Σελίδες

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Η ιστορία και ο συμβολισμός του Χριστουγεννιάτικου δέντρου


Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι το πιο διαδεδομένο έθιμο σε όλο τον κόσμο και ο στολισμός του ταυτίζεται με το πνεύμα των ημερών.
Από την αρχαιότητα υπήρχε σε όλες τις θρησκείες η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ως σύμβολο
Ο Άγγλος ιερομόναχος Άγιος Βονιφάτιος ήταν αυτός που καθιέρωσε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ως σύμβολο τον 8ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση για να εξαλείψει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.
tudor christmasΗ παράδοση θέλει το ιδρυτή του Προτεσταντισμού Μαρτίνο Λούθηρο να είναι αυτός ο οποίος καθιέρωσε το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, ενώ το 1882 στην Νέα Υόρκη στολίστηκε το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο από ένα συνάδελφο του Τόμας Έντισον. http://bimag.gr/wp-content/uploads/2014/12/a-xrdro.jpg

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα
Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου το έφεραν στην χώρα μας οι Βαυαροί και στην Ελλάδα για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα Ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην Ελλάδα ήταν το παραδοσιακό Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης ή Σκαρκάνζαλος κυρίως στα χωριά της Βορείου Ελλάδος.
Κάθε Χριστούγεννα έβαζαν ένα μεγάλο κούτσουρο από άγρια κερασιά, πεύκο ή ελιά στο τζάκι όπου θα έκαιγε για όλο το 12ήμερο των γιορτών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Σύμφωνα με την παράδοση φέρνει καλοτυχία και κυρίως προστατεύει το σπίτι από τους καλικάντζαρους που μπαίνουν από τις καμινάδες και κλέβουν ή κάνουν ζημιές στο νοικοκυριό.



Το χριστουγεννιάτικο δέντρο της αρχαιότητας
Η ιδέα για το στολισμό ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί. Στην αρχαία Ελλάδα παρόμοιο έθιμο υπήρχε, μόνο που το φυτό δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν κλάδος αγριελιάς (κότινος)
στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ., εκτός του μήλου και του αχλαδιού).

Αποτελούσε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας κατά το επόμενο και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Το διάστημα 22 Σεπτεμβρίου-20 Οκτωβρίου, παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη , μέσω της οποίας μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι ελλείψει ελαιοδένδρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που ευδοκιμούσαν σε κάθε τόπο.


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj-iaPXs4OZw74u3UNLAAw4a-FE67V9fwuFV7TCkbPR-QQDPogBjWL3AA51zbikM0jI-UaUQBIHG1igfKJBBdNirOZ8NCCdahxVACRNo3IhFINvy4-3N8bbL2mUK-pbPbUp7imwmJmkCso/s1600/%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF+%CE%B4%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF+54.jpg
Το Βυζαντινό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Τo Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης»,

όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των
Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον
καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός
διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και
τα άνθη εποχής (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).

To Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης»,όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνονκαθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων – συμμετείχε με τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο διαιρείτο σε «Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία».

Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι!!!… (π.χ. εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ).

Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί (π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).

Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμιοί).

Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της Μεσαίας Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες Χριστιανικές χώρες από τις οποίες κατάγονταν.

Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»

Δεν γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά τα κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου «Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).

Ομοίως και τα κάλανδα
«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού«Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της
βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων – συμμετείχε με
τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της
τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο διαιρείτο σε
«Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία». Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι(π.χ.
εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ).
Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί
(π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).
Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι
Χριστιaνοί (Ρωμιοί).

Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της Μεσαίας
Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο
μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους
μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες Χριστιανικές χώρες από τις οποίες
κατάγονταν.

Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους
στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι
αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»

Δεν γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά τα
κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν
ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση
και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου
«Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).

Στολισμένο Χριστουγεννιάτικο καράβι: Tο Ελληνικό έθιμο
Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού.
Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου, αλλά κανένας δεν δείχνει να το έχει ξεχάσει. Το ελληνικό καραβάκι αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας, που τα παιδιά με αγάπη, χαρά και δημιουργικό νου κατασκεύαζαν τα παιχνίδια τους. Αποτελούσε, όμως, και ένα είδος τιμής και καλωσορίσματος στους ναυτικούς, που επέστρεφαν από τα ταξίδια
Πριν από 50 χρόνια, δηλαδή έως και την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, συναντούσαμε
το καραβάκι σε πολλά ελληνικά σπίτια και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα.
Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα.
Για το λόγο αυτό, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα.

Σε ορισμένες περιοχές (κυρίως στα νησιά) εξακολουθούν να στολίζουν «καραβάκια», ενώ τα τελευταία χρόνια γίνεται μια αξιέπαινη προσπάθεια ορισμένων Δήμων της χώρας, να επαναφέρουν το έθιμο στην αρχική του μορφή, στολίζοντας στις πλατείες τους καραβάκια αντί για έλατα.
Ωστόσο, το χλωρό κλαδί πάντα έμπαινε στο ελληνικό σπίτι τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, για να φέρει την ελπίδα για μια καινούρια ανθοφορία, για ένα καλύτερο μέλλον.

ΠΗΓΗ

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Η Ποίηση της βροχής- Γιάννης Ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη


Ἀδέλφι
ἐδῶ βαθειά μου ἀνθίζει
ἕνας κῆπος γιὰ σένα.

Καθὼς ἔπεφτε ἡ βροχὴ
καὶ δὲν ἦταν ἕνα πράσινο φύλλο
γιὰ νὰ μὲ μάθει πῶς χαμογελοῦνε
ἐσὺ χτύπησες τὸ τζάμι μου
καὶ μοὔβαλες κρυφὰ καὶ σιωπηλὰ
στὴν ἔρημη παλάμη
τοὺς σπόρους τῆς ἀγάπης.

Εἶναι δικός σου ὁ κῆπος μου.

Πόσο κρύωνα τότε!

Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,

ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.

 Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
ποὺ μούσκεψαν τὰ μαλλιὰ
καὶ τοὺς ὤμους μου
ἀνάβουν μὲς τὴ ζέστα τῆς ἀγάπης
καθὼς ἀνάβουν ἕνα-ἕνα τ᾿ ἄστρα
στὸ βραδυνὸ οὐρανὸ τοῦ θέρους.

 Γιάννης Ρίτσος — Προσωπογραφίες μιας αρχαίας βροχής
ΙΧ
Αυτός ο αργοπορημένος γύρισε μέσα στη βροχή τα μεσάνυχτα.
Ο φύλακας τού άνοιξε την πόρτα.
Οι καμαριέρες τού στρώσαν το κρεββάτι.

Οι λύκοι ξάπλωσαν επίπεδοι μπροστά στα πόδια του.
Δεν είχε προσωπείο. Δεν ήταν άγαλμα.
Όχι. Δεν ήταν μόνος.

Κρατούσε μες στα χέρια του ένα μακρύ, σκληρό κι ευαίσθητο τραγούδι
Σαν το ραβδί των μάγων θέλοντας να μεταμορφώσει τη ζωή
σαν το ραβδί των τυφλών ψάχνοντας να εισχωρήσει στον κόσμο.


Στην άκρη του ραβδιού των τυφλών
Είναι συγκεντρωμένη η όρασή τους· η άκρη του ραβδιού τους
είναι το μάτι τους, βαθύ, εξοικειωμένο στο σκοτάδι. Οι τυφλοί
χτυπάνε το ραβδί τους, δοκιμάζουν τον αέρα, τη σιωπή, τη ρίζα, την
             πέτρα,
χτυπάνε το ίδιο τους το μάτι σ’ όλες τις πέτρες και πονάνε.
Εκεί που πονάνε, βλέπουν και γνωρίζουν.
Εκεί που βλέπουν και γνωρίζουν, δείχνουν.
Το ποίημα είναι ένα τεντωμένο δάχτυλο μες στη βροχή
που δείχνει τρέμοντας προς τη μεριά του ήλιου.

Οι ποιητές έχουν νικήσει την τυφλότητα.

Το 1943 Ἐκδίδεται ἡ «Παλιὰ μαζούρκα σὲ ρυθμὸ βροχῆς» μὲ τίτλο «Μακρινὴ ἐποχὴ ἐφηβείας» καὶ ἡ «Δοκιμασία», τὴ σύνθεση τῆς ὁποίας μὲ τίτλο «Παραμονὲς ἥλιου» ἀπαγορεύει ἡ γερμανικὴ λογοκρισία και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη της μητέρας του, Ελευθερίας Ρίτσου.
 
Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (αποσπάσματα)
Μαζεύτηκαν τα σύγνεφα στη δύση. Δεν είναι κόκκινα μήτε χρυσά.
Ένα χρώμα θαμπό μελιτζανί. Κ’ οι φωνές των παιδιών
πολύ μακρινές σα χαλασμένες φυσαρμόνικες
μέσα σε κάμαρες κλεισμένες όταν λείπει η μητέρα σε βεγγέρα
με κείνο το μωβ φόρεμα και τα μωβ μάτια
δυό μακρινά λιμάνια δίχως καΐκια. Συγνέφιασε πολύ.

Μην αργήσεις, μητέρα, θα βρέξει. Κ’ οι φωνές θα μείνουν μονάχες
σαν τ’ άδεια ποτήρια του νερού στο βραδινό τραπέζι,
τα ψίχουλα και τ’ άπλυτα πιάτα. Δε μπορώ. Κουράστηκα…

Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.
Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία
άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…
Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)
θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες
το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…
Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:
«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –
να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»

…Γύρισε η μητέρα.
Ω, να, σκουπίζει τώρα τα παπούτσια της στο διάδρομο
κι ο ήχος της ομπρέλας της που κλείνει. Πέρασε η βροχή.
Μοσκοβολάει όλο το σπίτι μουσκεμένη ρίγανη και ζεσταμένες
κουβέρτες.

Η βροχή θα ’χει σαπουνίσει όλα τα φύλλα ένα – ένα
όπως η μητέρα μας σαπούνιζε τα χέρια μας σαν είμαστε μικρά
παιδιά –
τα φύλλα θα γυαλίζουν σαν τα μάτια των παιδιών. Πιότερο ακόμη.
Τα φύλλα πράσινα. Κ’ η θάλασσα γαλάζια. Μεγάλος που ’ναι ο
κόσμος…
Πάνω στη βέρα της μητέρας νύσταξε το φως.
Σηκώνουν τα μαχαιροπήρουνα και τα ποτήρια απ’ το τραπέζι.
Λίγα ψίχουλα σκόρπια. Οι πετσέτες σωριασμένες
σαν άσπρα πουλιά με σπασμένες φτερούγες.

Το πιάνο πάλι κ’ η μαζούρκα πιο προσεχτική.
Η σκόνη γλύστρησε απ’ τα φύλλα. Κ’ η βροχή
που φεύγει με το βήμα της παλιάς μαζούρκας
μακριά – μακριά στο αγαπημένο βράδι. Η μητέρα
που βγάζει τις φουρκέτες της αργά σα να βγάζει
τις πρόκες απ’ τους τοίχους σε μια κάμαρα που ξενοικιάστηκε
και μένει μόνη αμήχανη στο σκοτεινό ελευθερωμένο αέρα της.


Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο. Πώς αργεί.
Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας
θα κουβαλήσει την καρέκλα του απ’ το πεζοδρόμιο
και θα σταθεί σκυφτός με σταυρωμένα χέρια πίσω απ’ τη τζα-
μένια πόρτα


Καλή βροχή. Θ’ ανοίξει πέρα στους αγρούς μικρές λακκούβες
ίσαμε μια παλάμη για να σπείρει αγριοβιολέτες και κυκλάμινα
θα γεμίσει τις γούρνες του δάσους για να πιουν τα ελάφια
θα κρεμάσει στους βράχους μικρούς καθρέφτες μακρουλούς
να κοιταχτούν οι γλάροι και να δέσουν τις γραβάτες τους.
Ύστερα ο ουρανός θα ροδίζει χαμηλά κατά τους λόφους με τα
λιόδεντρα…

 Απόσπασμα από το ποίημα -Σχήμα της απουσίας. 
 Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί 
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει
σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Υπερώον- Απόβροχο- Γιάννης Ρίτσος Σταμάτησε η βροχή.
Και τί να κάνεις πια
μ’ αυτές τις λίγες στάλες
που μείναν στο αδιάβροχο;
Άχρηστη καρτερία:
να βρίσκεις δικαιολογητικά
και ξένα επιχειρήματα
μπροστά στη νύχτα.


Αν χτυπήσεις τα πλήκτρα
με το βρεγμένο χέρι σου
θα βγουν οι λέξεις μουσκεμένες,
κι ύστερα; — τίποτα;

 Αθήνα, 16.III.85 ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος, "Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή" (απόσπασμα)

Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,

νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.

Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…


[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]
Γιάννης Ρίτσος, Ο λύχνος τών φτωχών και ταπεινών
    Στην αδελφή μου ΝΙΝΑ

Μόλις έπαψε το σούρουπο η βροχή
βγήκες αργά στον έρημο κάμπο
κοίταξες τον πλυμμένο ουρανό
και περίμενες τη νύχτα.

Είδες έναν κύκλο φωτεινό
γύρω στο φεγγάρι
κ’ είπες : πάλι θα βρέξει.

Κ’ είσουνα τόσο χαρούμενος
που κοίταξες τον ουρανό
που είδες το κίτρινο φεγγάρι
που άκουσες τη φωνή σου.

Κάτου απ’ τα μουσκεμένα δέντρα
περνούσε Εκείνος
μ’ ένα μικρό φανάρι στο δεξί του χέρι
να φωτίζει το δρόμο
μη σκοντάφτουν τα μαμούδια.
Μην ξεχάσεις τη λειτουργία της Κυριακής.

Μελέτη του χρόνου-Γιάννης Ρίτσος
Ι

Ο χρόνος και τα χρώματα του στα τζάμια της πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα του τραίνου παίρνει τον τόνο του ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ’ αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα-αν κάνεις να τ’ αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν-θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ’ αδιάβροχο σου και το καπέλο σου.
ΙΙ
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες της βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα ,_δε γαυγίζει.

Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελλα
_μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
_»Δε θα ξανάρθω, έλεγε, δεν θα ξανάρθω».

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
 ΩΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ-Γιάννης Ρίτσος

Ήρθαν οι πρώτες βροχές. Άλογα μουσκεμένα
στέκονται κάτω απ’ τα δέντρα με μισόκλειστα μάτια
κάνοντας πώς μασάνε λίγο ξερό χορτάρι
μέσα στη φθινοπωρινή τους άνοια. Η Μαρία
θα ’θελε να χτενίσει με τη χτένα της τη βρεγμένη τους χαίτη. ’Αλλά
οι τελευταίοι παραθεριστές έφευγαν κιόλας. Μια κότα
λίγο πιο κει κακάριζε ανάρμοστα. Κι ήταν μια λύπη
να βλέπεις πλήθος τα σπουργίτια πεινασμένα να χαμοπετάνε
στα τρυγημένα αμπέλια, να βλέπεις και τα σύννεφα
ν’ αλλάζουν, να σκίζονται, να τρέχουν παρ’ ότι
καρφωμένα εδώ κι εκεί με μαύρες πρόκες από κοράκια.
Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, γέρασε ή Μαρία.

Καρλόβασι, 28.VIII.87

Φραντς Κάφκα, Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

«Η σιωπή των Σειρήνων», γράφτηκε ανάμεσα στο 1917 και το 1923 και πρωτοδημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα) ο Κάφκα παραλλάσσει, ή και παραμορφώνει, τον αρχαίο προμηθεϊκό μύθο και τις γνωστές από την αρχαιότητα παραλλαγές του. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της πρόζας αυτής αναγνωρίζεται στην έξοδο της, όπου όλες οι πιθανές εξηγήσεις του προμηθεϊκού μαρτυρίου (επίτηδες εδώ αποσιωπάται η τελική απελευθέρωση του ήρωα) μετατρέπονται στο ανεξήγητο νόημα των μύθων γενικότερα.

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:
Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες -εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά- ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια.
Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.
Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας˙ γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο - εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.
Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του.
Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μα­κριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.
Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν - μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.
Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως˙ απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική - ίσως να πρόσεξε στ' αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.
μτφρ. Τζένη Μαστοράκη - Νάσος Βαγενάς

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Tο προσφυγόπουλο του ουρανού -Νιρβάνας Παύλος

Eις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Mικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Kεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Tούρκοι Tσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Kαι καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Tούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Tσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον.
Tου ετσάκισε το ποδαράκι του. Kαι ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. O μικρός Tσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Aλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Kαι εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.

    Tα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Eδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Aλλά πώς; Mόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Kαι με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον.
Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Tσέτες της γειτονιάς. Eις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.

    Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. O μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Kατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν.
Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Kαι επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.

    ― Mαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
    Kαι, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Aλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Mία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Oι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του.

Tα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Oι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Aγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Kαι, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.


   ― Tο καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
    O μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Kαι έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
    ― Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Aλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Tσίου-τσίου!
    Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα.

Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.
(από Tα Άπαντα, E΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

«Γενέθλια ξανά» - Μάρω Βαμβουνάκη


  • Περιγραφή

Πρόκειται για μια γιορτή έκπληξη. Δυσάρεστη έκπληξη!
Πρωινό Μαΐου και δυο άντρες μεγάλης ηλικίας εμφανίζονται ξαφνικά, μετά από πενήντα χρόνια, στην παλιά ωραία συμφοιτήτριά τους, τη δυναμική επιχειρηματία Λυγία Σοφού. Έχουν διοργανώσει το βράδυ ένα δείπνο για τα γενέθλιά της σε πολυτελές ξενοδοχείο της παραλιακής και πιεστικά την προσκαλούν.

Όσο κυλάει η παράξενη αυτή νύχτα, λουσμένοι οι τρεις τους στο φεγγαρόφωτο που λάμπει απ το Σούνιο, επιστρέφουν στο παρελθόν, στον νεανικό έρωτα μεταξύ τους, στις επιλογές ζωής.

Είναι άραγε η μνήμη ακριβοδίκαιη ή παραλλάζει πρόσωπα και συμβάντα κατά τις ανάγκες μας; Για τη Λυγία Σοφού απόψε αποδεικνύεται πως ναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, η μνήμη της στάθηκε μάλλον ακριβοδίκαιη.

Στο βιβλίο, που τούτη την εποχή διαβάζει, γράφει κάπου: Το πρόβλημά σας είναι ότι πάντα δημιουργείτε ένα μηχανισμό, δεν αφήνετε τίποτα στην τύχη. Πρέπει να είστε ήρεμος για να ζήσετε.
https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1002350/genethlia-ksana


«Γενέθλια ξανά» της Μάρω Βαμβουνάκη-αποσπάσματα-

Αυτό το μαγιάτικο πρωινό η Λυγία έχει τα γενέθλιά της. Είναι εβδομήντα δύο χρόνων! Είναι ήττα ή νίκη; Είναι για πένθος ή για γιορτή;
  –Η ζωή είναι ολόφρεσκη πάντοτε άμα δεν την παραχώνεις σε συρταράκια, φακέλους, κάρτες, κουτιά, τούρτες με κεράκια, κυρίως άμα δεν της κολλάς σε κάθε ευκαιρία ετικέτες.
Δεν ήταν χαρακτήρας που αγαπούσε τις συγγνώμες, ούτε να τις εκφράζει η ίδια, ούτε να τις ζητούν οι άλλοι από εκείνη. Προτιμούσε η μεταμέλεια να γίνεται έμπρακτα χωρίς να εκφράζεται μελοδραματικά με δήθεν καλοσύνη και δήθεν ταπεινοσύνη.
–Η ζωή σου δεν γεννιέται πλάθεται.

-Όσο περνούσε ο χρόνος τόσο οι διαδόσεις έπαιρναν το ύφος μυθολογίας περισσότερο, παρά γνήσιας βιογραφίας, έστω με υπερβολές ή παραλλαγές όπως συνηθίζουν να στολίζονται οι βιογραφίες.

-«Στους ερωτικούς χωρισμούς ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι εκείνος που αφήνει, που εξωθεί στην επανάληψη. «Κατέληξα πως στους ερωτικούς χωρισμούς αιτία είναι πάντα μία, ο εγωισμός.»

-Ίσως το γέλιο, το παρορμητικό, το ανεπιτήδευτο γέλιο, εκείνο που σου ξεφύγει, να είναι το τελευταίο που γερνάει στους ανθρώπους. Καμιά φορά και το βλέμμα, το βαθύ, το κρυμμένο και πίσω από τις ρυτίδες.
-Οι γυναίκες θυμούνται ισόβια τα κοπλιμέντα που τους άρεσαν.
-Είσαι τόσο ευγενικός που δεν είμαι ποτέ σίγουρη αν λες αλήθειες.

εγωισμός σου είναι πάντα τόσος που ποτέ δεν ξέρω αν λες αλήθεια.

-Προσωπικά νιώθω περήφανος για τον πόνο που μου προκάλεσες. Ήταν τιμή για μένα να συνδεθείς μαζί μου και να με παρατήσεις.

-…δεν ξεχνάς όσα πιστεύεις ότι έχεις ξεχάσει, δεν κομματιάζεται η ροή της ύπαρξης με το να μην την ανακαλείς.

–Λες, και το παρόμοιο συρρικνώνει η διάρκεια.

-Η εμπειρία της να προβλέπει τους άλλους, να προβλέπει τις ξελίξεις, τις αντιδράσεις των απέναντι, της είχε μαράνει τις ελπίδες για μια έκπληξη, ώστε τίποτα να μη βρίσκει πιο ενδιαφέρον από τη συντροφιά με τον εαυτό της.

-…επέστρεψε στη χρόνια τακτική της να αποφεύγει τις εξηγήσεις. Κάποτε της έδινε κύρος τούτη η τακτική που της δίδαξε ο ωραίος πατέρας της τώρα απλώς την αναπαύει.

Δεν ζηλεύεις λοιπόν τον άντρα σου άμα λατρεύει την αντήχησή σου, είναι ακόμη μια επιβεβαίωση της αφοσίωσής του σε σένα.

-…χόρτασε από αγάπη, αποδοχή και αναγνώριση. Δε θα χρειαζόταν αργότερα να καταφεύγει στους έρωτες με την αρχαία δίψα που καταφεύγουν τα στερημένα κακοπαθημένα, παραγκωνισμένα παιδιά.

-Αργότερα, στον έρωτα θα πλησίαζε και θα περιδιάβαινε περήφανα, με εκλεκτικότητα, με διάκριση της καρδιάς και του μυαλού.–Το υποσυνείδητο, της τόνιζε, είναι η απύθμενη πηγή της γνήσιας ποίησης.
-…ο πόθος της μεγάλωνε και την έβαζε σε πόλεμο με την αγωγή της. Να υποκύψει στην αξιοπρέπειά της ή να την υπερβεί, ένα διαρκές δίλημμα για τις ερωτευμένες και εν αναμονή γυναίκες.
-…ο τρόπος των ρομαντικών που μεταμορφώνουν και ανυψώνουν τις ερωμένες τους σε θεές, τις δυστυχείς ερωμένες τους σε θεές, απρόσιτες, σεβαστές, άπιαστες, ανέγγιχτες, ιερές και όλα τα παρεμφερή, τα ικανά να κάνουν μια γυναίκα υστερική μέχρι αηδίας χωρίς να το καλοκαταλάβει.

Ο έρωτας χαρίζει πλήθος από μειονεξίες και κόμπλεξ κατωτερότητας, από τη στιγμή μάλιστα που ρέπει να ενθρονίζει τον ποθητό άλλο σε βασιλιά ή θεό.

-Την  εκνεύριζε η προσωπικότητά του, την καθιστούσε ανάξια να βρει κάτι ανίστοιχο να ζευγαρώσει, την εμπόδιζε να δραπετεύσει από το πατρικό του βασίλειο και να χτίσει μια ανεξάρτητη δικιά της φωλιά.

-…αφού ξύπνησαν οι πτυχές των ώριμων αισθήσεών της, είχε ολοκληρωθεί ως θηλυκός κόσμος, λες και από πάντα τα γνώριζε, τα είχε αυτοδιδαχτεί και μια ελάχιστη εξάσκηση αρκούσε για να καταλήξει να είναι έμπειρη. Δεν είναι άλλωστε πολλά τα κλειδιά που πρέπει να ανακαλύψουν τα ελεύθερα σώματα και οι καρδιές των ανθρώπων.

-Λέγεται πως η ματιά σου πάνω στις ανεπαίσθητες λεπτομέρειες είναι ακριβώς το κριτήριο με το οποίο η ζωή σε χρήζει καλλιτέχνη. Ο τρόπος που βιώνεις όσα ζεις είναι ή δεν είναι ποιητικός.

-…πιο ευφυής απ΄ότι αισθαντική και αυτό την τυραννάει.
-Εδώ εκείνος διαισθανόταν πως ήταν άξια να τον αιχμαλωτίσει και τα δυο, ψυχή και σάρκα, πράγμα που δεν του συνέβαινε συχνά.

–Άλμπερ Καμύ
Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.
Είναι η χειρότερη, η πιο άθλια περιφρόνηση τούτη, να σε περιφρονούν όχι για κάτι που έκανες, αλλά για κάτι που είσαι.
-Αν τώρα μια μοίρα ζοφερή τον έβαλε στόχο και τον κυνηγούσε, ήταν η καταδίωξη ακόμη ένα υψηλό κίνητρο για δημιουργία.

-…μπόρεσε συνειδητότατα να παρακολουθήσει το πόσο η σαρκική ικανοποίηση και η πανταχού παρούσα επιθυμία μπορούν να επιδρούν καταλυτικότατα πάνω στη σκέψη του νου, να μας μεταλλάζουν τις διάφορες κοσμοθεωρίες.

-Τούτο ακριβώς, το πόσο εσύ έχεις ή δεν έχεις ανάγκη τον κάθε άλλον είναι που σε καθιστά γνήσια ενδιαφέροντα, ακόμη και γοητευτικό, βαρετό ή γελοίο.

-Ναι, ναι, ο θαυμασμός και η εκτίμηση – η εκτίμηση περιέχει πάντοτε και θαυμασμό – είναι το μεγαλύτερο ίσως αίτημα της σάρκας, το δραστικότερο αφροδισιακό. Ο κρυφός, μυστικός όρος της φλόγας.

-Όπως είναι αδύνατο να σβήσεις έναν έρωτα που οδήγησε σε πυρκαγιά, έτσι δεν είναι δυνατό να τον ξανανάψεις όταν η μέθη νέρωσε στο σώμα και στην καρδιά σου.

–Κάθε έρωτας εμπεριέχει και ένα φόνο.

Σκοτώνουμε την ψυχή που εγκαταλείιπουμε…
~Όσκαρ Ουάιλντ

-Όχι δεν ήταν ξαφνικό!

 Σχεδόν ποτέ δεν είναι ξαφνικό! Το παραπέτασμα μονάχα τραβιέται ξάφνου με μια αφορμή, οι παρατηρήσεις σου, οι ανάγκες, οι ροπές τα συμπεράσματα τα μικρά και τα κλυδωνιζόμένα, οι συγκρούσεις, η αμφισβήτηση, οι υποψίες που παίρνουν σιγά σιγά απάντηση, όλα έχουν αποθηκευτεί σωρός από καιρούς πίσω απ΄την κουρτίνα, που ξάφνου, με μια έσχατη αφορμή σέρνεται.

Οι άνθρωποι απαιτούν την αγάπη σου και σπάνια συναισθάνονται πως οι ίδιοι οφείλουν να σου την εμπνέουν.

-Χρειαζόταν χρόνος και υπομονή για να μάθει να ζει μόνη, όχι θλιβερά μόνη, αλλά εξαίσια ανεξάρτητη.

-Όσο κι αν αντιμετωπίζεις τον άλλον ως αντικείμενο, ποτέ ένα πρόσωπο δεν μπορεί να φτάσει στην κατάσταση του άψυχου πράγματος, ακόμη και οι δούλοι στον αρχαίο κόσμο επηρέαζαν λίγο πολύ τον αφέντη τους.


-Στις ιστορίες της προχωρημένης ζήλιας δεν είναι δυνατό να ζηλεύουν και οι δυο μαζί, όσο ο ένας σκλαβώνεται στο μαρτύριό της, τόσο ο άλλος γίνεται περισσότερο άνετος. Κι όσο πιο άνετος ο άλλος, τόσο ο πρώτος ζηλεύει χειρότερα: Ο ένας εξασφαλίζεται, ο άλλος θεωρεί πως αγαπιέται λίγο.

–«Με αναγκάζεις να μην είμαι ειλικρινής γιατί όλα σε φοβίζουν…» του απαντούσε αγανακτισμένη.

-Δεν μπορούσε να φανταστεί εκ των προτέρων ότι εκείνος θα παραδιδόταν τόσο θα εξαρτιώταν από εκείνη τόσο, ώστε να καταντήσει ανυπόφορος, το χειρότερο απ΄όλα αδιάφορος.

–Οι έρωτες δεν είναι υποχρέωση αλλά ενθουσιασμός. Πρέπει να το αξίζεις το θαύμα.

-Ανέκαθεν υπήρξε ένας γενναίος γονιός, άντεχε να επιτρέπει στο παιδί του να σπάει τα μούτρα του στην ανάγκη.

-Μπορούσε να θυσιάζει τα δευτερεύοντα για τα πρωτεύοντα στις αποφασισμένες προτεραιότητες της, γι’ αυτό προόδευε.

Φαντασία με σύστημα! Συνδυασμός απίθανος που βοηθάει να πετάξεις πιο πέρα από ένα συνηθισμένο σημείο επιτυχίας.

-Μα γι΄αυτό δε σου προσφέρεται γενναιόψυχα κάθε αγάπη; Για να μιμηθείς και συγχρόνως να διακρίνεις την μοναδικότητά σου;

-Οι καταδικασμένες ιστορίες τον απωθούσαν, όπως τον απωθούσε πάντοτε ο χαμένος χρόνος και η οκνηρία που τον δικαιολογούσε.

-…όλη η παρουσία του δίπλα της, είτε τον έβλεπε είτε δεν τον έβλεπε, της μετάγγιζε οδήνη.


-Με την αδιόρατη, την παράλογη διαίσθηση που κάποτε μας επηρεάζει νόμιζε πως οι δυο τους, είναι από παλιά γνώριμοι, από την φύση τους συγγενική μια έλξη έκανε όλα τα ενδιάμεσα γεγονότα σαν συρμός να τρέξουν και  να τους φέρουν σήμερα, τούτο το πορφυρό απόβραδο, μαζί στην άκρη του βράχου. Πάνω από τον βαθύ γκρεμό. Αλλιώς, πότε πρόλαβαν να δέσουν τόση ακατανόητη οικιότητα;

-…δεν είχε ανάγκη τους άλλους ως μάρτυρες ότι υπάρχει, ότι αξίζει. Κατέληξε ότι αξίζει όσο και ότι δεν αξίζει, τα πράγματα και τα πλάσματα είναι πολύ απλά στον αρχικό τους σχεδιασμό. Στον πρώτο σκοπό τους. Ο κόσμος δεν έχει τη σημασία που του δίνουν, η ζωή είναι  αλλού, πέρα από τα βουνά, τα Πιέρια όρη, πίσω από το αποψινό ηλιοβασίλεμα.

-Ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να μαζέψει εντός του κάποια για τα οποία δεν αμφέβαλλε, ίσως και ένα.Σ΄αυτό το ένα αναπαυόταν αναφερόταν και δούλευε. Έδειχνε πλήρης. Γιατί να μιλούν τόσο πολύ τόσο κουραστικά πολύ οι άνθρωποι, αν μπορείς να συνυπάρχεις όπως τώρα; συλλογιζόταν εκείνη. Γιατί να έχουν άγχος, από τι στην ουσία κινδυνεύουν και αγωνιούν;

–Γίνεται να βεβαιωθείς μέσα σε τόσο λίγη ώρα ότι συνάντησες τον άνθρωπο της ζωής σου;

-Θα διασταυρωθείς με το μόνο πλάσμα που αναζητάς, θα το αισθανθείς κατα κανόνα στον αέρα που καίγεται.

-Και άμα αποφύγεις δειλά τον μεγαλύτερο φόβο σου, τότε μπορείς να είσαι σε όλα τα άλλα από εδώ και πέρα ατρόμητη. Από ένστικτο επιβίωσης που κάποτε ακυρώνει τη ζωντανή ζωή.

-Ήταν ο εντελώς άλλος, ο διαφορετικός, ο άλλου κόσμου άντρας, αυτός που ταίριαζε στην πιο ανεξάρτητη καρδιά της, στην καρδιά την πιο ελεύθερη που εκ γενετής, πριν από τη γέννησή της, της χαρίστηκε. Ήταν η αληθινή επιλογή της και για τούτο τρόμαξε.
Από το βιβλίο «Γενέθλια ξανά» της Μάρω Βαμβουνάκη
Πηγή

Προσευχή των ταπεινών εραστών (Απόσπασμα από το βιβλίο «Γενέθλια ξανά» της Μάρω Βαμβουνάκη)

Μεγαλοδύναμε Κύριε, τον αγαπώ και δεν γίνεται να κάνω αλλιώς. Πάλεψα και δε γίνεται να ξεριζώσω μιαν αγάπη ριζωμένη, όπως δε γίνεται να φυτέψεις με τη βία στην καρδιά έναν έρωτα. Μεγαλοδύναμε Κύριε, τον αγαπώ και δεν γίνεται να κάνω αλλιώς. Για αυτό δώσε μου τη δύναμη να τον αγαπώ έτσι όπως κανείς δεν με έχει διδάξει:
Να τον αγαπώ χωρίς προσδοκία, χωρίς απαίτηση, χωρίς σύγκριση, χωρίς παζάρι, χωρίς γκρίνια, χωρίς οργή, χωρίς αδημονία. Να τον αγαπώ και να μην τον κατασκοπεύω, να μην τον εκβιάζω, να μη προσπαθώ να με θαυμάσει, να μη προσπαθώ να με λυπηθεί.

Να αποζητώ το καλό του όσο και το δικό μου καλό, και να μη θυμώνω όταν αυτά τα δύο δε συμπίπτουν. Να αντέχω να περιμένω, να αντέχω να μη μοιάζει με ίνδαλμά μου, να αντέχω να μου ανατρέπει τα όνειρά μου. Να δέχομαι να μη με καταλαβαίνει έτσι όπως το εννοώ εγώ. Να δέχομαι να μη τον καταλαβαίνω έτσι όπως το εννοώ εγώ.
Να τον χαίρομαι περισσότερο από όσο του παραπονιέμαι, να τον χαίρομαι χωρίς να τον διορθώνω.
Να τον θαυμάζω χωρίς να υπολογίζω πως θα τον κακομάθω.
Να γίνομαι περισσότερο σπλαχνική παρά δίκαιη.
Να μη του φωνάξω ποτέ πως μετάνιωσα.
Μεγαλοδύναμε φώτισέ με με την αγάπη την ελεύθερη, την αγάπη την σταυρωμένη.
Να δραπετεύσω από την δυναστεία του έρωτά μου, από την αλαζονεία της γνώμης μου, από την ζητιανιά του κορμιού. Να κάνω καρτερία στην απόρριψη, υπακοή σε αυτό που δεν καταλαβαίνω.
Να λυγίζω στην άγνοια και την αδυναμία μου. Να τον κερδίσω μονάχα αγαπώντας τον. Απλά και αληθινά. Απλά και ήσυχα. Αφού η αγάπη η καθαρή είναι πάντα, πάντα αμοιβαία»



Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης



Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.


 Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.


Art by Alex Alemany
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Alex Alemany
Art by Alex Alemany
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού

χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Φθινόπωρο, 1936