Σελίδες

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Γιάννης Βαρβέρης -Ποιήματα



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΣΤΗΝΕΤΑΙ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ(1955-2011)
Το ποιητικό μου έργο διακρίνεται από ασυνέχειες καθώς τα βιώματα αλλάζουν και οι διαθέσεις μεταμορφώνονται, μια μονόχορδη φωνή είναι πληκτική…

Όταν περνά η σεισμική ώρα της ιδέας και δεν έχω ολοκληρώσει το ποίημα, μου δίνεται η εντύπωση ότι όλα έχουν τελειώσει, πετάω τα χειρόγραφα, τα παρατάω βιαστικά και επιπόλαια…

Οι συνθήκες γραφής που τηρώ είναι οι εξής: ξεκούραστος, ξυρισμένος και μόνος στο δωμάτιό μου. Γράφω με το χέρι, δεν έχω υπολογιστή, πράγμα που σημαίνει γήρας κι ελευθερία μαζί…

Πολλές φορές οι ήρωες που παρεμβαίνουν στη ζωή μου είναι όσοι έχουν αποδημήσει, αυτοί θέλουν τη στήριξή μας, στις γιορτές θα πρέπει να συνεορτάζουμε και τους συνωνόματους πεθαμένους…

Αρκετά ποιήματά μου μοιάζουν με θεατρικούς μονολόγους μόνο που τους λείπει η απάντηση, αν είχα την απάντηση θα έγραφα θέατρο…

Τη χαρά τη ζω, γράφω τις θλίψεις μου…
Το γράψιμο είναι βάσανο χάριτι θεία…
ΠΗΓΗ
Βιογραφικό του Γιάννη Βαρβέρη /ΕΔΩ
Ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη
Το γράμμα- Γιάννης Βαρβέρης
Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις 
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις 
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
η αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι η φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.

Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου. 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ-TO ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ' εμένα
και στο σώμα σου.

Γιάννης Βαρβέρης: Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς


Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα. 
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. 
– Είσαι καλά; Του λέω.
- Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι. 
– Άντε, στην υγειά σου, είπε. 
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. 
– Δεν πίνεις; Ρώτησα. 
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω....

Γιάννης Βαρβέρης Παίζουμε τους ζωντανούς; 
 Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου.
 Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο μ’ αγκαλιάζω μέ φιλάω 
είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου 
το Σάββατο θα πάμε σινεμά 
την Κυριακή θα φάμε έξω 
και σε σφίγγω στη σκιά μου
 αυτήν που έχω στους πνεύμονες 
και δε θα σε προλάβουν
 μονάχα μην υποπτευθείς 
 γι’ αυτό
 ανάβω και τσιγάρο:
 -Μπαμπά, πάλι τσιγάρο; 
μ’ ακούω να λέω 
αλλά δεν ξέρω πια 
ποιος απ’ τους δυο 
καπνίζει και ποιος κλαίει.
Άκυρο θαύμα (1996): Ποιήματα, τόμος Α΄: 1975-1996, Αθήνα, Κέδρος, 2000, 393.
Λίγο πριν -Γιάννης Βαρβέρης
Πριν βρέξει οι γάτες απορούν ως μιαν ανάσα
τα υπόστεγα μιλούν για τη βροχή
πήδος στον τσίγκο πήδος στην ταράτσα
λουφάζει η γάτα πριν σαλτάρει
σ’ άλλα παλιοσίδερα.
Αγκάλιασε τον κούκλο της η Ελβίρα
πάνω απ’ το τούλι απλώνεται λουλάκι ως πέρα
στο δώμα ξέμεινε μικρό κουνούπι λίγο να τρομάζει
σαλεύει το χεράκι και ραγίζει έν άρωμα.
Με τη βροχή με το νερό
οι φτωχοί κούμπωσαν την προσευχή στον κόρφο
και σβήσανε σαν τα χαμόγελα

Πιάνο Βυθού -Γιάννης Βαρβέρης
Αυτές οι νότες
που σας στέλνω με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυo
ως κάτω στον βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.
Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.
το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.
Γιάννης Βαρβέρης, από τη συλλογή ''Πιάνο βυθού ''(1991)
ΠΗΓΗ
Γιάννης Βαρβέρης-Νεκρή φύση σε κήπο
Απο τη συλλογη ''Πιάνο Βυθού''
Έχω βρεθεί όπως όλοι μας
σε πάμπολλα ξενοδοχεία.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο
κατευθύνομαι προς το μπαλκόνι
για να δω πού βλέπει:
σε κτίρια στο σταθμό ή στη θάλασσα
σ' ένα φουγάρο τέλος πάντων
ή σ' ένα βουνό
σε μιαν απώτατη αφορμή για ποίημα.

Όμως απόψε το δωμάτιο έβλεπε
σε κήπο. Με όλο λουλούδια
γαλάζια, μωβ, άσπρα και κίτρινα
και πίσω δέντρα
ανοιχτά πράσινα και σκούρα δέντρα.
Έσκυψα μήπως δω
κάτι οτιδήποτε άλλο· όμως παντού
λουλούδια, δέντρα και λουλούδια.

Κι ήταν αυτό
ένα ρίγος αγαλλίασης
ή φρίκης
σαν εγώ να βρισκόμουνα μέσα σε ποίημα
άλλου.
Μεταγγιζόμενη μελαγχολία- Γιάννης Βαρβέρης
                       Στην αθόρυβη μνήμη 
Ξημερώματα
με βασανίζει, μεταγγιζόμενη,
η μελαγχολία.
Θλίψη αν το θες.


Να λοιπόν που οι ποιητές
-αν δεν έχουν Νόμπελ
ή ένα Λένιν βρε αδελφέ
ή άλλα εύσημα φίλων-
ξεχνιούνται.
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι - Γιάννης Βαρβέρης
Μεγαλώσαμε και είμαστε
πολύ πικραμένοι.

Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
μια πλήξη πια
υγιείς εμείς
μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.

Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
Εχομε τόσα
που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.

Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
μάς παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε
ποθούσε τη σοφία.

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
πικραμένοι.

Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.


Το ηλιακό ρολόι, Γιάννης Βαρβέρης
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.

Μόνο τη νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.

Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν τη ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.

Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεταιεν τη ρωτάς ποτέ
(από τη συλλογή ''Ο κύριος Φογκ'')

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Β' 2001-2013 (ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ)
Περί του αντιθέτου
Σ’ αγάπησε, μου λες, πολύ
ποτέ σου δεν σε απάτησε, βεβαιώνεις.

Έχω στοιχεία
αλλά το πιο ισχυρό
είναι πως πρέπει να σ’ αφήσω ερωτευμένη.

Πρωθύστερο, Ι
Όταν μπορώ
χωρίς να σε ρωτήσω
πετάω πράγματα
μικρή αξίας
που κάποτε θα σε θυμίζουν.
Έτσι κι αλλιώς
εφόσον ζεις
αν σου ‘λεγα το λόγο
θα ‘χες συμφωνήσει.

Καμένα αρχεία
Αν έρθει η ώρα
τα χρόνια που έχεις κρύψει
στην ταυτότητα
θ’ απαιτήσω
να τα ζήσεις.

Ενοχή
Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος 
που μας κοροϊδεύει.
Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας
τις ακτίνες του.
Πόσο επαίσχυντα ωραίοι
όταν τραβάμε το σύρτη.
Και μένουμε άφωτοι 
ο ένας απέναντι στον άλλον.

Επιστροφή 
Άκυρα γράμματα
σκληρά ταχυδρομεία.
Τα χρόνια που έλειψες 
δεν ξέρεις ποιοι γεράσανε
και ποιοι γεράσαν.
Τους έκλαψες ερήμην
όλους ανεξαίρετα.
Στα ξένα όλοι μπερδεύονται
και πιο πολύ
η νοσταλγία με το πένθος.

Τώρα που γύρισες 
για όποιους δεν βρεις
θλίψη δεν έχεις.
Τους έχεις κλάψει
μ’ όση χαρά δεν έχεις 
για όσους βρήκες.
Τα μάτια των δολοφόνων- Γιάννης Βαρβέρης
Μετά το έγκλημα
έχουν οι δολοφόνοι
τα πιο αθώα μάτια.

Έκπληκτοι μπρος απ’ τα πολύχρωμα γλυκά
εκστατικοί στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν
στα λαϊκά μελό 4-6
δακρυσμένοι.
Ντρέπονται για το ύψος τους στους δρόμους 
βυθίζουν με μανία τα χέρια
στις ρηχές τσέπες του πέτσινου
πάνε γωνιά γωνιά μη και μας σπρώξουν.

Αν ήταν δυνατό από μια μεριά
να δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:
Με λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό
σαν πιπίλα που γλίστρησε αργά.
Αλίμονο σ’ εμάς
με τη σκανδάλη στα μάτια.

Η αλχημεία του προσώπου -Γιάννης Βαρβέρης 
Οι θλίψεις πρέπει να σιωπούν
όταν σταλάζει μέσα μας ο βαρύς όρκος.
Η πορεία προς τους ξένους κοιτώνες 
είναι καθήκον των ψυχών
στο μικρό τους θάνατο.
Ώρα την ώρα
αλλοιώνονται τα πρόσωπα
τα μέλη αφυδατώνονται
προβάλλονται στο επίπεδο του απείρου
κι επιστρέφουν τιμωροί θεοί
με τη δικαιοσύνη
και τη μοναξιά.

Θυμάμαι τότε
όλους τους άκλαυτους 
κείνους που έπεσαν πάνω στις λέξεις
με ορμή
και στράγγιξαν σ’ αυτές
ως που να σπάσουν.

Ε.Λ.


30/6/2011
Σίμων ο Κυρηναίος

Σίμωνα Κυρηναίε
δε θέλουμε βοήθεια
μη μας σηκώσεις το σταυρό
ολόκληρο το διεκδικούμε το μαρτύριο
είναι βαρύτερες για μας
οι αγαθές προθέσεις.

Ιωσήφ
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή»·
γιατί
θα ’ταν για μένα μια ήσυχη, άσημη ζωή
αν έχτιζα σαν ξυλουργός
μιαν οικογένεια του καιρού μου
κάποτε να χαρούν οι κόποι μου
παιδιά κι εγγόνια
κι αυτά με τη σειρά τους
την τίμια λήθη του θανάτου μου.

Όμως αλίμονο
μνήμη κομπάρσου στο θείο θαύμα
κοντά σε μια γυναίκα
που ποτέ της δεν
ερήμην μου κι ερήμην της κατέληξα
θύμα θολό, μάρτυς αμήχανος
ανάμεσα στην ύψιστη τιμή
και στη βαρύτερη ανδρική ταπείνωση.

Γολγοθάς
Εδώ απ’ το ίσιωμα
σας βλέπουμε και σας πονάμε
χρόνια και χρόνια ν’ ανεβαίνετε.
Κι όσο ανεβαίνετε
τόσο από το σταυρό
η απόστασή σας μεγαλώνει
μα κι η χαρά
για την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.

Εκεί απ’ την ανηφόρα
ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε
που ανεβαίνουμε
σχεδόν γενναίοι
στο πιο απόκρημνο ίσιωμα
δίχως σταυρό
και δίχως λόφο.
Από τη συλλογή, «Ο Άνθρωπος Μόνος», Αθήνα 2009, Κέδρος.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Ο χαρταετός στην ποιήση και τη ζωγραφική

Χαρταετός – Η ιστορία του
Ο ουρανός την Καθαρά Δευτέρα γεμίζει από χαρταετούς. Πολύχρωμοι και πολυγωνικοί, με τις φουντωτές ναζιάρικες ουρές τους, υψώνονται στον ουρανό σαν προάγγελοι της Άνοιξης και βέβαια ως ένδειξη του τέλους της Αποκριάς.
Ο χαρταετός, παιχνίδι για μικρούς και μεγάλους και απαραίτητο συστατικό της Καθαρής Δευτέρας, φαίνεται πως άνοιξε τα πολύχρωμα φτερά του πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, περίπου στα 1.000 π.Χ.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονική στιγμή και η τοποθεσία, που ο πρώτος χαρταετός ανέβηκε στον ουρανό, όμως πιθανότατα οι Κινέζοι έκαναν την αρχή με μια κατασκευή που αντέγραφε τη μορφή των πουλιών. 
 Από τις αρχές του κόσμου ο άνθρωπος ονειρευόταν να πετάξει σαν τα πουλιά – ένα όνειρο που φαίνεται σε γραπτά και εικόνες που χρονολογούνται από το 500 π.Χ. Οι χαρταετοί, λοιπόν, έκαναν την εμφάνιση τους στην Κίνα πριν από 3.000 χρόνια. Εκεί ήταν διαθέσιμα και τα κατάλληλα υλικά για την κατασκευή τους: καλάμια bambou για το πλαίσιο και μετάξι για το πανί και την ουρά.  

Με αφετηρία την Άπω Ανατολή ο χαρταετός πέρασε τη δική του «Οδύσσεια» ακολουθώντας αρχαίες διαδρομές και υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις ηπείρους, αποκτώντας νέες μορφές και δημιουργώντας μύθους, καθώς έκανε την εμφάνισή του στους διάφορους πολιτισμούς. 
Οι ανατολικοί λαοί τους έδωσαν ζωντανές μορφές (ψάρια, πουλιά, δράκοντες κ.λπ.). Άλλοι έδεναν σ’ αυτούς (γραμμένες πάνω σε μικρότερο χαρτί) τις αρρώστιες και τις συμφορές και τις άφηναν να φύγουν μακριά, άλλοι έστελναν προς τα επάνω τις ευχές και τις επιθυμίες τους, και άλλοι προσάρμοζαν μικρές φλογέρες στο κεφάλι του αετού, για να σφυρίζουν και να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Τέλος, άλλοι σήκωναν ομαδικά τους αετούς, σαν προσευχή στον ουρανό και έψαλλαν ύμνους.

Στην  ελληνική αρχαιότητα, τον 4ο  αιώνα  π.Χ., ο  μαθηματικός  και  αρχιμηχανικός  Αρχύτας  (440-360 π.Χ.), από  τον  Τάραντα  της  Νότιας  Ιταλίας, καλός  φίλος  του  Πλάτωνα  και  οπαδός  του  Πυθαγόρα, χρησιμοποίησε  στην  αεροδυναμική  του  τον  χαρταετό  και  λέγεται  ότι  ήταν  ο  εφευρέτης  του. Παλαιότερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί η απεικόνιση σε ελληνικό αγγείο της κλασικής περιόδου μιας κόρης που κρατά στα χέρια της λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα, ένα είδος αϊτού δηλαδή, και την οποία ετοιμάζεται να πετάξει. Βέβαια, χρειαζόταν  πολύ και λεπτό χαρτί και χαρτί δεν διέθεταν οι χώρες μας (όπως η Άπω Ανατολή), αφού με δυσκολία έβρισκαν παπύρους, για να γράψουν.
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ 
https://argolikivivliothiki.gr/2014/02/26/kite-flying/ 

Στο βιβλίο «Όνειρα με χαρταετούς  και περιστέρια» του Πέρση συγγραφέα Φερεϋντούν Φαριάντ , παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή δύο αγοριών φτωχικής οικογένειας, στην Περσία. Ο Αλβάν γράφει ωραίες εκθέσεις και λατρεύει τους χαρταετούς. Ο Μεϊλού, ο μεγαλύτερος αδελφός, αγαπά τα περιστέρια. Ο καλύτερος φίλος του Αλβάν είναι ο Σαλέμ. Τα καλοκαίρια, τα παιδιά χωρισμένα σε δύο ομάδες, την ομάδα Τακ και την ομάδα Ζαρίν, παίζουν πετροπόλεμο.
 Όμως ξεσπά πραγματικός πόλεμος. Γίνονται μεγάλες καταστροφές και σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και οι δύο μικρές αδελφές του Σαλέμ, η Τουλή και η Σεκουλή.
Τα παιδιά υπερασπίζονται ενωμένα την πατρίδα τους. Κι ο Αλβάν ονειρεύεται ότι κάποτε ο πόλεμος θα τελειώσει.
  Απόσπασμα: Τι όνειρα έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια… Και, να, που τ’ όνειρό μου κόβεται ξαφνικά απ’ το θόρυβο που κάνουν τα φτερά των περιστεριών, που πρωί πρωί τα ταΐζει ο μεγαλύτερος αδελφός μου, Μεϊλου. Τινάζομαι απ’ τον ύπνο μου και μισανοίγω τα μάτια. 
Μεσ’ απ’ τα τσίνορά μου θαμποβλέπω τον γαλάζιο ουρανό και τον αγαπημένο μου χαρταετό, τον Κοκκινολαίμη, και το αγαπημένο περιστέρι του αδελφού μου, Ριπιδάτο, που τον βάφτισε έτσι γιατί άνοιγε την ουρά του φαρδιά σαν βεντάλια. 
Ο Ριπιδάτος τα ‘χει καταφέρει να φτάσει ψηλά ως το κεφάλι του Κοκκινολαίμη μου κι αρχίζει να τσιμπολογάει με το ράμφος του τη μύτη του Κοκκινολαίμη. 
Ο χαρταετός μου χάνει την ισορροπία του και το κεφάλι του ταρακουνιέται μια δω, μια κει. Πολύ μ’ αρέσει να μένω έτσι πλαγιασμένος στο στρώμα μου, εδώ στην ταράτσα και να κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια τα τσαλίμια του αετού μου.
Ο χαρταετός μου εμένανε είναι ο πιο όμορφος χαρταετός του κόσμου…
«Το όνειρο του Αλβάν»
Ο Αλβάν στην ταράτσα κρατάει στη φούχτα του τους σπάγκους των πολύχρωμων μπαλονιών του που σχηματίζουν πάνω από το κεφάλι του ένα ουράνιο τόξο. Όταν φυσάει ένα δροσερό αεράκι νιώθει να χάνει το βάρος του, σαν να φυτρώνουν φτερά στα πλευρά του και τα πόδια του ανάλαφρα αιωρούνται χωρίς ν’ αγγίζουν την ταράτσα.
Κοιτάζει γαλήνια τον ουρανό. Ο ουρανός δεν είναι όπως πάντα. Ήταν κάτι περίεργο. Τα χρώματά του, το σχήμα του, τα σύννεφά του…
Ήταν κάτι περίεργο. Τα συννεφάκια, λευκά, μπαμπακένια, σκόρπια στον ουρανό σαν μικρές ανθοδέσμες από φως και λουλούδια, τα στριφογυρίζει ο αέρας και τους δίνει παράξενα σχήματα.
Ο Αλβάν πλησιάζει το χαρτί κοντά στα μάτια του κι αρχίζει να διαβάζει αργά αργά τις λέξεις και τις φράσεις γεμάτες φως. Έτσι που διαβάζει, είναι σαν να διαβάζει για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, κι έτσι ψηλά που στέκεται μοιάζει σαν να ’ναι η ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου κι έχει να πει ένα παγκόσμιο μήνυμα.
Η έκθεσή του αρχίζει μ’ αυτά τα λόγια:
“Τα όνειρά μου είναι όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια…”
Μετάφραση-Γιάννης Ρίτσος 
ΠΗΓΗ
«Λεπτομέρεια απ' το γράμμα στη μητέρα» -Κώστας Μόντης (απόσπασμα)
Χαρταετοί είμαστε,
Χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεκτρικά σύρματα.

Μ’ εκείνους τους κομμένους σπάγγους,
μ’ εκείνα τα ξεσχισμένα χαρτιά,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον άνεμο,
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στον εμπαιγμό
μ’ εκείνη την εγκατάλειψη στο τέλος.
Πηγή: 

Ὁ μικρὸς Ναυτίλος- Οδυσσέας  Ελύτης

«Ό,τι  μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η ποίηση: ΝΑ ΓΙΝΟΜΑΙ ΑΝΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη Στιγμή όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια.
Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.
μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.»
 Η Έλλη Λαμπέτη απαγγέλει το ποίημα ο Χαρταετός  από την Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη.  

 
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
«Οι χαρταετοί»(Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα)

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακροκεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασσα και αναγαλλιάζει.

Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά
πετούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι
Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω
Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βουνών οι αετοί.

Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους
χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι
πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέωμα
με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,
από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:

ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.

Ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα- Τόλης Νικηφόρου
Ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

το χώμα να μυρίζει γειτονιά

και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ' τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους

να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ' τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια.

ΓΑΛΑΖΙΑ ΣΠΛΑΧΝΑ-Νικος Καρούζος
Κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου από κάθε άκρη
και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων
κ’ εκείνο κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχον
όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Τη θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
έχασα.
Μα χάνουν και τ’ άνθη
τ’ άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο…
Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου


δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δω.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή από ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερόλεπτου
που
παραδίδεται ο κόσμος.

Πίνακες ζωγραφικής  με θέμα τον χαρταετό- 'Ελληνες ζωγράφοι
 Σπύρος Βσιλείου
Χαρταετός, Αλέκος Φασιανός
Χαρταετοί -Δημήτρης Μυταράς

«Χαρταετός», έργο του αλεξανδρινού ζωγράφου Γιάννη Μαγκανάρη (1918-2007).