Σελίδες

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Τα τραγούδια είναι όπως τα λουλούδια,  ανθίζουν παντού, ακόμα και μέσα στη φτώχεια.
Το τραγούδι που δεν τραγουδιέται,  δεν είναι τραγούδι, είχε πει ο Β.Τσιτσάνης.
Αυτό το τραγούδι ήταν ''κάποτε'' ανάγκη της ψυχής και απαραίτητο στοιχείο κοινωνικότητας, είχε έναν κοινό άξονα,  να σμίγει τους ανθρώπους καταγράφοντας <εκτός απο τον έρωτα>,τα εκάστοτε κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής, ειπωμένα και δοσμένα με έναν αριστουργηματικό τρόπο  απο τους δημιουργούς,  στιχουργούς, συνθέτες ώστε, όταν απο την καρδιά έφταναν στα χείλη να λειτουργούν ως κάθαρση.
Μέχρι το 1985 όταν ακόμα η φτώχεια λειτουργούσε ως κώδικας αξιών,  πλήθος τραγουδιών απο σπουδαίους συνθέτες  και στιχουργούς  γίνανε το'' καρβουνάκι ''της ελπίδας, της χαράς, του γλεντιού και της παρέας,  ξορκίζοντας με το δικό τους τρόπο τη φτώχεια,  την πίκρα και τον καημό της ανέχειας, προσδίδοντάς τους χαρακτηριστικά όπως: η λεβεντιά, το φιλότιμο, η καλοσύνη και η ''ντομπροσύνη''-φτωχά πλην τίμια χέρια''
Χαρακτηριστικό το τραγούδι σε στίχους του Λ.Παπαδόπουλου και Μουσική του Στ.Ξαρχάκου με τη φωνή του  Στέλιου Καζαντζίδη. 
''Φτωχολογιά''
Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι
για τους καημούς σου, που σεργιανούν στη γειτονιά
Φτωχολογιά, που απ’ τον πηλό πλάθεις λουλούδι
και τους καημούς σου τους πλέκεις ψιλοβελονιά


Στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν
άνδρες μ’ ολοκάθαρη ματιά
Ψηλά κυπαρισσόπουλα, χαρά στα κοριτσόπουλα
που `χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά

Οι ίδιοι δημιουργοί,  πήραν το παράπονο της φτώχειας και το έκαναν τραγούδι ζωής,  με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση 
Άπονη ζωή
μας πέταξες στου δρόμου την άκρη
μας αδίκησες 
ούτε μια στιγμή
δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ
μας κυνήγησες
το κρίμα μας βαρύ
μας γέννησες φτωχούς
με την καρδιά πικρή
γεμάτη στεναγμούς 

Άπονη ζωή
δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια
να μας χάριζες 
μια μπουκιά ψωμί
για μας τα ορφανά περιστέρια
ας χαλάλιζες
μας έδειρε ο βοριάς
μας ήπιε η βροχή
το αίμα της καρδιάς
γιατί είμαστε φτωχοί
Ο Μίκης θεοδωράκης ντύνει επάξια με τη μουσική του, τους στίχους του ποιητή μας Τ.Λειβαδίτη,  σ'ένα απο τα ωραιότερα τραγούδια των τελευταίων 50 χρόνων(κατά την ταπεινή μου άποψη),  με την ανεπανάληπτη ερμηνεία του Γρ.Μπιθικώτση Δραπετσώνα.
Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά
 απαντοχή

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί


Σημαντικός σταθμός για τα τραγούδια της φτωχολογιάς,  < δεν αναφέρω το ρόλο που έπαιξαν αυτά, στο Ρεμπέτικο και το λεγόμενο παλιό λαικό τραγούδι  γιατί,  ''ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός''
Θυμήθηκα τώρα ένα τραγούδι του Β.Τσιτσάνη σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου-Της φτώχειας τα κουρέλια
Αλλά,  και το τραγούδι του Μανώλη  Χιώτη με τη μπριόζα και σκερτσόζα ,  όπως την αποκαλούσε ο πατέρας μου, Μαίρη Λίντα-Λαός και κολονάκι.

Σημαντικό σταθμό ''λοιπόν'' όχι μόνο για τα τραγούδια της φτωχολογιάς, αλλά  και για την ταινία <Συνοικία τ' όνειρο>σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη, το τραγούδι ''Βρέχει στη φτωχογειτονιά'' .
 Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με την αυθεντική λαϊκή και δραματική ερμηνεία του γίνεται ένας ακόμη «ρόλος» της ταινίας προσθέτοντας δραματουργικά στο συνολικό κλίμα αρτιότητας  και υψηλής αισθητικής που τη χαρακτηρίζει. 
Το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά»σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη-και- Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνευμένο εκπληκτικά από τον Μπιθικώτση, που εκείνα τα χρόνια συνεργαζόταν στενά με τον μεγάλο συνθέτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς αντικατοπτρίζοντας μοναδικά τη σκληρή πραγματικότητα μιας Ελλάδας που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να επιβιώσει.

Ο Ηλίας Ανδριόπουλος σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη  και την μοναδική ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου,  σ' ένα τραγούδι προσευχή
  
Κι  ήρθαν τα χρόνια, το τραγούδι έγινε διαφημιστικό- σλόγκαν- δισκογραφικής εταιρείας και η φτώχεια αποτέλεσε ''πολιτιστικό'' αδίκημα ντύθηκε με μεταξωτές κορδέλες,  φρουφρού και αρώματα απέκτησε <γκαμπριολέ> και <Γκούτσι>φόρεμα, έκανε ότι μπορούσε να αποποιηθεί την ταπεινή καταγωγή του,  το λαικό τραγούδι πέρασε στο περιθώριο.
Ενας καινούργιος ορισμός ήρθε να εξωραίσει τα πράγματα ''Εντεχνο '' το είπανε
Μας μπέρδεψαν με τραγούδια ακαταλαβίστικα,  κλαψομούρμουρα  εμείς του Εντέχνου,  εσείς του Α-τεχνου.

Αργότερα το Εντεχνο μετονομάστηκε  σε ''Λόγιο''
Κάποτε ένας σημαντικός Ελληνας φιλόσοφος έγραψε: «Το ό,τι η πολιτική ασκείται και μέσα στις έννοιες φαίνεται εύλογο αν αναλογιστεί κανείς ότι όποιος κατασκευάζει ή χρησιμοποιεί μια έννοια, τις περισσότερες φορές δεν θέλει μόνο να δηλώσει το περιεχόμενό της, αλλά παράλληλα να δείξει την εγκυρότητα μιας ερμηνείας, να πείσει ή να πάρει με το μέρος του αυτούς στους οποίους απευθύνεται κάθε φορά.
Υπό το πρίσμα αυτό ιδωμένες, οι έννοιες δεν είναι αθώες, αλλά φορτισμένες με συμφέροντα, ως προς τα οποία και ενέχονται όσοι τις κατασκευάζουν ή τις χρησιμοποιούν». (ΚΨυχοπαίδης, Πολιτική μέσα στις έννοιες, «Νήσος», Αθήνα 1997).
 Υπάρχει λοιπόν πολιτική μέσα στις έννοιες «έντεχνο» και «λόγιο>; 
Δεν είμαι ειδικός για να προβώ σε τέτοιου είδους αναλύσεις,  με καλύπτει ως δήλωση αυτό που έγραψε ο Θ.Μικρούτσικος  στο cd του-Ποίηση με μουσική (1997), όπου ο Κ.Θωμαίδης ερμηνεύει την ποίηση των Κ Καβάφη και Χ.Λιοντάκη:''Πρέπει κάποτε
 οι μουσικολόγοι να διορθώσουν τους 
παροχυμένους όρους :
''σοβαρό'',''κλασσικό'',''ελαφρό'',''έντεχνο'', λες 
και το άλλο είναι ''α-τεχνο.  Μέχρι τότε, εμείς θα 
χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους για να 
συννενοούμαστε.
Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, αν ζούσε σήμερα 
ο Β.Τσιτσάνης, θα έλεγε :''Tραγούδι που δεν 
τραγουδιέται,  δεν είναι τραγούδι.''

-Ξαφνικά ανακαλύψαμε  ''ξανά'''τη φτώχεια γύρω μας,  αλλά και την ένδεια του Ελλ Τραγουδιού..

Απο φτωχοί  γίναμε φτωχότεροι και  δεν υπάρχει ρε γμτ ουτε ένα τραγούδι να  την τραγουδήσουμε .
Ευτυχώς, διασώθηκαν τα τραγούδια της ''φτωχολογιάς'' τότε που η φτώχεια λειτουργούσε   ως κώδικας αξιών .

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.(Μαρία Λαμπράκη)
Χαίρε φτώχεια με τον άξιο λόγο του Κώστα Τριπολίτη

Χαίρε φτώχεια
Στίχοι -Κώστας Τριπολίτης
Μουσική-Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία -Χρήστος Θηβαίος 

Άκουσα τα λόγια της βροχής
ήσυχα βαριά προσεχτικά
πάνω στους τσίγκους
Στον καταυλισμό που αντηχεί
μελαγχολικά υπνωτικά
φέρνουν ιλίγγους
Χαίρε φτώχεια και φτώχεια της φωνής
και φτώχεια στις παράγκες χαίρετε!

εκ των πραγμάτων αφανείς παράγωγα της μηχανής
που έχει ανάγκη από τραγούδια με ανάγκες
χαίρετε!
Έφτασα στο τέλος των σκοπών
μίζερη στεγνή λογιστική
με fax και bonus

Ζώντας διαμέσου των σιωπών
δάκρυα με θλίψη αυθεντική
στους βλεννογόνους

Χαίρε φτώχεια και φτώχεια της φωνής
και φτώχεια στις παράγκες χαίρετε!
εκ των πραγμάτων αφανείς παράγωγα της μηχανής
που έχει ανάγκη από τραγούδια με ανάγκες
χαίρετε!


Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Καλό μήνα Μάρτη !


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_Mi3Xa_13TD8i_Mk3CWpeQShJtYTmBa1E8cqcse4QsyF5R3lKbYHu2abM2RJTsRifcQeEEK5PEbMvSzGIqDfRqUO2Jj2cZy1d03VDOp4psD9kGoT9D1_GqVzUVKwQaIujxsiys9eOn_c/s1600/1622763_602081379886556_855412870_n.jpg ΜΑΡΤΗΣ
Ο λαός μας λέει:

«απούχει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην την δει» «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει»
Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο έθιμο, με βαλκανική διασπορά.
Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Από τη 1η  του Μάρτη, τα παιδιά φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μάρτης προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.
Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.
Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους.
 Άλλοι πάλι, δένουν τον Μάρτη σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία.


Στις 21 Μαρτίου 1882, στο φιλολογικό περιοδικό ΕΣΤΙΑ δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά για το μήνα Μάρτιο.
Ο ποιητής δεν είχε εκδώσει ακόμη τις μεγάλες του ποιητικές συλλογές, ενώ και το συγκεκριμένο ποίημα δεν μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ποίημα που έγραψε κατά την παιδική ή την πρώιμη εφηβική του ηλικία, καθώς στο τέλος αναφέρει ότι αυτό γράφτηκε "Εν Μεσολογγίω" - ο Παλαμάς έζησε στο Μεσολόγγι μεταξύ 1867 και 1875, δηλαδή μεταξύ 8 και 16 ετών. 

Το ποίημα είναι ο μονόλογος μιας μητέρας προς το παιδί της για τα καλά του μήνα: από το μάρτη που ετοίμασε για το παιδί της, ώστε να το φορέσει στο λαιμό για να μην το κάψει ο ήλιος, μέχρι τα λουλούδια που ανθίζουν, τον Ευαγγελισμό και την εθνική γιορτή.
ΜΑΡΤΙΟΣ-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ροδίζ' η πρώτη του Μάρτη μέρα,
Και στο παιδάκι της η μητέρα
Γελώντας πάει:
"Με μάρτη έρχομαι το λαιμό σου
Να στεφανώσω. Σαν άγγελός σου
Θα σε φυλάει.

"Από χρυσάφι, προτού να φέξει,
Με τι φροντίδα τον έχω πλέξει
Για σε, χρυσό μου!
Με κάθε χρώμα τον έχω ντύσει,
Ουράνιο τόξο, που θα στολίσει
Τον ουρανό μου.

"Αρχίζει ο ήλιος σαν πρώτα πάλι
Να τρέχει ελεύθερος στην αγκάλη
Γαλάζιου αιθέρα.

Λιώνουν τα χιόνια, κι όσ' απομένουν
Άσχημα νέφη, κι αυτά μορφαίνουν
Μέρα τη μέρα.

"Αρχίζει ο ήλιο σαν πρώτα πάλι
Να ξετρυπώνει αγάλι αγάλι
Τα λουλουδάκια
Δειλά κρυμμένα μέσα στο χώμα.
Κι ύστερ' απ' τ' άνθη, φροντίζει ακόμα
Για τα παιδάκια.

"Κι όποιο παιδάκι με μάρτη βλέπει,
Χρυσή στα χρόνια τ' απλώνει σκέπη,
Το καμαρώνει.
Γιατί του Μάρτη η αλυσίδα
Μάνας χεράκι, μάνας φροντίδα
Του φανερώνει.

"Και όποιο πάλι το ιδεί να τρέχει
Δίχως στεφάνι Μαρτιού να έχει,
Δεν τ' αγαπάει.
Κακό παλιόπαιδο το νομίζει,
Ακούς, παιδί μου; και το μαυρίζει
Και τ' αρρωστάει.

"Μα το δικό σου σαν αντικρύσει
Λαμπρό στολίδι, θα σ' αγαπήσει
Όσο κανένα.
Κι η ίδια ακτίνα του θα σε φιλήσει
Το πιο ωραίο που θα γεννήσει
Άνθος, κι εσένα!
"Ο Μάρτης θεία είν' ευλογία!
Σα χελιδόνι ή ευτυχία
Στα σπίτια μπαίνει.
Και η υγεία σα μαϊστράλι
Στο γαλανόλευκο περιγιάλι
Μας ανασταίνει.

Αυτός, μ' αγγέλου φτερά κινάει
Και το Χριστό της πρωτομηνάει
Στην Παναγία.

Και στην πατρίδα επαναστάτης,
Ο Μάρτης έφερε τη γλυκιά της
Ελευθερία.
"Να του σπιτιού μας το χελιδόνι
Εις την παλιά του φωλιά σιμώνει,
Και σε ζητάει.
Πρόβαλε, δέξου το... Στο λαιμό σου
Πώς μοιάζει ο μάρτης! σαν άγγελος
Θα σε φυλάει".

“Ρόδου μοσκοβόλημα” είναι το γνωστό ποίημα του Κωστή Παλαμά από τη συλλογή του “η πολιτεία και η μοναξιά” που γράφτηκε το 1912:Εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά,
που μ΄έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ήβρε χωρίς νιάτα,
κι ώραν την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.
Μα χτες, καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ’ αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού μου δάκρυσαν τα μάτια.
Μιλτιάδη Μαλακάση ο Μάρτης, στο ποίημά του με τίτλο: “Ανοιξιάτικη μπόρα”
 Βαριές, πλατιές οι στάλες
πέφτουν οι μεγάλες της βροχής
κι αριές...
Κλάμα βουβό και πώς αχείς, πώς αντηχείς
μες στις θλιμμένες τις καρδιές,
αντάμα με σπασμένες δοξαριές!
Διες!
Ήλιος του Μαρτιού μαζί
με το χαλάζι το σκληρό
σαν τ’ άστρα...
Ω έννοια! Ζει
μες στ’ άλλα
πόχει η μπόρα,
ζει κι η στάλα
ακόμα το νερό, αφού
στάζ’ έτσι τώρα
μες στη φαρφουρένια
γλάστρα...
Μ. Αναγνωστακης, «Τοπιο» (απο τις Παρενθεσεις, 1956)
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.

Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
 Ρ. Μπουμη-Παππα, «Ο Μαρτης και η Μανα του»
Τον γνωρίζετε το Μάρτη,
τον τρελό και τον αντάρτη;
Ξημερώνει και βραδιάζει
κι εκατό γνώμες αλλάζει.

Βάζει η μάνα του μπουγάδα,
σχοινί δένει στη λιακάδα,
τα σεντόνια της ν’ απλώσει,
μια χαρά να τα στεγνώσει.

Νά που ο Μάρτης μετανιώνει
και τα σύννεφα μαζώνει
και να μάσει η μάνα τρέχει
τα σεντόνια, γιατί βρέχει!

Νά ο ήλιος σε λιγάκι,
φύσηξε το βοριαδάκι,
κι η φτωχή γυναίκα μόνη
τα σεντόνια ξαναπλώνει.

Μια βροντή κι ο ήλιος χάθη
μες στης συννεφιάς τα βάθη,
ρίχνει και χαλάζι τώρα,
ποποπό, τι άγρια μπόρα!

Ώς το βράδυ φορές δέκα
άπλωσε η φτωχή γυναίκα
την μπουγάδα, κι όρκο δίνει
Μάρτη να μην ξαναπλύνει.
Κική Δημουλά, «Ουτοπίες»
“Καθ’ οδόν/ (7 και 30’ πρωινή προς εργασίαν)
συναντώ τον Μάρτιο/ ευδιάθετον,
υπαινιγμών πλήρη/ περί ανοίξεως και λοιπά.
Αναβάλλω την υπόστασή μου
ανακόπτω τη σύμβασή μου/ με το χειμώνα
και διασπείρομαι σε χώμα.
Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,
ξαπλωμένη, απλωμένη/ απέναντι στο
καθ’ όλα σύμφωνο/ σύμπαν.
Φυτεύομαι άνθη,/ ανθίζω συναισθήματα,
και είμαι πολύ καλά
εις άπλετον προορισμόν/ και τοποθέτησιν.
«Απαγορεύεται η άνοιξις!»
ξάφνου μια πινακίδα – σύννεφο
απειλεί. Αμέσως
μια βροχή άρχισε κι έλεγε
εις βάρος της ανοίξεως/ και εις βάρος μου,
ένας δύσθυμος άνεμος/ μου κατάσχει τα άνθη,
μου κατάσχει τα συναισθήματα
και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.
Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,
και μάλιστα καθ’ οδόν,
από κυρία σχεδόν ώριμη
με οικογενειακές υποχρεώσεις,
και πολυετή θητείαν
εις Δημοσίαν θέση
και χειμώνες.”
Ζωγράφος, Γιώργος Σταθόπουλος
Ο. Ελύτης, «Τα Ελληνάκια»
«Τον ΜΑΡΤΗ περικάλεσα/ και τον μικρό Νοέμβρη/ τον Αύγουστο τον φεγγερό/ κακό να μην μας έβρει,/ Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά/ είμαστε δυο Ελληνάκια/ μες στα γαλάζια πέλαγα/ και στ’ άσπρα συννεφάκια./ Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά/ κι η αγάπη μας μεγάλη/ που αν τη χωρέσουμε απ’ τη μια/ περσεύει από την άλλη./ Κύματα σύρετε ζερβά/ και σεις τα σύννεφα δεξιά/ Φάληρο με Περαία/ μια γαλανή σημαία».
Τα κάλαντα του Μάρτη τα γνωστά «χελιδονίσματα».
« Ήρθε, ήρθε χελιδόνα, ήρθε και άλλη μελιδόνα

κάθισε και λάλησε και γλυκά κελάησε:
Μάρτη , Μάρτη μου καλέ και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις, καλοκαίρι θα μυρίσεις.
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις, πάλιν άνοιξη θ΄ανθίσεις.»
 Το πρώτο χελιδόνι - Κώστας Καρυωτάκης 
Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι, για να διώξεις το χειμώνα, ήλθες μ’ άνθη να στολίσεις της καλής μας γης το χώμα.
Έλα, έλα, χελιδόνι, σε προσμένει η φωλιά σου, έλα, έλα, να σκορπίσεις το γλυκό κελάδημά σου.
Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι,  την ακούμε τη λαλιά σου, ήλθες, ήλθες και απλώνεις μια χαρά σαν τη χαρά σου.
 
…Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.Κ’ έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ’ το υπέρτατο φως…(Nικηφόρος Βρεττάκος)
Ο ΜΑΡΤΗΣ (Γεώργιου Βιζυηνού)

Ο Μάρτης βάλλει τ' Απριλιού τα γλαμπυρά φορέματα,

και καταβαίν' απ' τ' αψηλά με των βουνών τα ρέματα, 
κι αυτού που είν' οι κάμποι
φωτοβολά και λάμπει.
Στο σπιτικό τους τα δενδρά ριγούν και συμμαζεύονται,
τ' άνθη στους κόρφους των βαθιά κοιμούνται κι ονειρεύονται,
και τα λουλούδια 'κόμα
δεν βγήκαν απ' το χώμα.
- Δενδρά, ο Μάρτης τα λαλεί, για αφήστε τα καμώματα!
Άνθη, τα μάτια ανοίξετε και βγείτ' από τα στρώματα!
Να ιδείτε τι σας φέρει
το μαγικό μου χέρι!
Εγώ μ' ο μήνας, που γυρνά σε κάθε χρόνου κύλιμα,
και φέρει μόσχους και θωριές εις τ' άνθη μ' ένα φίλημα,
και φέρ' εις κάθε κόρη
ένα καλό αγόρι.
Τ' ακούνε τ' άνθη και κοτούν κι ανοίγουν τα χειλάκια τους·
και μισανοίγουν τα δενδρά τα πράσινα ματάκια τους·
τα ρόδα που κοιτάζουν
φθονούν κι αυτά και σχάζουν.
Τ' ακούει κ' η αμυγδαλιά, κορίτσι κουτοπόνηρο,
κι από τον ύπνο πλανευτή, ερωτεμέν' απ' όνειρο,
πα στα γυμνά της κάλλη
νυφιάτικ' άνθη βάλλει.
- Καλό στον εύμορφο το νιό, που ψες τον ονειρεύθηκα,
που στο γλυκό μου τ' όνειρο είδα πως τον πανδρεύθηκα!
Σαν τι καλά με φέρει
το γκαρδιακό μου ταίρι;
Της φέρνει στρώμ' απ' το Χιονιά κι απ' το Βοριά παπλώματα·
τη νύχτα κάμνουν τη χαρά, και πα στα ξημερώματα
της αγκαλιάς του η πάχνη
την εύμορφην αδράχνει!
Της κάμνει σάβανο χλωμό το νυμφικό της φόρεμα·
της βάνει μοιρολογητή ένα ψυχρό θολόρεμα·
κ' εκείνο κλαί' και σκάφτει,
και ρίχνει και την θάφτει.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, «ΤΟΠΙΟ»
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη….
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή, μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή,
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Οι ''παιδικές'' ποιητικές συλλογές, του Γιάννη Ρίτσου

Η πρώτη ποιητική  συλλογή, του Γιάννη Ρίτσου, που αφιερώνει στο παιδί έχει τίτλο: "Πρωινό
άστρο" και φέρει  τον υπότιτλο
   "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου''
 Γράφεται το 1955 εμπνευσμένη από τη γέννηση της κόρης του Έρης,
εκδόθηκε την ίδια χρονιά και περιλαμβάνεται στον Β' τόμο των ποιημάτων του.
Είναι ένα μακροσκελές ποίημα, με πολύ τρυφερότητα, έτσι δικαιολογείται και ο
υπότιτλος "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών". 
Αποτελείται από δεκαεννέα αυτοτελείς ενότητες.
 Το σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα και
διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι το παιδικό δωμάτιο. 
Πρόκειται για ένα νανούρισμα
με το οποίο ο ποιητής δίνει πληροφορίες στο νεογέννητο κορίτσι για τη ζωή του και για
την αγάπη του. 
Από την αρχή του ποιήματος περιγράφεται με λυρικό τρόπο ο ύπνος του
παιδιού και το ξύπνημά του. 
Είναι μια ευκαιρία για τον ποιητή στο διάστημα αυτό να 
θυμηθεί τον εαυτό του και να τοποθετηθεί μέσα στο θαυμαστό γεγονός της νέας
δημιουργίας
Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος είναι χαρακτηριστικοί για το λυρισμό τους
και είναι ένα χαρούμενο διάλειμμα της δημιουργικής πορείας του ποιητή.
 Είναι ένα
νανούρισμα από τα καλύτερα στο είδος. 
Να ένα μικρό δείγμα από τους στίχους αυτούς:
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.


Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ' τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ' αγκάθι κ' ενός ίσκιου.

Νάτη ἡ νύχτα ποὺ σιμώνει
χρυσοπράσινο παγώνι
γαλανόχρυσο παγώνι, 
σέρνει τὴ μεγάλη οὐρά της
πάνου στὰ καμπαναριά, 
τὰ πουλιὰ καὶ τὰ παιδιὰ
τὰ σταυρώνει, τὰ χρυσώνει.

Νάνι νάνι, κοριτσάκι, 
νάνι, κι ὁ πατέρας σου, 
κράχτης τοῦ καλοῦ καιροῦ
σμαραγδένιο βατραχάκι
στὴ δεξιὰ γωνιὰ τοῦ φεγγαριοῦ, 
στὴ φωνή του τ᾿ ἄστρα βάνει νάνι, νάνι.


Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς, μακρύς ο δρόμος.


Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα από τα στάχυα της έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
                        μακρύς
  μακρύς ο δρόμος.
Μετά από εννέα χρόνια ο ποιητής κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή
με παιδικά ποιήματα που είναι αφιερωμένη στο Φωτούλη, δευτερότοκο γιο των
επιστήθιων φίλων του, Τάσου και Μιράντας Φιλιακού και στην αγαπημένη του κόρη
Έρη. 
Έχει τον τίτλο «Παιχνίδια του ουρανού και του νερού» και έχει περιληφθεί στον τρίτο τόμο της έκδοσης των ποιημάτων του.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι μικρές ιστορίες με τις οποίες εκφράζονται απλές καθημερινές καταστάσεις που παρουσιάζονται όμως με μια εξωραϊσμένη μορφή.
Πιθανόν αυτό να συμβαίνει διότι ο ποιητής δεν θέλει να τραυματίσει την παιδική ψυχή με τις ασχήμιες και τις αρνητικές καταστάσεις της καθημερινότητας. 
Τα θέματα στα ποιήματα της συλλογής αυτής αντλούνται κυρίως  από  τη  φύση. 

 Μέσα  σε  ένα  ειδυλλιακό  περιβάλλον  γεμάτο  από λουλούδια, πουλιά, αρώματα, με διαφορετικές εικόνες από την ημέρα και τη νύχτα, καθώς και εικόνες διαφορετικές από την κάθε εποχή, με φόντο το γαλάζιο της θάλασσας ο ποιητής θίγει το θέμα του χρόνου. Κάνει αναφορά στην πορεία προς την εφηβεία, την ενηλικίωση, το γάμο, την οικογένεια. Ταυτίζει την παιδική ηλικία, «τα νιάτα», με ολόκληρη την οικουμένη

1.
"Δυο τσαμπιά κάθονται στη φούχτα μου,
δυο πέρδικες, τριανταφυλλένια μου.
Κ' ύστερα, με τον Τρυγητή, λαγούτα και ντουφέκια 
πίνει ο πατέρας το κρασί, και το μωρό στο γάλα" (Γ, 508).
2.
"Έτσι το κρασί κ' έτσι το μέλι
για να γίνει, θέλει
πάλεμα κι οργή, μαθές,
να γλυκάνουνε τα χείλη"
  (ΧΧΙ
V
3.
"Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι,
το μαβί, το βιολετί
να κ' η παναγιά στη δημοσιά
πλάι στα κάρα, στα κουδούνια, στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντήλια,
να τη η παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια" (XL, Γ, 518).

Παιχνίδια τ'ουρανού και του Νερού.


Γαλάζιο αστέρι,κόκκινο αστέρι,
πράσινο αστέρι- το βερυκοκκί,το κίτρινο-
γαλάζιο , βιολετί,πορτοκαλί- τ'αστέρι θέ μου-
στρόβιλος-στρόβιλος μενεξελί και ρόδινο-
χορεύει η νύχτα με τον Πέτρο μες στο δάσος,
χορεύει το φεγγάρι με τα χέρια σου,
σπίθες χρυσές,σπίθες γαλάζιες-στρόβιλος.
Αν δεν πεθάνω απόψε ,κλάφτε με.
Καρέκλα η βάρκα του -ταξίδευε.Πώς κάθονταν
επάνω στ'ανοιχτό νερό χωρίς να τραμπαλίζεται ;
Πάνω στο γόνα του έγραφε, και τίποτα δεν κοίταζε.
Γύρω του χτύπαγαν τα κύματα και τα χαρτιά του δε βρεχότανε.
Μεγάλος είταν σαν τη μοναξιά, μόνο δύο μέτρα πιο γαλάζιος.
Όμορφα πουν' τα μάτια σου- όμορφα.
Μες στα πουλιά πέσαν δυο λίμνες
κι ανέβη ένα γαρύφαλλο
μες από χίλια μαύρα αστέρια

Η τρίτη ποιητική συλλογή για παιδιά έχει το "σαιξπηρικό τίτλο" "Όνειρο
καλοκαιρινού μεσημεριού".
 Σ' αυτή τη συλλογή περιέχονται ποιήματα για παιδιά του
δημοτικού και του γυμνασίου. Γράφτηκε το 1938 όταν ο ποιητής νοσηλευόταν στο
σανατόριο της Πάρνηθας.
 Κυκλοφόρησε το 1980 σε αυτοτελή έκδοση μαζί με τις συλλογές "Διαφάνεια", "Μονόχορδα" και "Πάροδος".



Το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι εκείνο που χαρακτηρίζει τη συλλογή αυτή και
γι' αυτό το λόγο το πρόσωπο που κυριαρχεί είναι το πρώτο ενικό. Ο ποιητής αναπολεί
τα παιδικά του χρόνια με την ανεμελιά και την αθωότητα που τα χαρακτήριζε, μακριά
από τα βιβλία, τις πολλές σκοτούρες και το μυαλό του πάντα να τρέχει στα παιχνίδια
και τις σκανταλιές.
 Η φαντασία βρίσκει τρόπους και υλικά για να
προετοιμάσει τα παιδιά στην πορεία προς την ωριμότητα

Πίνακας ζωγραφικής,christian schloe 
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Ποιητικά παραθέματα

ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.

Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια
ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και
πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.
Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει
τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως.
Φαίνεται κάπου η θάλασσα.
Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει.
Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο.
Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής
γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα
μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη
σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα
κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος,
τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια.
Δεν ήξερες την αρχιτεκτονική των τριαντάφυλλων, μήτε τον τρόπο
που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα.
Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες και
τα κορίτσια.
Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι
μαργαρίτες να χαιρετήσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς
φορτίο σκιάς και θύμησης.
Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζοντας το
καπέλο, κι έλεγες μόνο στα λουλούδια «ευχαριστώ» κάθε φορά που δεν σ’
άκουγε κανένας.
Ύστερα βιάστηκες πολύ να μεγαλώσεις, να φορέσεις μακριά
παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευχαριστώ», να
χτίσεις ένα τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια λυπημένη αχτίνα αχτίνα στην
άδεια κάμαρα της ευωδιάς.
Τώρα ζητάς να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαριστώ» 
που τόσα χρόνια ζήταγες να ξεχάσεις.
ΑΠΟΨΕ κοιμηθήκαμε στην ποδιά της Άνοιξης, ακουμπώντας το
κεφάλι στην καρδιά της.
Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την καρδιά μας.
Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην
κάμαρα μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα
των σκιών που ‘χαν μείνει από χτες βράδυ στο πάτωμα.
Μια στιγμή, να νιφτούμε, και φτάσαμε.
ΧΡΙΣΤΕ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά
τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε
θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
Μη χαμογελάς που ‘χω κι εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Έλα να πιαστούμε απ’ το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς
να σε μάθω φλογέρα.
Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπο σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν
ανοίγει μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο
φεγγάρι.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι
που κουρεύουν τα πρόβατα.
Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα
πόδια του και θα χαμογελάσει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα
μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν
οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παράδεισου ενώ οι άγγελοι
θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τα παιδάκια που μείνανε κάπου
στον κάμπο.
ΟΛΟΣ ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών
ΜΗΤΕΡΑ, μη θυμώνεις μαζί μας που δεν μπορούμε να κάτσουμε
σπίτι.
Ο ήλιος μας φωνάζει.
Θα σου φορέσουμε ένα φόρεμα τριανταφυλλί που το πλέκει η άνοιξη
κάτου απ’ τις μυγδαλιές με το βελονάκι της πιο μικρής αχτίνας. 
Θα σε πάμε μπροστά στον καθρέπτη να κοιταχτείς, να γελάσεις και να μας
γνωρίσεις.
Τότε τα μικρά χελιδόνια θα καθήσουν στα δάχτυλα σου, μα πάλι εσύ
δε θα ξέρεις να γελάσεις πολύ.
Πώς να βγάλουμε, μητέρα, την πέτρα που φράζει την πόρτα σου;
Κι όμως στα τζάμια των παραθυριών μας λάμπει ζωγραφισμένο το
πρόσωπο της αυγής και γύρω γύρω σαν κορνίζα οι ανθισμένες μηλίτσες
της βουνοπλαγιάς.
Εμείς πηδάμε απ’ τα παράθυρα.
Ο ουρανός ανθίζει μέσα μας χαμόγελα, κι όπου στεκόμαστε είμαστε
παντού.
Μητέρα, πικραμένη μητερούλα, πάμε στον κήπο να σε μάθουμε τώρα
με τη σειρά μας να συλλαβίζεις το αλφάβητο του ήλιου και λίγο λίγο να
διαβάζεις λουλούδια.
ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματα μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυό και δυό κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυό λουλούδια και δυό αχτίνες δεν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε
την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυό – κάνουν ένα
Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει.
Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.
Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.
Ο δικός μας Θεός γίνηκε πάλι ένα τζιτζίκι, και τραγουδάει μες στην
καρδιά μας την ώρα που κλαδεύουμε τα δέντρα του παράδεισου και
φυτεύουμε γεράνια και γαρίφαλα γύρω τριγύρω σ’ όλες τις αυλές και τα  περιβόλια.
Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ μας κάνουν χωρίστρα τα μαλλιά τους, φοράνε
ματογυάλια, κάθουνται μπρός σ’ ένα τραπέζι ολόγιομο βιβλία και λένε
κάθε μέρα τα ίδια λόγια που μυρίζουν κλειστό ντουλάπι με άδεια
ποτήρια.
Άλλοι πάλι φορέσανε στη μέση ένα μακρύ σπαθί και περπατάνε πέρα
δώθε.
Εμείς ξέρουμε δα κι από βιβλία κι από σπαθιά κι από λουλούδια, μα
δεν καταλαβαίνουμε τι θα το κάνουν το σπαθί, αύριο που θα ‘ναι
καλοκαίρι και θ’ ανθήσουν οι ροδιές.
Το σπαθί θα μπερδεύεται στα πόδια τους κι αυτοί δε θα μπορούν να
συνοδέψουνε την Άνοιξη, που θα τους κοροϊδεύει, έτσι όπως
κοροϊδεύουν τα κορίτσια του χωριού μας τα παλικάρια που ‘ρχονται απ’
την πόλη και δε γνωρίζουν τα λουλούδια και τα λάχανα. Εμείς τέτοιο
φόβο δεν έχουμε.
Εμείς ξέρουμε τ’ όνομα του ήλιου κι όπου κι αν βρεθούμε ο ίδιος
ήλιος θα ‘ναι – κι ο ήλιος μας ξέρει.
ΕΜΕΙΣ μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολάρο του
ποταμιού και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων σα να
κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μας κυνηγάνε, μας διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πως θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία και τις
γυάλινες φυλακές για να βγούν τα λουλούδια περίπατο στους
κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς και τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο το μούτρο
της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια κάθε φορά που ένα
μπουμπούκι σκάει  απάνου στο ξερό κλαδί
ΕΝΑ ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι.
Βλέπει στο δρόμο, βλέπει

και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.
Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.
Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,
και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.
Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ
που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.
Κι ο Θεός δεν είναι πια θυμωμένος με τους άγγελους που κλέψανε τα
μήλα, μήτ’ έχει μια μεγάλη χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια σαν τον
άλλον, που κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι
της εκκλησιάς και γίνηκε γκρινιάρης γιατί ποτέ δεν πήρε το σκαμνί του
να βγει να κάτσει στη λιακάδα της αυλής, να ξεμουδιάσουν τα ποδάρια
του που μούχλιασαν απ’ το λιβάνι κι απ’ την υγρασία.
Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε παπαρούνες για να μη γεράσουν τα
χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα
χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή 
εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε,
χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο,
μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα
μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό
παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.
Πάρνηθα, 1938

Η τελευταία συλλογή με παιδικά ποιήματα είναι η συλλογή με τον τίτλο: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα». Γράφεται και αυτή στην Πάρνηθα το 1937  και  περιλαμβάνει  στον  πρώτο  τόμο  της  συγκεντρωτικής  έκδοσης (ΚΕΔΡΟΣ 1976).

 Στη συλλογή αυτή συναντάμε τον προβληματισμό του ποιητή για την πορεία του παιδιού μέσα στην ζωή και γενικότερα για τον προορισμό του ανθρώπου που είχαμε συναντήσει και στο «Πρωινό άστρο». Η  παιδική  ηλικία  ως  καλή  περίοδος  της  ζωής  κάθε  ανθρώπου αναπολείται με μια γλυκιά νοσταλγία και ο ποιητής την παραλληλίζει «με το χέρι της μητέρας πάνω στο μέτωπο κοιμισμένου παιδιού».

Ήρωες στα ποιήματα της συλλογής είναι ο ποιητής και η  Ρηνούλα, η οποία εμπνέει ασφάλεια, σιγουριά και θαλπωρή στον ποιητή.

Τα παιδιά εδώ παρουσιάζονται φρόνιμα και ευγενικά, δεν κάνουν τις πολλές   αταξίες   και  σκανταλιές   που   είχαμε   συναντήσει   στο   «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» αντίθετα είναι ευαίσθητα, έχουν λογική σκέψη και καλή συμπεριφορά. Βέβαια δεν λείπουν οι παράλογες παιδικές απαιτήσεις, η δυσπιστία και η αμφισβήτηση.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη προσέγγιση και σ’ αυτή την ποιητική συλλογή,   πρέπει   να   επισημάνουμε   την   κυριαρχία   των  φυσιοκρατικών αντιλήψεων, των αντιθέσεων ανάμεσα στα παιδιά και στους ενήλικες, ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία καθώς επίσης και στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του ποιητή για την ύπαρξη του «κακού» στον κόσμο, που είναι και χαρακτηριστικό ολόκληρου του ποιητικού του έργου.
Πηγή
«Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα»
- -...Ὧρες καλές, καθὼς τὸ χέρι τῆς μητέρας πάνου στὸ μέτωπο κοιμισμέ­νου παιδιοῦ. / Τὸ γάλα ποὺ βράζει πλάι στὸ τζάκι, / τὸ δροσερό νερό στὰ κόκκινα μάγουλα καὶ στὰ σγουρά μαλλιά...
/ Ὁ ἄγγελος ποὔχαμε δῆ στὸν ὕπνο μας δέν ἠταν αὐστηρός. / Δέν κρατοῦσε μεγάλα κλειδιά νὰ κλειδώνῃ τὸ ντουλάπι τοῦ τοίχου μὲ τὰ πολλά γλυκά, τὸ στρογγυλό νεράντζι καὶ τὸ κίτρο. / Ἁπλός, γελούμενος καὶ ζωντανός, μ' ἕνα στεφάνι στάχυα στὰ μαλλιά... /  Θέ’ μου, πόσο γλυκά γελοῦσε ὁ ἄγγελός σου... / πόσο γλυκά γελούσαμε καὶ μεῖς!.. //

Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλός Χριστός τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους. /
Τὸ δέρμα του ἦταν ρό­δινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι. / Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερή θάλασσα τῶν σταχυῶν, γιὰ νὰ μοιράσῃ στὰ ἥσυχα παιδιά παπα­ροῦνες καὶ παιγνίδια. / Στὰ γαλανά του μάτια περνοδιαβαῖναν τὰ χαμόγελα, καθὼς περνοῦν στὸν πρωινό οὐρανό τὰ περιστέρια.

 / Κ' ἐγὼ κ' ἡ Ρηνούλα ἤμα­στε φρόνιμα παιδιά. / Δέ λερώναμε τὰ χέρια μας μὲ χώματα. / Δέ βάφαμε τὰ μοῦτρα μας μὲ μοῦρα. / Διαβάζαμε τ' ἀλφαβητάρι. / Ταΐζαμε τὰ πουλιά τ' οὐρανοῦ / – καὶ μαθαίναμε νὰ τρῶμε τὰ χόρτα μὲ τὸ πηρούνι. 
/ Γι' αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς χάιδευε τὰ βράδυα στὰ μαλλιά κι ἀποκοιμιόμαστε ἥσυχα κάτου ἀπ' τὴ θαλασσιά κληματαριά, ποὺ βάραινε ἀπ’ τὰ ὁλόχρυσα τσαμπιά τῶν ἄστρων... //  Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνου ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές μὲ τὰ γαρούφαλα καὶ τὰ γεράνια, πάνου ἀπὸ τὰ παράθυρα μὲ τὰ κανάτια καὶ τὰ βασιλικά, πάνου ἀπὸ τοὺς μικρούς περιστεριῶνες, κουβέντιαζαν τ' ἀστέρια ὥς τὸν ὄρθρο τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων... / 
Art by victor nizovtsev 
Ἕνας μικρός ἀπρόσεχτος ἄγγελος – ἔτσι λέγαν τ' ἀστέρια – ἔφυγε κρυφά ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ παράδεισου, κατέβηκε στὰ πατητήρια τοῦ χωριοῦ, ἤπιε ἕνα κροντῆρι μοῦστο, κ' ὕστερα μεθυσμένος χτυποῦσε ὁλονυχτίς τὴ μεγάλη ἀσημένια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ βούιζε ὁ ἀγρός καὶ ὁ ὕπνος μας, καθὼς βουίζει ὁ τροῦλλος τῆς ἐκκλησιᾶς κάθε γιορτή! // Ὅταν ξυπνούσαμε, θυμόμαστε καὶ γελούσαμε. / Ψάχναμε πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους τῆς μητέρας νὰ βροῦμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων.
  // Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέρα. / Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας, ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσῃ...
Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση∙ τὸ κόκκινο νεράντζι τοῦ ἥλιου γλύστρησε ἀπ' τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κ' ἔπεσε στοὺς μενεξέδες τοῦ βουνοῦ∙ / ἕνα μακρύ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε πάνου ἀπ' τὶς στέγες. / Ἡ Ρηνούλα φώναξε: / Θέλω ἕνα φόρεμα μακρύ ἀπὸ τριανταφυλλένιο σύγνεφο! / Κ' ἐγώ τῆς εἶπα: / Θὰ σοῦ φέρω αὔριο! / Ἢ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινόν ἀγέρα καὶ δέ μιλήσαμε ἄλλο. 
silent evenings by laura makabresku
..Ἄ, τὰ δικά μας βράδυα, τὰ φεγγερά,  τὰ μεγάλα! Γιομᾶτα λούλουδα, καμπάνες, ἄστρα!  / Φιλούσαμε τὸ χέρι τῆς σιωπῆς ὅπως φιλοῦν τὸ κόνισμα οἱ τσοπάνοι κάθε σκόλη ποὺ κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ βοσκοτόπια γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν. /
Ἀκούγαμε, στὸ δάσος πέρα, τὸ κόκκινο ἄλογο τ' Ἁι-Γιώργη, ποὺ χτύπαγε τὰ πέταλα στὶς πέτρες κ' οἱ πέτρες βγάζανε σπιθίτσες γαλανές, σὰ ν' ἀνάβανε οἱ ξωμάχοι τὰ τσακμάκια τους!  // Δέ ρωτούσαμε: Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Διόνυσος;/ Ὁ δικός μας Χριστός εἶχε περασμένα στ' αὐτιά του τσαμπιά σταφύλια / κι ὁ χιτῶνας του ἦταν ὑφασμένος μὲ μαλλί τράγου κ' εὐώδιαζε κοπριά κ' ἱδρῶτα. 
- - - -Ἡ ἀχυρένια στρωμνή μας: πάνου στὸ λιακωτό ποὺ λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα. / Κάτου στὸν κάμπο: τὰ κουδούνια, οἱ γρύλλοι, τὰ ποτάμια. / Βύθιζα τὴ ματιά στὸ Γαλαξία, ἔτσι καθὼς βουτᾶμε τὸ δάχτυλο σ’ ἕνα βάζο γιομᾶτο μέλι. / Δέν εἰχα φόβο. / Κρέμαγε ἡ μάνα μου τὸ βλέμμα της μέσα στὴ νύχτα σὰν ἕνα μεγάλο φανάρι πάνου ἀπ’ τὴ σκέπη τοῦ ὕπνου μου, καὶ χάνονταν ὅλες οἱ σκιὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου... /
 Ὁ κόσμος ἦταν στρογγυλός καὶ μυρωδᾶτος∙ ὅμοιος μὲ δροσερό καρπούζι. / Ὅλα τὰ νιώθαμε στὴ γεύση!
- - - -Ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας ἦταν πελεκημένη μὲς στὸ βράχο. / Μόλις ἕνας μικρός σιδερένιος σταυρός ξεχώριζε πάνου ἀπ’ τὸν τροῦλλο. / Ἐκεῖ καθόνταν τὴν αὐγή τὰ περιστέρια καὶ κουβέντιαζαν ὦρες μὲ τὴν Παναγία...
/ Τὸ τέμπλο εἶχε τρεῖς ξύλινες πόρτες. / Ἡ μεσιανή, χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι ἀμπελόφυλλα. / Στὴ δεξιά:ἕνας ἄγγελος, ὅμοιος μὲ τὸ μεγάλο μου ἀδερφὸ ποὺ πέθανε∙ / κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἄσπρο κρίνο.  / Στὴν ἄλλη: πάλι ἕνας ἄγγελος. / Μὰ τοῦτος ἦταν λίγο θυμωμένος καὶ κράταγε στὸ χέρι ἕνα μακρύ γυαλιστερό σπαθί! / 
Ἡ μητέρα ἀγαποῦσε τὸν ἄγγελο μὲ τὸ κρίνο. / Ἡ Ρηνούλα,  τὸν ἄγγελο μὲ τὸ σπαθί. / Ἐγώ γονάτιζα ὥρα πολλή ἀνάμεσα στοὺς δυό, κι ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὶς πλάκες ἄκουγα... Ἐγώ ἀγαποῦσα καὶ τοὺς δυό ἀγγέλους. 
- - - -Ξέραμε ν' ἀγαπᾶμε. Ξέραμε τὴ γλῶσσα τῶν πραγμάτων. Δὲ μᾶς ἔλειπε τίποτα. // Ἡ ἀγάπη κ' ἐμεῖς / – θυμᾶσαι; Ἡ αὐγή χαρούμενη καὶ πρόθυμη.// Τὸ μεγάλο φεγγάρι ἀγαθό, μαλακό...  // Ποιός ἦρθε καὶ στάθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὰ πράγματα; / Ποιός μᾶς χώρισε ἀπ' τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πουλιά; / Τί φταίξαμε, Ρηνούλα;
- - - -...Ἀπ' τὴ στιγμή ποὺ ζήτησα νὰ φύγω, εἶχαν φύγει τὰ πάντα. //Πά­νου στὶς πέτρες κάτι ξένο ἀνάσαινε – καὶ σφίξαμε τὰ χέρια. //  Ὁ ἥλιος πρό­βαλε χαρούμενος  / – εἶπες: Τὰ χέρια μας εἶναι χρυσά! Καὶ γέλασες... / Τὰ μάτια σου πῆραν τὸ χρῶμα τοῦ φωτισμένου χορταριοῦ κ' ἔγιναν δυό μικροί καθρέφτες τῆς μεγάλης ἐλπίδας...
- - - -Ὕστερα μὲ πρόφτασε ὁ χειμώνας! / Ὁ ἄνεμος μὲ κυνηγοῦσε ὥς μέσα στὴ σπηλιά τῆς μνήμης / τὰ δέντρα σήκωναν τὰ χέρια τους νὰ μὲ κρατήσουν, οἱ ἀστραπές μοῦ σκίζανε τὰ μάτια, οἱ πέτρες μοῦ ματώνανε τὰ πόδια! / Στά­θηκα καὶ κοίταξα κάτου... / Τὸ μικρό μου χωριὸ – μαζεμμένο στὸν κόρφο τοῦ κάμπου, μὲ τὰ μικρά παραθυράκια τοῦ ζεστά καὶ φωτισμένα – κελαηδοῦσε ἀκόμη στὸ κλουβὶ τῆς βροχῆς!.. 
- - - -Κ' ἡ κορφή ὅλο ἀνηφόριζε μέσα στὴ νύχτα, σὰν πελώριο σπαθί!.. 

...Ἔχεις ρίξει στὸ λύχνο μας λάδι καὶ περιμένεις. / Ἔχεις στρώσει τὸ τρα­πέζι κάτου ἀπ’ τὴν κληματαριά. / Μοὔχεις ἑτοιμάσει ροῦχα ν' ἀλλάξω, μπα­λωμένα προσεχτικά στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, γαλαζωμένα ἀπ' τὸ λου­λάκι, μυρωμένα ἀπ' τὴ λεβάντα καὶ τὴν ἔγνοια σου. /Νά καὶ τὸ σπίτι μας, σὰ μιὰ χρυσή κουκκίδα, σὰν ἕνα τόσο δά σπυρί σταριοῦ, ποὺ τὸ τσιμπάει τῆς μνήμης μου τὸ περιστέρι, καὶ χορταίνει, καὶ τὸ σπυρί δέ σῴνεται!..
Πόσο κοντά μου εἶναι ὅλα ἀπὸ δῶ πάνου !.. 
(Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)