόταν μάλλον στο ότι να σε ερωτεύονται είναι πάντα πιο σύνθετο: είναι ευκολότερο να προσπαθείς να εμπνεύσεις τον έρωτα παρά να ενδίδεις, ευκολότερα δίνεις παρά παίρνεις.”
**********
 “Δε θυμώνουμε μ’ ένα γαϊδούρι επειδή δεν μπορεί να τραγουδήσει, διότι εκ φύσεως είναι ικανό μόνο να γκαρίζει.
Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν είναι δυνατόν να κατηγορούμε κάποιον επειδή είναι ή δεν είναι ερωτευμένος μαζί μας, διότι δεν το επιλέγει και άρα δεν ευθύνεται γι’ αυτό -με τη διαφορά ότι η ερωτική απόρριψη χωνεύεται πιο δύσκολα από την απογοήτευσή μας που το γαϊδούρι δεν μπορεί να τραγουδήσει, επειδή εκείνον που μας απορρίπτει τον είδαμε κάποτε ερωτευμένο μαζί μας.

 Έστω, λοιπόν, κι αν συγχωρούμε σχετικά εύκολα το γαϊδούρι που δεν μπορεί να τραγουδήσει, είμαστε βέβαιοι ότι το προσφιλές πρόσωπο ήταν ερωτευμένο μαζί μας, ίσως μάλιστα πριν από ελάχιστο διάστημα και, επομένως, ακόμη κι αν λέει αλήθεια, ο ισχυρισμός Δεν είμαι σε θέση πια να νιώθω έρωτα για ‘σένα δεν μπορεί παρά να μας κάθεται στο λαιμό.”
**********
«Συνήθως υπάρχει κάποια στιγμή μαρξισμού στις περισσότερες σχέσεις (το σημείο στο οποίο γίνεται σαφές ότι ο έρωτας ανταποδίδεται) και η έκβαση της εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος που τρέφει καθένας για τον εαυτό του».

« …Τι έκανα και μου αξίζει έρωτας; Ρωτά ο ταπεινός΄ δεν μπορεί να έκανα κάτι. Τι έκανα και μου στερήθηκε ο έρωτας; Διαμαρτύρεται ο προδομένος, διεκδικώντας αλαζονικά την κτήση του δώρου που δεν δίνεται ποτέ από οφειλή. Και στα δύο ερωτήματα, αυτός που (καλείται να) προσφέρει τον έρωτα μπορεί μόνο να απαντήσει: Επειδή είσαι εσύ – απάντηση που ωθεί τον άλλο να αμφιταλαντεύεται επικίνδυνα και απρόβλεπτα μεταξύ μεγαλείου και κατάθλιψης.»
«Σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουαιλντ, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, απαιτείται να θριαμβεύσει η ελπίδα επί της αυτογνωσίας. Ερωτευόμαστε ελπίζοντας ότι δεν θα βρούμε στον άλλο όσα γνωρίζουμε ότι ενυπάρχουν σε μας: τη δειλία, την αδυναμία, την οκνηρία, την ανειλικρίνεια, τους συμβιβασμούς, την ωμή βλακεία. 

Κυκλώνουμε σε ένα ερωτικό σιρίτι τον καλό μας ή την καλή μας, και αποφασίζουμε πως, κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, ότι περικλείεται από αυτό δεν θα βαρύνεται από τα δικά μας ελαττώματα και άρα θα είναι αξιέραστο. Βρίσκουμε στο προσφιλές μας πρόσωπο μια τελειότητα που αδυνατούμε να την διακρίνουμε στον εαυτό μας και ελπίζουμε ότι, μέσω της ένωσης μας μαζί του, κάπως θα γίνει και θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε (παρά τις αντενδείξεις της αυτογνωσίας μας) μια έστω επισφαλή πίστη στο ανθρώπινο γένος.»
                                       **********
 «Στα χρονικά της ιατρικής αναφέρεται η περίπτωση κάποιου που ζούσε με την πολύ παράξενη πεποίθηση ότι ήταν τηγανιτό αυγό. Κανείς δεν ήξερε πως ακριβώς του είχε κολλήσει αυτή η ιδέα, πάντως αρνιόταν ακόμα και να καθίσει από το φόβο ότι θα «έσπαγε» και θα «χυνόταν ο κρόκος».
 «Οι γιατροί του δοκίμασαν να κατευνάσουν τους φόβους του με ηρεμιστικά και άλλα φάρμακα, μα τίποτα δε φαινόταν να αποδίδει. Τελικά, ένας από αυτούς έκανε τον κόπο να μπει στη σκέψη του φαντασιόπληκτου ασθενούς, και του πρότεινε να έχει πάντα μαζί του μια φέτα ψωμί και να τη βάζει πάνω στην καρέκλα στην οποία θα καθόταν για να φυλάγεται. Από τότε και στο εξής ο αλλοπαρμένος κυκλοφορούσε μονίμως με μια φέτα ψωμί και κατάφερε να ζήσει μια ζωή λίγο πολύ φυσιολογική.»
 
«Τι σημαίνει αυτό το ανέκδοτο; Απλώς δείχνει ότι ακόμη και αν ζούμε σε μια χίμαιρα (τον έρωτα, την πεποίθηση ότι είμαστε αυγό), αρκεί να βρούμε το συμπληρωματικό της (ένα άλλο πρόσωπο που να τελεί υπό την ίδια πλάνη, μια φέτα ψωμί) και ίσως όλα να πάνε κατ’ ευχήν.
ΟΙ αυταπάτες δεν είναι επιζήμιες καθ’εαυτόν, βλάπτουν μόνο όταν ο πάσχων είναι ο μόνος που τις αποδέχεται, όταν αδυνατεί να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον.  
Στο βαθμό που εγώ και η Χλόη μπορούσαμε να διατηρήσουμε την πίστη μας σε αυτή την απείρως επισφαλή σαπουνόφουσκα που είναι ο έρωτας, τι σημασία είχε αν η άμαξα ήταν όντως κόκκινη;»
Πληροφορίες για τον συγγραφέα  / ΕΔΩ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BD_%CE%BD%CF%84%CE%B5_%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%84%CF%8C%CE%BD

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Άντον Τσέχωφ: Νύχτα Χριστουγέννων


Ρώσικες χριστουγεννιάτικες ιστορίες- Συλλογή διηγημάτων Ρώσων κλασικών συγγραφέων 

Άντον Τσέχωφ: Νύχτα Χριστουγέννων


 Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρονών, με πρόσωπο απίστευτα χλωμό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα. Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.

Κοιτούσε πέρα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυνατά...

«Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;» σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.

 Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, πέντε, δέκα ή και περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. 

Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά.

Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε. 

Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. 

Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπνάει;

Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξινίλα.

«Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!» ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.

 Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.

«Εγώ, Ντενίς...»

Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.

«Εσείς είστε, αρχόντισσα Ναταλία Σεργκέγεβνα;» ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. «Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυρίστε σπίτι, μητερούλα!»

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλάμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.

«Έζησες κι εσύ, γριά», είπε απευθυνόμενος στο κενό, «στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη, είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του Θεού!»

«Μα, ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκο!»

«Θέλημα Θεού! 

Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει.

Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς.

Μην κλαις, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα...»

«Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;» ρώτησε η Ναταλία Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.

Ποιος να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθες, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»

«Κάποιος περπατάει στον πάγο!» είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.

Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.

«Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν έρχεται», είπε. «Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!» φώναξε ο Ντενίς. «Κάθεσαι;»

«Κάθομαι, παππού!» ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.

«Πονάς;»

«Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!».

Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. 
Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι. 
Κάτι περίμενε κι αυτός από τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.

«Πονάει ο χαζούλης μας!» είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. «Το πόδι του πονάει, του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα...».

Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.

«Άντε, Πετράκη!» είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. «Πα 'νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»

«Το νιώθω!» μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.

«Τι νιώθεις, χαζούλη;» «Ο πάγος έσπασε». «Πώς το νιώθεις;»

«Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός. Καμιά δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».

Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.

 Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλομής γυναίκας.
Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. 
Μέσα από το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους — ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.
«Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;»
Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων.
Ο χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
«Ναι, βέβαια!» είπε ο Ντενίς. «Σπάει!»
 Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
«Μπορεί να είναι ο άνεμος!» είπε. «Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;»
«Είναι θέλημα Θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία...»
Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
«Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχισμένο... Γελούσε η χλομή γυναίκα. 
Ο Ντενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
 Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Όχι μακριά από την ακτή, ακούστηκε το πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.

 Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
«Πρέπει ν' ανεβούμε απάνω!» φώναξε ο Ντενίς. «Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα! Ο Θεός το ήθελε!»
Ο Ντενίς πλησίασε τη Ναταλία Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα...

«Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέσκο αίμα.
Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα, και τα χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν... Τώρα, καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέβει την ψηλή σκάλα...

Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα...
«Εγώ είμαι, Νατάσα... Μη φοβάσαι!» είπε ο άντρας.

 Η Ναταλία Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. 
Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
«Να χαίρεσαι, Νατάσα!» είπε. «Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνίγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σένα... και ήρθα...»
Ψεύδιζε, κι εκείνη, κατάχλομη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε...
«Πώς μούσκεψες έτσι, πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του...
Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο... Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία...

 Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει. 
Με πρόσωπο παραμορφωμένο από απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. 
Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. 
Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει...
«Λυπάσαι που δε με σκέπασε το χιόνι, που δε με πλάκωσαν οι πάγοι!» ψιθύρισε.
Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
«Ας γίνει το δικό σου, λοιπόν!» είπε.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
«Για πού το 'βαλες;» τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
«Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ... Οι πεθαμένοι δεν πονάνε...»

Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς. «Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτό που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!»
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και η βάρκα, σκοντάφτοντας πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
«Τράβα κουπί, Πετράκη, δώσ' του!» είπε ο Λιτβίνοφ. «Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!».
  Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η Νατάσα του,  εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
«Γύρνα πίσω!» άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία. «Γύρνα!»
Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά... Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.
«Γύρνα!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη. Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου: «Γύρνα».

«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.

Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια...
Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε «γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός και καυτός... 
Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα κουπιά. 
Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο...
 Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλομή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»

Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της...