Σελίδες

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Θωμάς Γκόρπας «Αμάν, λιγότερη δυστυχία»...

"Το άγαλμα της Ελευθερίας", τέμπερα, του Θ. Μπικηρόπουλου
Θωμάς Γκόρπας «Αμάν, λιγότερη δυστυχία»...
(...) Η Ελλάς ανέκαθεν υπήρξεν / αξιέραστος κόρη της οποίας οι σπουδαίοι ερασταί /  (όρα και στρατηγόν Μακρυγιάννην) / παραμένουν / ακόμα μέσα στα χαρτιά αμελέτητοι και μακρινοί / συγγενείς / δια την λεγομένην μάζαν που με κάτι / ψευτογκόμενους / που τους αλλάζει σαν πουκάμισα / καλά τα περνάει - α! ονόματα δε λέμε...Θωμάς Γκόρπας, Ανάμνηση

 Ο Γκόρπας, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935. Ο ίδιος ο ποιητής αυτοβιογραφούμενος γράφει: 

«Γεννήθηκα στο Μεσολόγγι το 1935, επίσημη χρονιά του ελληνικού σουρεαλισμού… Τα μαθήματα του Δημοτικού, τα άκουσα, μέσα σε μια αποθήκη κρασιών, στο πίσω μιας καρβουναποθήκης, λόγω επιτάξεως των σχολείων… 

Από το 1945, έως το 1950 έπαιξα Καραγκιόζη, με δικές μου φιγούρες… 
Το καλοκαίρι του 1951, μαζί μ’ άλλους δύο συμμαθητές κατασκεύαζα φιλολογικό περιοδικό και λειτουργούσα πρωτόγονο κινηματογράφο… 1949-50 έγραψα τους πρώτους μου συνειδητούς στίχους, χωρίς ρίμες…
 Το 1952 άνοιξε ο φάκελός μου στην Ασφάλεια, με πρώτες εγγραφές την ηγετική μου συμμετοχή σε μαθητική διαδήλωση υπέρ της Ενώσεως της Ελλάδας με την Κύπρο…, την ασέβειά μου κατά την ώρα της ομαδικής προσευχής,
 την ανάγνωση κομμουνιστικών εφημερίδων («Νεολόγος Πατρών», «Βήμα», «Ελευθερία» κ.ά.), την ανάγνωση «κομμουνιστικών βιβλίων» (Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι κ.ά.)… 
 Περισσότερα/ διαβάστε ΕΔΩ

Βασίλης Βαγιάννης, Ζωγράφος

Αναπόληση

Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ' αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κ' εσύ
να περνάς απ' έξω.(Θωμάς Γκόρπας)

Παύλος Σάμιος, Ζωγράφος
Παύλος Σάμιος
Per più informazioni leggi qui: http://www.tuttartpitturasculturapoesiamusica.com/2014/04/Pavlos-Samios.html
© Tutt'Art@ | Pittura * Scultura * Poesia * Musica |
Pavlos Samios, 1948 ~ Greek romance
Per più informazioni leggi qui: http://www.tuttartpitturasculturapoesiamusica.com/2014/04/Pavlos-Samios.html
© Tutt'Art@ | Pittura * Scultura * Poesia * Musica |

  Αγριότης Ερωτος-Θωμάς Γκόρπας
Κοίτα το κατσίκι πως ανεβαίνει
κοίτα το κατσίκι πως κατεβαίνει!
Θα σε λέω κατσίκι!
Δεν ξέρω καμιά τάδε
ν` ανεβοκατεβαίνει στο κεφάλι μου
καθώς το αίμα στο κάτω κεφάλι μου!
Τέτοιες ώρες εγώ τ` απάνω κεφάλι μου
το στέλνω να κάνει τουρισμό!
Είναι να κρυβόμαστε;
Είσαι κατσίκι ελληνικό
κ`εγώ ελληνικό κατσάβραχο!

''Δάκρυ'' Μεταξοτυπία

ΚΑΡΑΒΟΥΖΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ
Στην πατρίδα-Θωμάς Γκόρπας

εσύ ξεκίναγες τη μέρα, εσύ ξεκίναγες τη νύχτα,
εσύ ξεκίναγες τ' όνειρο σε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που πίνει το αίμα μου
γιατί είναι μόνο κόκκαλα και θέλει να περπατήσει.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που μου σπάει τα βήματα
για να με δοκιμάσει.
Πολύ απλό που χάθηκες, αγάπη μου,
όπως χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
με τους καημούς και με τα σχέδια πεθαμένα
στα δύο μου χέρια.
Ήσουν το χέρι που άγγιζε την καρδιά μου δημιουργώντας φως,
πίκρα και μένα, χαμηλή μουσική.
Ήσουν γιασεμί μεθυσμένο μες στο φεγγάρι,
ήσουν το φεγγάρι ξαπλωμένο σε σκοτεινό σοκάκι,
ήσουν σκοτεινό σοκάκι, σφαγμένο μες στην καρδιά μου.
Κι εγώ πουλί να κελαηδεί καθισμένο
στο αριστερό σου στήθος.
Μα τώρα χαθήκαμε ο ένας για τον άλλο, αγάπη μου,
σάμπως ο ένας απ’ τους δυο μας νάναι πεθαμένος.

1957

Περιστατικό στην οδό Σταδίου-1957 -Θωμάς Γκόρπας
Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.
Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.
Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε
το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ’ άλογο.

Απ’ το στόμα του πετάχτηκαν αφροί
κι έπαιξαν στα μάτια σας
απ’ το στόμα κι απ’ τη μύτη τίναξε το αίμα του
που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.
- Από πείνα. Είπατε.
Τα πόδια σας πώς είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;

- Από πείνα. Είπατε.
Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;
- Από πείνα. Είπατε.
Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;
- Από πείνα. Είπατε.
Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος…
Gina Higgins ~ American Noir

 Θωμάς Γκόρπας - Το λάθος


Να μη χαθούμε μες στην ερημιά του κόσμου έλεγε

χαθήκαμε μες στο κατάμεστο ξενυχτάδικο
άγγελοι μετανάστες σε αθηναϊκό υπόγειο ουρανό .
Το πρωί μου τηλεφώνησε να μάθει αν τη θέλω ακόμα.
Δε σ' ακούω της είπα πάρε το μηδέν .
Αλλά εκείνη πήρε λάθος... Πήρα λάθος μου είπε
να με συγχωρείτε
ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μνήμη Σταμάτη Μαράντου
Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.

Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα

Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλν τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…

Τόσοι τυχάρπαστοι καμπλεξαριμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια

Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είανι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.

Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει

Πηγή  /  http://www.poiein.gr/archives/4394

Δόξα της Κυριακής-Θωμάς Γκόρπας

Η κοπέλα απέναντι στο άλσος
συνομιλεί μ’ επιθυμίες κι ατσάκιστα μυστικά.
Τα χέρια της δείχνουν τους δρόμους,
τα πόδια της προσανάβουν το τραγούδι της χλόης,
τα μάτια της καλημερίζουν το δροσερό φως.
Ο ήλιος λάμπει στο μέτωπό της,
το μέτωπό της λάμπει πιο καλά από τον ήλιο.
Τ’ ανεξάντλητα μαλλιά της μουσική
που θέλει να τρελλαθεί.
Ολόκληρη είναι το καλοσώρισμα της αγάπης
ο πιο αρμόδιος τίτλος της Κυριακής.

Φωτογραφία, Δημήτρης Χριστοδούλου(ποιητής)

Η ΠΟΙΗΣΗ-Θωμάς Γκόρπας
Μνήμη Δημήτρη Χριστολούδου
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια….

Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
……………………………………………………………..
κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη
πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…
Τραγωδία-Θωμάς Γκόρπας
Κανείς δεν σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο που θα ‘ρχονταν σε λίγο
κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα ‘διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.

Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δε μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…

Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω που θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ‘χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;
Θωμάς Γκόρπας -Απάνθισμα 
(...) Φυλάγοντας τη νιότη ξέρω πως φυλάγω το λαό / χίλιες φορές τους προδομένους αγαπώ / έχω τον ήλιο μα δεν παίζω το Θεό / τον ήλιο τον μοιράζω όλον στους φτωχούς / τους φίλους μου μοιράζω σε φυλάκια εφόδου / στους τόπους ταξιδεύω με τους στεναγμούς / και το εισιτήριο ποτέ ποτέ μετ' επανόδου

 
 ...) παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης / πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά / φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά / χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα / βιολέτες σ' άσπρο λαιμό / άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό / μαύρος ήλιος καλοκαιρινός / άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος / λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού / νύχτα στρωμένη τσιγάρα / λέξεις...

 Εγώ αγαπώ τον Κάλβο εσύ το Σολωμό / μας χωρίζει μια αλλαγή βλέμματος / ή άβυσσος;

 (...) Και τούτο δω τ' αβάσταχτο ποίημα που βγαίνει σαν παιδί μέσα απ' τα σπλάχνα μου ωραίο χυδαίο τρομερό επιδεκτικό σε βίαιες αντιδράσεις χωρίς αρχή και χωρίς τέλος ένα Χαίρε σε σας που τώρα περπατάτε στο Μεγάλο Δρόμο μ' όλη μου την πίστη μ' όλη μου την αγάπη ένα Χαίρε που σκίζει στα δυο το Τώρα στο Χτες και στο Αύριο...

 Από δω και από κει
Από δω ανθρακιά και πλήξη από κει τα όνειρά μας.
Το γνήσιον η απομίμησις και οι ενδιάμεσες σπαθιές στον αέρα
για να τρομάξουμε τους τρομαγμένους. 


 Είναι πάντα καινούργιο ό,τι δεν παλιώνει μέσα μας. 

 
 Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα φαΐ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…

 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ένας μικρός, γλυκός Σεπτέμβρης

Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
θέλει να παίξει ακόμα με τ'άστρα τ' ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι...
Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παληκαράκι τρυγάει τ' αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης...

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει...
Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
Στίχοι:Hλίας Κατσούλης
Μουσική,ερμηνεία:Παντελής Θαλασσινός

Ποιήματα του Σεπτέμβρη

September Morning by John Worthington

«Ανδρέας Εμπειρίκος: «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση»

“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη

βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η

γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους

κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες

των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι

οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών

κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί

όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) ανα-

γαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-

λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε

κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.

Τίποτε μη φοβάσαι.

Έαρ, χειμώνας, θέρος-

όπου κι αν είσαι-

είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-Γιάννης Τόλιας
Από το ανοιχτό παράθυρο
φυσάει μέσα ο Σεπτέμβριος
και σβήνει
το λυχναράκι
του Καλοκαιριού. 

Με τις πρώτες σταγόνες
ανοίγουν τις ομπρέλες τους
οι πυγολαμπίδες
και πλημμυρίζουν
τα μονοπάτια του κήπου. 

Στην ανεμόεσσα κόμη
της λύπης της
ακόμα και το δικό του χάδι
αποδημητικό.

Thomas Benjamin Kennington : Autumn 1900

 (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,-Κ.Π.Καβάφης)

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —

αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·

όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,

ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,

οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.


Ο Σεπτέμβρης του 1903-Κ-Π-Καβάφης

Τουλάχιστον με πλάναις ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω.
Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά,.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίη η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου.

Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ' ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι.
BERTOLT BRECHT
Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Α.
1
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!

Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.
2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. 
Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. 
Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.
3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν είτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι… τότε… που το ξέρω… το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.

Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελλιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα.
 Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!
“… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.

Τελευταίος.

Με το τελευταίο δρομολόγιο

του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια

ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα

ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα

ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.

Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα

στον ήλιο. Για εξαγωγή.

Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.

Οψόμεθα…”

(Κική Δημουλά, απόσπασμα  από το ποίημα «Λυόμενο»)
Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο και μας χώρισε.
Κι αυτό που δεν προχώρησε
δεν ήμασταν εμείς.

Σεπτέμβριο το λέγανε
το κύμα που μας γνώρισε.
Τι κρίμα που δεν ένοιωσε
κανένανε κανείς.

Χωριστά θα μας βρει ο καινούργιος χειμώνας,
με πουλόβερ καινούργια και παλτά περσινά.
Μια κουρτίνα μπροστά ο καινούργιος χειμώνας
που θα γράφει στην ούγια: “Δυο καρδιές χωριστά'.

Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο θα μετρήσει.
Το αίνιγμα κι η λύση
δεν ήμασταν εμείς.

Σεπτέμβριο τη λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε.
Και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς.

 Από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Το Σκισμένο Ψαθάκι"
.......
Ήταν ένα απομεσήμερο του ΣεπτέμβρηΈνα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα
Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει
Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα.
Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου
Κανείς....

 Τι όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. Ακόμα και όταν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε.
Lauri Blank | American Romantic Figuritism painter
Art by Lauri Blank
«… Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος…»
(Α. Εμπειρίκος, απόσπασμα από το
ποίημα “Επαλήθευσις”)

ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ-(Κική Δημουλά)

Ἄρχισε ψύχρα.

Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη

ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.

Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.

Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,

λόγια, πουλιά,

πλαστογραφία ζωῆς.


Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,

πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες

ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα

κι ὅλα νὰ φεύγουν.


Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια

ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη

μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.


Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση

κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.

Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.

Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,

ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,

ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.


Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;

Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.

Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:

«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;». 

Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».

Ἄρχισε ψύχρα.

Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


"Σεπτέμβρη μήνα μου"

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
 Μουσική: Γιάννης Γκούμας
Ερμηνεία: Πόπη Αστεριάδη

Σεπτέμβρη μήνα μου, βροχή, φωνή μου
νησί που σώπασες, πικρό νερό
όλα τελειώνουνε κάτω απ'τον Ήλιο
όλα αρχίζουνε με τον Καιρό

Σεπτέμβρη, δρόμε μου, νησί, φωτιά μου
πόσα τελειώνουνε μες τον καιρό...
αίμα, που έδωσα πέρα στην άμμο
έρωτα, έσβησες μες το λυγμό

Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
κι εδώ είν' η ώρα μου που θα σε βρω
Αίμα που σ' έχασα στο κύμα πάνω
μέσα στη θάλασσα σ' αναζητώ

Θάλασσα, αίμα μου, πού να μιλήσω
και ήλιε πόνε μου, πού να το πω;
Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
μέσα στην πίκρα μου θ' αναστηθώ.


Art, Helene Beland
''Χάθηκα μές στη ζωή μου''
Λούλα Αναγνωστάκη
Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου, 

χαθηκες μέσα στη βροχή...