Σελίδες

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Για τον ''καιρό των Τσιγγάνων''



Το Εντερλέζι είναι ένα δημοφιλές παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι της μειονότητας των Ρομά στα Βαλκάνια.
Το τραγούδι πήρε το όνομά του από το Εντερλέζι, μια γιορτή για την άνοιξη, ξεχωριστής σημασίας για τους τσιγγάνους Ρομά στα Βαλκάνια (και σε άλλα μέρη του κόσμου).
Αυτή η γιορτή γιορτάζει την επιστροφή της άνοιξης. Ederlezi είναι το όνομα τσιγγάνων για τη σερβική και βουλγαρική γιορτή του Αγίου Γεωργίου που γιορτάζεται στις 6 Μαΐου (αφού στις περισσότερες σλαβικές χώρες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το παλαιό ημερολόγιο ή, με το νέο ημερολόγιο, στις 23 Απριλίου).
 Το τραγούδι έγινε διάσημο όταν χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Ο καιρός των Τσιγγάνων, του Εμίρ Κουστουρίτσα, με την εκδοχή του Γκόραν Μπρέγκοβιτς (με τον τίτλο Ederlezi (Scena Djurdjevdana Na Rijeci))
 Το τραγούδι κυκλοφόρησε και με ελληνικούς στίχους, με τίτλο "Του Αϊ Γιώργη", από τον Μπρέγκοβιτς και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη[2] το 1991. Τους ελληνικούς στίχους έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου.

Ενα τσιγγάνικο ποίημα λεει :
 ''Μια γλώσσα, αδέρφια, μας κρατάει
μια γλώσσα, αδέρφια, μας δείχνει πάνω στη γή
η Τσιγγάνικη, η πολύ τραγουδιστή.
Ψάξτε Τσιγγάνοι τις λέξεις της
θα βρείτε τους δρόμους, που περπατήσαμε''
Nikolay Bessonov
 Ενα ενδιαφέρων άρθρο, για τη διαχρονική πορεία των Τσιγγάνων ανα τον κόσμο και τη ζωή τους στην Ελλάδα, θα βρείτε , εδώ http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1995/01/08011995.pdf

 Nikolay Bessonov (Bykovo, Μόσχα)
Η 
πορεία των Τσιγγάνων, μέσα απο την Ποίηση και τη μουσική.
 ''Οταν ήρθαν να πάρουν ''
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
 Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα, Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει…
Γιά σένα που νομίζεις..
ότι η δική σου σειρά δε θα φτάσει ποτέ..
ότι επειδή ακόμη δε χρειάστηκε να πας στο νοσοκομείο
και να σε διώξουν
γιατί δεν έχεις λεφτά..
Οτι επειδή ακόμη έχεις ένα πιάτο φαί, δε θα στο πάρουν
Οτι ακόμη δε σου πήραν το σπίτι του πατέρα σου
για χρέη στο Δημόσιο, θα τη γλυτώσεις
Οτι επειδή το παιδί σου ακόμη είναι στο σχολείο, θα συνεχίσει..
Οτι η ζωή σου δεν επηρεάζεται από εκείνη του διπλανού σου..( συγγραφέας του ποιήματος δεν είναι ο Μπρεχτ μα ο Γερμανός πάστορας Martin Niemöller . Το ποίημα είναι αυτοβιογραφικό  μια κι ο ίδιος επέδειξε την αδιαφορία που αναφέρει και στο τέλος φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τους ναζιστές.  Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1955 στο βιβλίο του Milton Mayer Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι.

 Το τραγούδι από την ομώνυμη ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη,
σε ελεύθερη απόδοση από τα Τσιγγάνικα.
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Τραγούδι: Κώστας Παυλίδης, Δώρα Μασκλαβάνου
 Τσιγγάνο είναι ωραίο να σε λένε
Τσιγγάνος δεν είναι εύκολο να είσαι
Δεν ξέρω τι θα γίνω
Δεν ξέρω
Τσιγγάνος θα ήταν ωραίο να είμαι
Θα 'θελα πολύ να είμαι
Δεν ξέρω Τσιγγάνος τι είναι
Δεν ξέρω 
 Painting by-Andrew Atroshenko
Του Ανέμου και της Παινεμένης  - Federico Garcia Lorca
 Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.
  
Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:

Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ’ αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.

Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα:
 
Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ‘ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ’ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.

Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί.

Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.


 Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου 
( Κωστής Παλαμάς, απόσπασμα)
 Τέλους κανενός, καμιάς αρχής
τη δική μου γνώμη φράχτης
δεν ορίζει. Είμαι του Τίποτε
πανελεύτερος ο κράχτης (...)
Είμ' εγώ που σβύνω το Γιατί
κ' είμ' ο απαρνητής του Κάτι (...)
ούτ' η Ελλάδα σας θαμπώνει με,
το λιβάνι δε με μέθυσε
καμιάς δόξας περασμένης
και λατρείας καμιάς (...)

Χωρίς έχτρα, χωρίς έρωτα,
ο τεχνίτης ήρθα εδώ
για των ψευτονείρων σου, άνθρωπε,
το ναό να πλάσω εγώ
τέρας άγαλμα το Τίποτε
μ' όλες τις θρησκείες της πλάσης,
τέρας για να φοβηθής
και μαζί για να γελάσης!" (...)
Γύφτο οι αλλόφυλοι με κράζουν,
κι οι γύφτοι αλλόφυλο με λένε,
κι οι δουλευτάδες ακαμάτη,
και οι σπλαχνικές καρδιές με κλαίνε,
κι οι χαροκόποι δε με θέλουν,
και μ' είπαν οι γεροί σακάτη, παλιάτσο με είπε κι ο σακάτης
κι οι ονειροπλέχτες με κοιτάζουν, πάντα με ξαφνισμένο μάτι,
σαν όνειρο άπρεπο και ξένο, καθώς διαβαίνω (...) 
Ολόκληρο το ποίημα /εδώ

Painting by- Alois Hans Schram

Τσιγγάνικο-Kώστας Βάρναλης

Βάρα γερὰ τὸν νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμῶ στὸν ἄγριο ἐσὲ ζουρνᾶ σου!
Φλουρὶ κολλῶ στὸ στῆθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!

στρογγυλοπαίζει σου ἡ κοιλιὰ κι ὁ κόρφος σου πετάει
τὰ μπρούνζινα γιορτάνια σου καὶ τὰ χοντροβραχιόλια.
Παίζει τὸ μαῦρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
καὶ φέρνει ὁ λάγνος σου χορὸς τὴν πεθυμιὰ τῆς νύχτας!..
Κρασὶ ἂς μὴ παύσουν τ᾿ ἄταχτα μουστάκια μας νὰ στάζουν!..
Ἒ σύ, πατέρα! Ἡ κόρη σου ῾πόψε τὸ παθαμύθι
θὰ μοῦ εἴπει τὸ τσιγγάνικο πά᾿ στὸ προσκεφαλό μου!

http://img0.etsystatic.com/005/1/5124363/il_570xN.404573594_ipma.jpg

Η Sarah Brightman τραγουδά το Hijo de la luna, ένα πασίγνωστο ερωτικό τραγούδι των Mecano.
Σύμφωνα με το μύθο μια τσιγγάνα παρακαλεί το φεγγάρι να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρο της και να παντρευτεί έναν τσιγγάνο.
Το φεγγάρι της απαντά ότι θα τη βοηθήσει στην επιθυμία της αλλά πρέπει να θυσιάσει το πρώτο παιδί που θα αποκτήσει με τον άντρα αυτόν.
Η τσιγγάνα παντρεύεται και κάνει παιδί, αλλά το παιδί βγαίνει με λευκό και απαλό δέρμα. Ο τσιγγάνος γίνεται έξαλλος γιατί νομίζει ότι το παιδί δεν είναι δικό του, τη σκοτώνει και εγκαταλείπει το μωρό σε ένα βουνό.
RichardGeiger5
Painting by-RICHARD GEIGER   
 Τσιγγάνα -Στρατής Παρέλης
Ωχ, τσιγγάνα μου, για τη νύχτα όλο πόρπες αγγέλων
πέφτουν μες τα χαλάσματα της δικής μου ψυχής :
Δεν χωρώ μέσα στον εαυτό μου-
ο βαριός ορίζοντας συλλογισμένος κοιμάται,
ανεβαίνει στην έκπληξη-
οι πόλεις βραδιάζουν,
φωταγωγούνται-
κουβέντες
λάμπουν τα λόγια τους
μες το δριμύ τσιμέντο και την μαύρη όραση.
Το λούσο της φωτιάς σε ντύνει
ένα άρωμα ροδαλό
όπως
χορεύεις λικνίζοντας το κορμάκι τρικάταρτο
και στενάζεις από την γλώσσα καημού.
Ωχ τσιγγάνα, τσιγγάνα
για την μέρα αλλάζει ο μήνας,
στρατιές ωρών εναντιώνονται
θέλοντας
το δίκιο τους!
Τώρα…
lionel-noel-royer-
Painting by-LIONEL NOEL ROYER  

Της γύφτισσας-Γιώργης Παυλόπουλος
Στην Ανθή
Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
 Painting by- AMALIE BENSINGE
  Φάτα Μοργκάνα -Νίκος Καββαδίας
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Adolf van der Venne
Austrian artist (1828–1911)  

 Ο μπαλαμός ( Το τραγούδι των γύφτων )

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

''Ζωή με λες'' - Γιάννης Φιλιππίδης

 Paper Boats by Diana Debord
Αφιερωμένο στον συγγραφέα, Γιάννη Φιλιππίδη (αντί προλόγου)
Είναι κάποιες φορές, δεν θέλω να σου πω ψέματα, που η αλήθεια γίνεται ''απειλή''.
Η νύχτα δεν είναι πάντα φίλη σου και η μουσική δεν γιατρεύει όλες τις πληγές.
Κι όμως επιμένεις παντός καιρού και τρόπου να ονειρεύεσαι.
Γιατί θέλει κότσια, να ρίχνεις ακόμα τις χάρτινες βαρκούλες σου στο νερό και να ανοίγεσαι στο πέλαγος της καρδιάς.
Να περπατάς στο δάσος όταν ο λύκος είναι εκεί.
Να φοβάσαι, μα,  να προχωράς σε καινούργια μονοπάτια, μακριά απο το γνωστό και το αναγνωρισμένο.
Να ξορκίζεις την πίκρα σου με ένα τραγούδι βάλσαμο.
Και τότε η πληγή γίνεται απο τραύμα ''θαύμα'' κι ανθίζουν άξαφνα τα πιο όμορφα κυκλάμινα της Αγάπης
Ετσι, μπορείς να πεις ''Ζωή με λες''

 Παιχνίδια πεζογραφίας και εικόνων.
Μια ακολουθία από αυτοτελή κείμενα για τη ζωή μας. Κρυμμένες για καιρό ερωτήσεις και απορίες, στάσεις σε γοητευτικά ενσταντανέ, μικρά καθημερινά αναθέματα, κουβέντες που διαρκούν δεκαετίες, μονόλογοι σε β΄ ενικό που ονειρεύονται να θεραπεύσουν την ανήσυχη φύση μας.
Τα κείμενα ανταμώνουν και σαγηνεύονται από τις φωτογραφίες της Ρενέ Ρεβάχ, σε μια φροντισμένη έκδοση 176 σελίδων με σκληρό εξώφυλλο, κυκλοφορεί απο την ''Ανεμος εκδοτική'' http://www.anemosekdotiki.gr/
 ''Ζωή με λες''
 Επιλεγμένα αποσπάσματα.
 'Ηλιο να μου χαρίζεις τα πρωινά
Θέλω να μου στέλνεις έναν ήλιο παραπάνω τα πρωινά του χειμώνα.
Να ξεμένω αιφνιδιαστικά χαμογελαστός να τον κοιτάω, ελπίζοντας για όλα.
Να εισβάλει αντάρτης στο ανατολικό δωμάτιο, αποκαλύπτοντας χρώματα, που ' χαν απο καιρό βουλιάξει στο γκρι των ημερών.
Να εμπνέομαι παιχνίδια και ρυθμούς απο τους σπάνιους, απολαμβάνοντας τις λάμψεις του στις επιφάνειες των ξύλων, όπως εισβάλει γενναιόδωρος και αυθάδης,  να καταργήσει τις βροχερές γραμμές του δέρματος στο μέτωπο.
Αυτός, τουλάχιστον,  ξέρει καλά την τέχνη, να χαρίζεται σε διάρκεια.
 
Αυτά τα ήσυχα μεσημέρια.
Γράψε ένα τραγούδι για μένα.
Δεν ξέρω αν ζητάω ρουσφέτι ή φωνάζω <βοήθεια&gt, βουλιάζοντας σ' ένα σκοτεινό μαύρο κύκλο με απροσδιόριστης έκτασης εμβαδό κι αχνές βάθος.
Αλλά βαρέθηκα να αισιοδοξώ μονάχα τα πρωινά, που ο ήλιος λούζει τις απέναντι ταράτσες, ή τα μεσημέρια αυτά τα ήσυχα μεσημέρια, που τον θόρυβο της πόλης απορροφούν οι κυρίαρχες εξωτερικές τοιχοποιίες κι εγώ στέκομαι θαρρείς σαστισμένος, αφενός με την ομορφιά ν'ανασαίνεις στην Ελλάδα και να 'σαι ακόμα νέος κι υγιής και την ίδια στιγμή να βουρκώνεις απο αγωνία, για όσα φοβάσαι κι αργούν να'ρθουν.
Αγγιξε απαλά τα δάχτυλά σου στο πιάνο, να κυλήσει η ζωή σε μια βόλτα γρήγορη
κάπως ελεύθερα, ν'ανασαίνουν τα ημιτόνια ,να σκαρφαλώνουν κρεσενταριστά οι τόνοι κι οι διέσεις κι υφέσεις να 'ρχονται προστατευτικές, σαν παλιές βαριές κουρτίνες, το πρωινό μιας νύχτας, που 'χεις ξεμείνει ν'αναρωτιέσαι: αυτό στ'αλήθεια θες να περισσεύει απ' όσα ονειρεύτηκες ή απευχήθηκες, αλλά συνέβησαν;
Γράψε ένα τραγούδι για μένα,  που ελπίζω ακόμα στις ευχάριστες εκπλήξεις, που αδυνατώ να τις ξεντύσω απ' τις σκόρπιες προσευχές.
Μακρινές γραμμές 
Μέσα στους καθρέφτες, θα μετρήσουμε απ' την αρχή τις θεωρίες 
που καταδικάσαμε σ' αιώνια σκόνη κι όσα απογεύματα απο Κυριακές ευχήθηκες,
να ' χε ρουφήξει η ροή του χρόνου, πρίν τις τρέξουν οι ωρολοδείκτες.
Σε παραλίμνη πλημμυρισμένη απο φύλλα κοκκινα
θα περπατήσουμε, ώσπου να θυμιθείς ξανά, παλιά ρεφρέν απο τραγούδια, που σου' φερναν στι-γμιαία αναφιλητά 
στα γυμνασιακά μας χρόνια.                                               
Πίσω θα πάμε, μέχρι τη πρώτη αγκαλιά που εμπιστεύθηκες 
την εποχή
που ανυπόμονη βλέπαμε τις μακρινές γραμμές απ' τα παραθυρα 
του έξω κόσμου.
Πληροφορίες για τον Συγγραφέα, Γιάννη Φιλιππίδη /εδώ http://yannis-filippidis.blogspot.gr/

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Σε ίχνη ηχοχρωμάτων αιθέριων

Art by  John Simmons (British, 1823-1876)
**  **  ** ** 

Σε τόπους που ευδοκιμούν τα όνειρα ξαναγυρνώ /ανιχνεύοντας σημεία της όρασης και των διαισθήσεων/αναζητώντας στο φως το ανέσπερο την καινούργια μέρα.
Σε ίχνη ηχοχρωμάτων αιθέριων/τα θαύματα επικαλούμαι ανακαλώ απ' τη σιωπή τα λόγια των χαμένων παραδείσων
 χαρίζοντας ίχνη <<σύμβολα ερωτικά>>/ στους ανέμους/σαν ένα γόνιμο μόριο της συλλογικής μνήμης του απείρου.
 Απο τη μοναξιά μου βγαίνω και χάνομαι στις θάλασσες /του άγνωστου Θεού.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Το ''φανταστικό βιολί''

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhjZWjynanN0Ozm5rdAfNhLacnbY1_GjkmRtp-3HFacLsZHgcQfbvkaB8evg35LkQke1Fr11bml9Hq5E9uyssc4A1B3fM_u_Oylhtnd-6tuquoNzhKSB0_ZiaiwP7mc_63VAQ-fXfLUl8nb/s1600/pyle-old.violin-1894.jpg

The Old Violin by Howard Pyle, 1894.

Ο μουσικός (Τάσος Λειβαδίτης

  Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ……ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.





 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMRIQhXD7wsxS4PmxCTjA-ruunUqicJ4w_iUWmPYbKQxggzRY6C5VXuvZ2lOufBoaGgPJJHGJEciP28w3nMhf_8Uv5I1zKS42Q_RhDXxXRToW_SPGZPd6GjQPbPMqxBmcMLWmm1IQu3MY/s320/violin.jpg
Βιολί για Μονόχειρα
Τάσος Λειβαδίτης
"Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον..."


Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω -- ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο, ή μάλλον να το πω αλλιώς: το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου, αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου λένε -- έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους τρελούς -- τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να μεγαλώσει, κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης μόδας, 
μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου, καθ' ότι αλκοολικός και διότι άρχισε να βρέχει σε παλιούς μακρινούς καιρούς κι απ' το παράθυρο έρχεται η μυρωδιά των κυπαρισσιών σαν μια μουσική που μαντεύεις το τέλος της -- ενώ η γριά μου εξηγούσε την ανάσταση του Κυρίου, «φοβόταν μήπως αλλιώς τον λησμονήσουν» έλεγε, όσο για μένα, προτιμώ να κρεμάσω ένα ρολόι στο γιλέκο μου, παρά να κρεμαστώ εγώ -- θα ήταν τότε σαν να εξηγούσα πολλά πράγματα, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του -- ήμουν τόσο εξουθενωμένος που στους διαβατικούς καθρέπτες που κοιτάχτηκα δεν είδα παρά την ανείπωτη λέξη, και μην έχοντας τίποτα καλύτερο κάθομαι και θησαυρίζω, (εν αγνοία τους, βέβαια, αφού μου είχανε πάντα γυρισμένες τις πλάτες) αλλά δεν ξοδεύω και αρκούμαι στο μακρινό σφύριγμα του τρένου, που ανορθώνει, σαν άνθρωπο, 
το σκυλί και ρίχνει κατιτί μες στο κουτί του ζητιάνου -- γιατί το ξέρω ότι ματαιοπονώ, κι οι σελίδες που γράφω θολώνουν κιόλας από κάμαρα σε κάμαρα και στο φως της λάμπας το βράδυ θα έχουν μια άλλη σημασία και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις, αντίο, λοιπόν, καλή μου εγκαρτέρηση, εγώ πάω ν' ασχοληθώ με τους τρελούς μου
ή μάλλον θα πω για τα παπούτσια τους, 
 τόσο αφρόντιστα σαν να τους τα φόρεσε ένα χέρι που ήξερε περισσότερα κι ίσως, αν σφύριζα πιο αμέριμνα, όλα να 'χαν πάει καλά ή αν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής, όπως αυτός ο γελοίος σταθμάρχης που πληρώνεται για να μη μ' αφήνει να ταξιδέψω ή σαν τον ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος.
 Το "Βιολί για μονόχειρα" εκδόθηκε το 1977
και το 1979 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Αrt  by Hamish Blakely

 Ναπολέων Λαπαθιώτης
Στο κέντρο το νυχτερινό
 Τώρα που παίζει το βιολί
κι έχουμε πιει τόσο πολύ
που μ’ έναν έρωτα τρελό
σαν νά `μαστε δεμένοι.
 
Σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό
βάλε ξανά να ζαλιστώ
μέσα στο όνειρό σου να κλειστώ
το μόνο που μου μένει.
 
Γιατί άμα λείψει το κρασί
και φύγεις έξαφνα και συ
και βουβαθεί και το βιολί
με το γλυκό βραχνά του.
 
Μες στης καρδιάς μου το κενό
μεγάλο σαν τον ουρανό
θ’ ακούσω πάλι το βραχνό
τραγούδι του θανάτου.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjVpWOiyyYuWAWpdjxO-BMg5lJThFRBu5gj8CRxkb0PXvYuN9YJSrwYcqsS3wYIx_0jiyvya3v-6QxYHGYFnBU7B9nh1YUzYmhKvwlOLhTAcb8HnWE0WiliZMs_s8G9_dD8iLXIs90GsW5L/s1600/Violin+%26+Wine+Bottle.jpg

Κασίντα για το κλάμα

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω να ακούω το κλάμα,
όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
μονάχα κλάμα ακούω και τίποτ΄άλλο
 
Ελάχιστοι είναι οι άγγελοι που τραγουδάνε
ελάχιστα σκυλιά αλυχτούν
μες στην παλάμη του χεριού μου χίλια βιολιά χωράνε.
 
Αλλά το κλάμα είναι ένας σκύλος απέραντος
το κλάμα είναι ένας άγγελος απέραντος
το κλάμα είναι ένα πελώριο βιολί
τα δάκρυα σκέπασαν τη φωνή του ανέμου
και δεν ακούς πια τίποτ΄άλλο παρά κλάμα.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Τρεις Εραστές, Μίλτος Σαχτούρης.
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.

Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας

Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι

Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει

Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiT_EOmZ1EeHVgIGxB-7HJwjEijNoQA8jfxQo7fn1F5gq272G7cLcBEgTR9SprRJjqf_C2B_fjKdsyJ_M4Zep8ArHWLtiAeg9LL9CCjhEOR61U0lk3MAP4vSGrCJxc1KvoBDV9vU4GCX5A/s1600/Tarlton+Original+Oil+Painting+Violin+woman+eBay+017i.jpg
Art by  Karen Tarlton

Τὸ παλιὸ βιολί -Ιωάννης Πολέμης

Ἄκουσε τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τ᾿ ἀχνὰ κι᾿ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.

Καὶ τ᾿ ἀηδόνι τ᾿ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ
ζήλεψε κι ἐσώπασε κι ἔσκυψε κι ἐστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.

Ὡς κι ὁ γκιώνης τ᾿ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,
μὲ λαχτάρ᾿ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει
καὶ σωπαίνει ἀκούγοντας τὸ παλιὸ βιολί,
γιὰ νὰ μάθει ὁ δύστυχος πῶς ν᾿ ἀναστενάζει.

Τί κι ἂν τρώει τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί
κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι ἄλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλιώνει.

Εἶμ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τῆς πρώτης νιότης μου τὰ δροσάτα χείλη.