Σελίδες

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

«Ἀργὰ,πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα» Γιάννης Ρίτσος


''Το τελευταίο καλοκαίρι''τοῦ Γιάννη Ρίτσου «Ἀργὰ,πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα»
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.


ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

"Νύχτωσε":
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε πού ξέραμε καθόλου
τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τούς μουσικούς·
πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
έχοντας στους ώμους τους
τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
κάπνισε το τσιγάρο σου
μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία,
μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα.
Νύχτωσε.

Aπό τη συλλογή "Τα αρνητικά της σιωπής" Γιάννης Ρίτσος
Μετά την Τροία

Κλειστές οι πόρτες πια στη γενναιοδωρία των άστρων. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει. Στο μικρό υπνοδωμάτιο μια κούκλα σπασμένη. Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει στο σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. Κανένας δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο, το κούφιο, το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες· δεν ξεγελάει ούτε εχθρούς ούτε φίλους.
Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη· θα τα ’χε φάει ο σκόρος. Τί ωραία που το ’πε εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα "ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό" και σώπασε για πάντα.
Καρλόβασι, 12.VII.1987


Άνθρωποι, δήθεν ανιδιοτελείς, ζητούσαν να τον προστατεύσουν...
(Προστατευμένοι οι ίδιοι απ' τ' όνομά του...)

Μην κάνεις ετούτο ή τ' άλλο, του λέγαν...˙
Μη δίνεις στόχο, μη λύνεις τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου μπροστά τους...
Μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου...
Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά...
Κι έπαιρνε με τα δυό του δάχτυλα μόνον...
Ένα ένα τα "μη" τους και τα πέταγε μες το δοχείο απορριμάτων...
Μαζί με τα ρούχα του...
Κι έτσι γυμνός, ωραίος, επαναστάτης...
Φορώντας μονάχα τα τρύπια του (απ' τις πολλές ορειβασίες) παπούτσια...
Πέρασε κάτω απ τις ζητωκραυγές και τις κατάρες...
Και χάθηκε γαλήνιος μέσα στην αθανασία...........

Το ποίημα είναι
τ’ αρνητικό της σιωπής.

Μια μέρα
μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται
το πρόσωπό της.
Τα μάτια της διόλου κλαμένα.
Τα τρία διαμάντια
ασάλευτα απαστράπτοντα
καρφωμένα στο στήθος της.

Σάμος Καρλόβασι- Πηγή φωτο
«Υπολογισμένη αναβολή»
Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν, όσες φορές κι αν σε αρνήθηκαν ή κι αν αρνήθηκες, ένα άσπρο σπίτι πάνω στο λόφο ζητάει τη ματιά σου, ένα παιδί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα χαμογελώντας, ένα πουλί τη νύχτα τραγουδάει και για σένα. Λοιπόν, ας αναβάλουμε και πάλι· ας ενθρονίσουμε αυτή τη μικρή πεταλούδα στο ραγισμένο τζάμι.
 29. VI. 87



 Από την έκδοση ''Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα ''(1991)
 Γιάννης Ρίτσος, ''Δευτερόλεπτα ''(απόσπασμα)
1
Το βράδυ πέρασε στο δρόμο
ο τυφλός γέρος.
Κρατούσε μια μαργαρίτα —
το τελευταίο μου επιχείρημα.
2
Κι η τεφροδόχος κάποτε,
την ώρα που πέφτει το δείλι,
κοιτιέται στον καθρέφτη.
Τα πρόσωπα ροδίζουν.
3
Στο κέντρο της αίθουσας
ένα μεγάλο τραπέζι
πάνω του η άδεια θήκη
ενός βιολοντσέλου.
Θυμάσαι;
4
Καθώς κατέβαινε απ' τη σκάλα
έπεσε απ' τα μαλλιά της
ένα τριαντάφυλλο.
Δεν το σήκωσα.
5
Καλύτερα, λοιπόν, να σωπάσεις
Αν έλεγες «αύριο»,
θα 'λεγες ψέματα.
Η νύχτα δε σε κρύβει.
6
Σφυρίγματα πλοίων διασταυρώνονται
με καμπανοκρουσίες. Τα καράβια
βγήκανε στη στεριά. Οι εκκλησίες
μπήκαν στη θάλασσα. Κι ένα σκυλί
γαβγίζει καταμόναχο μες στο φεγγάρι.


7
Εφέτος τα ηλιοτρόπια
δε στρέφουν προς το μέρος του ήλιου,
σκυφτά κοιτούν το στεγνό χώμα.
8
Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
9
Ένα άσπρο πούπουλο
διαβατικού πουλιού
έπεσε στ' αγκάθια —
ένας κόσμος ελάχιστος,
ολόκληρος ο κόσμος.
10
Έφυγαν άλλοι με βαπόρια,
άλλοι με τραίνα.
Έμεινε η γριά με τη ρόκα της
και με μια στάμνα.
Ο χάρτης στον τοίχο μένει άδειος.
11
Ψάχναν με λαδοφάναρα όλη νύχτα.
Άφησαν στο λιμάνι τους πνιγμένους.
Φόρτωσαν στο καράβι  τ' άλογα.
Το μεγάλο ρολόι τού Τελωνείου
δεν έχει δείχτες.
12
Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν.
Λίγο- λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις.
Πάνω στο τραπέζι
ένα αυγό καταμόναχο.

13
Πέτρες ζωγραφισμένες.
Ωραίες μορφές, ωραία σώματα.
Δε σε συγκινούν.
Ένα τσιγάρο μόνο του καίγεται στο σταχτοδοχείο -
καπνός στη στέγη μιας χαμένης Ιθάκης,
κι η Πηνελόπη, μπροστά στον αργαλειό της,
νεκρή.

14
Τα πιο πολλά χρυσά σου νομίσματα
τα 'κρυψες στις οπές του τοίχου.
Όταν θα γκρεμιστεί το σπίτι
ίσως τα βρουν.

15
Άνθισαν πάλι τα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Λευκές πεταλούδες τα επισκέπτονται.
Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να πεθάνουμε;

16
Τον πνιγμένο τον ξάπλωσαν στην προκυμαία.
Νέος ωραίος, ολόγυμνος.
Στ' αριστερό του χέρι, το ρολόι
δουλεύει ακόμα.

17
Κάποτε, ακόμη και τώρα, τις νύχτες,
ένα αηδόνι μού υπαγορεύει
να πω και πάλι «ναι»

18
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος,
ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής θα δούλευε
για την αθανασία.

19
Ασάλευτο, αυστηρό σκοτάδι
υπογραμμίζει το άστρο.
Α, εσύ, πονηρέ μου.

20
Αν σου 'πα ψέματα, δεν ήταν
για να σε ξεγελάσω.
Ήταν για να σε προστατέψω
απ' τον ίσκιο σου.

21
Όλα του τα χρυσά μετάλλια
κρεμασμένα στους τοίχους.
Κι αυτός, κάτω απ' το χώμα,
μόνο με δυο χρυσές κι ολόγυμνες
οδοντοστοιχίες.

22
Ποιος άφησε αυτό το λουλούδι
πλάι στο τσιγάρο μου;
Ίσως για να πιστέψω.

23
Άνοιξε ή πόρτα μόνη της.
Κανείς δεν ήταν.

ΠΗΓΗ

Από την ποιητική συλλογή ''Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα'', εκδόσεις Κέδρος
Θα θελα - λέει - ν' αφήσω στον καθένα σας αυτό το βλέμμα του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα.
Θα θελα ακόμη να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ' ένα τριαντάφυλλο
ή το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο μωβ λουλούδι.

Περισσότερο απ' όλα θα θελα να σας αφήσω τον τρόπο της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη την εικόνα της θάλασσας, για αυτό γαλανίζουν τα σεντόνια στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών.

Θα θελα αλλά τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών,
μου σβησε το φανάρι
και πια δεν βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να περπατήσω.
ΠΗΓΗ

Γιάννης Ρίτσος | Δευτερόλεπτα-Από την ποιητική συλλογή ''Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα'', εκδόσεις Κέδρος
Άλλοτε σε προστάτευε η σελήνη από την ίδια της μελαγχολία. Τώρα δε σε προσέχει διόλου, αδιάφορη μες στη διάρκειά της, περήφανη μες στη σιωπή της, ερημική.

Γιάννης Ρίτσος: ‘το γυμνό δέντρο’
«Ιδού, το τραπέζι όπου έγραφες τα επιούσια ποιήματα, – το τρύπησαν οι σφαίρες, το ‘φάγε ο ξυλοφάγος. Τις νύχτες, πολλές φορές ηχεί σαν φλάουτο, και, κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται η θεία Ουρανία, αφήνει στο τραπέζι τη λευκή της τσάντα, τα λευκά της γάντια, τα πέντε της βραχιόλια και πλαγιάζει στο πλάι σου. Εσύ κάνεις πως κοιμάσαι, μα ίσως και να κοιμάσαι αλήθεια, -ποιος ξέρει»; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τραπέζι εργασίας’). https://www.yannisritsos.gr

Τα αρνητικά της σιωπής (1987)  

Επιλογικό
Να με θυμόσαστε-είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτέ μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος.
Μ ένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θάθελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού
να θερίσω ένα ώριμο στάχυ.
Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι
με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα.
Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά.
Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι αυτό προπάντων θ' άξιζε να με θυμάστε.

ΡΙΤΣΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣΟ Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά, το τελευταίο παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Η πρώτη παιδική ηλικία ήταν και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής ζωής του. Σύντομα η οικογένεια επρόκειτο να καταστραφεί οικονομικά. Μαζί με την ανέχεια ήρθαν μεγαλύτερες δοκιμασίες. Ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, δόκιμου αξιωματικού του Ναυτικού, από φυματίωση το 1921 και, μερικούς μήνες αργότερα, ο θάνατος της μητέρας από την ίδια αρρώστια. Ο πατέρας τρελαίνεται. Θα τελειώσει τη ζωή του, το 1938, στο Δαφνί. Στο ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα, ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.
Διαβάστε περισσότερα /ΕΔΩ

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ποιήματα για τον μήνα Ιούνιο


Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες.

 Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο.

 Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών.

Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια. 



Πάμπλο Νερούντα. Ένα ποίημα για τον Ιούνιο-Μετάφραση Γ. Κεντρωτής

(Η Σιγαλιά είταν πράσινη)

Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·

κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα· 

κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου 

νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι

στα δύο.
Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω, 

με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·

πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,

τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.


Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου

λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων τον ήλιο, 

και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·

για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο

 το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,

την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες. 


27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. Κ-Π-Καβάφης, Κρυμμένα

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά

σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα

κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,

πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο

και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε

«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».


Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας

κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν

με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας

το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,

η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα

και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·

«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,

«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου». 

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 


      ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-Οδυσσέας  Ελύτης (απόσπασμα)
  ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

        με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

                                  Δείχτης ήμουν εγώ

Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη

ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

        Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη

        καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών

        Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -

Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι, «Ιούνιος»

“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει

και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ

κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα

των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν

στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου


Όταν ξαναξυπνήσω/ μες στο κορμί σου

που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού

Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό

χρώμα/ του ώριμου σταριού

Στη διαφάνεια/ του νερού

το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου

θα θαμπώσει


Καθώς θα ξεπετιέσαι

απ’ τις ηχηρές/ πλάκες

του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας

Στις κινούμενες/ κόψεις

της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις

Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή

στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις

Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις

Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό


Ύστερα θα δω γαληνεμένος

στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου

να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών

Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει

όπως/ την ώρα ετούτη

στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά


Τον ύπνο μου έχασα

Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου

σαν πυγολαμπίδα

Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”
Νίκος Γρηγοριάδης, Λίγος Ιούνης (9 - 12)

Λίγος Ιούνης

9

Νύχτωσε τόσο ξαφνικά

εκεί στο κέντρο τού μυαλού

που δεν ξέρεις αν είναι ο βάλτος που βουρκώνει

ή το βουβό το κλάμα που ρέει

στα έγκατα της μνήμης.


Κι ήταν εκείνη την ακαθόριστη στιγμή

που δεν μπορείς, όσο κι αν είσαι εξασκημένος,

να το μαντέψεις από σημάδια ασφαλή

αν ξημερώνει ή αν

θα σε βρει

η νύχτα.


10

Και τώρα σε ποιους δρόμους πια

θα συναντήσεις τα χρώματα

που έχουν εξαίσια βαφτεί απ' τη ματιά της;


Ολοένα η άμμος τρίβεται στα μάτια

κι ολοένα η θάλασσα μαυρίζει και φουσκώνει.

Μόνη η μνήμη κρατάει αναλλοίωτη το χρώμα της.

11

Την ώρα την ανέλπιστη

πήρε και μαύρισε το σπίτι

σαν το ξερό το κούτσουρο που τρίζει,

λίγο προτού πάρει φωτιά και γίνει

στάχτη.

12

Πώς μπόρεσες, χέρι μου άγνωμο,

να ρίξεις τόσο μαύρο

μες στην αιθρία και καρβούνιασες

το λαμπερό διαμάντι,

συ που γλιστρούσες τρεμουλιάζοντας

ανάσα πάνω στο κορμί της;

Από τη συλλογή Δειγματοληψία Β' (1996)
Μέρες του Ιουνίου ’41-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια

κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του

κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου *

μες στο σκοτάδι της καρδιάς — τρεις φίλοι.


Ποιός θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;

Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας

με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια

σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·

πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο

με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας

λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.

Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά

και σαν ξεριζωμένες ρίζες.


Η δίψα μας

ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος

στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου

δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται

ξενιτεμένη εδώ τριγύρω

κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.

(Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης ‒ Σεπτέμβρης 1941)

Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»

                     (απόσπασμα)

“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας

σε  τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…

Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα

που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…


Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε

το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.

Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…

της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε

μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα

πρωτόγονη ακυβέρνητη…

κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.


Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες

εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…

Και τότε ορθώθηκα

κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα

το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…


Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…

Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα

με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…

κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.


Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα

χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…

Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα

και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…


Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί

στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.

Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα

δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.


Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός

σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.

Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε

μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”


Frederick Childe Hassam (American painter, 1859-1935)
Γιάννης Ρίτσος - Ἐρωτικὴ ἱστορία (γ)

Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,

κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.

Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος

πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο

ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.


Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,

μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του

ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.


Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος

νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου

κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι

ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας. 

Γιάννης Ρίτσος, [Ιούνιος μήνας]

“Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –

άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι

ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,

μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη

καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.


Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.

Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.

Ένα πουλί ξύπνησε.

Το ποτάμι κυλούσε.

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση

σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του

κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους

όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.”

Κική Δημουλά, «Ζούγκλα»-(απόσπασμα)
Η εξοχή βρισκόταν στην ήβη/ και το πράσινο ασελγούσε.Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας/ έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.Πιανόταν και πηδούσε/ από κλαδί δέντρων και αισθήσεων,Ταρζάν  ταινίας μικρού μήκους/ που κυνηγάει αθέατα θηρίαστη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας. 
Το δάσος υποσχότανε πουλιά/ και φίδια.Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων. 
Το φως έπεφτε καταπέλτης, σε ό, τι δεν ήταν φως,κι η ερωτομανής λαμπρότηςπαράφορα φιλούσε κι ό, τι δεν ήταν έρωτας,μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.