Σελίδες

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Μίλα μου σαν τη βροχή, Tennessee Williams

Μίλα μου σαν τη βροχή, Tennessee Williams
μονόπρακτο
(Αρχίζει η βροχή, σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή φεύγει κι έρχεται, ακανόνιστα…)
ΑΝΤΡΑΣ:
Αναρωτιέμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας.

(Η γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα. 
Κινείται προς τα εμπρός, ενώ το βάρος του ποτηριού μοιάζει να την βαραίνει αφάνταστα και το αφήνει στο πεζούλι του παραθύρου με μια μικρή κίνηση απαλλαγής. 
Γελάει για μια στιγμή χωρίς να πάρει ανάσα. Ο άντρας συνεχίζει χωρίς μεγάλη ελπίδα:)

…κοίτα μέσα στις τσέπες μου και πες μου αν έχω το τσεκ επάνω μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Γύρισες πίσω, ενώ εγώ έλειπα έξω και σε γύρευα, και πήρες το τσεκ και άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τα γράμματα………

………………………………………………………………………………………..

Δεν είχα τίποτε άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες. (Αυτό το λέει σχεδόν γελώντας. Ο Άντρας την κρατάει σφιχτά κοντά του με μια μαλακή έκπληκτη κραυγή): Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό! (γελάει).

ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;


ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ: Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…
Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουνα στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια βρόμικη καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…
Μίλα μου σαν τη βροχή και γώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.

ΓΥΝΑΙΚΑ:Θέλω…

ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή και γω θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα μένω εδώ ξαπλωμένος και

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω

ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω ν α φ ύ γ ω !

ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…

ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.

ΑΝΤΡΑΣ: Και;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….
Θα ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…
Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής…
 Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη!
 Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω γνωριμίες….

Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ. Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. 

 Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’ ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα από ό,τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που θα περνάει…


Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς , ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.

 Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. 


 Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο…Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων.


 Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. 


Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. 
Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. 

Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….
 Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι.
 Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής…
 … Και τότε, κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. 

Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο, ενώ συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής…….

Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου…
(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο).  
Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη! (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).

Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!

ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η Γυναίκα σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της. 
Οι λυγμοί της εξασθενίζουν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. 
Ο Άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
 Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά:) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι μωρό μου…

(Εκείνος γυρίζει το χαμένο του πρόσωπο σ’ αυτήν, ενώ κλείνει η Αυλαία).
 Mετάφραση, Κωστούλα Μητροπούλου




 
'Ελλη Λαμπέτη, <<Λεωφορείον ο πόθος>> 1965
'Ελλη Λαμπέτη - Τάκης Παναγόπουλος, στο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς: "Λεωφορείον ο Πόθος"
Λεωφορείον ο πόθος (1965)

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/lampeti-elli/ | Ithaque
 Για την επιτυχία της στο "Λεωφορείο ο πόθος" της είχε στείλει συγχαρητήρια επιστολή ο Σεφέρης- Η δική της Μπλανς ηλέκτριζε ακόμη και τις καρέκλες της πλατείας..
Η πρώτη Μπλανς στην Ελλάδα ήταν η Μελίνα Μερκούρη το 1949, όπου τραγούδησε και το περίφημο «Χάρτινο το Φεγγαράκι», το οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε ειδικά για το έργο και απεικονίζει τόσο εύστοχα την σπαραξικάρδια μοναχική, ρομαντική καρδιά, που «θέλει μαγεία» και όχι την αλήθεια.



"A streetcar named Desire". Μάρλον Μπράντο - Βίβιαν Λι.
Η ταινία έλαβε δώδεκα υποψηφιότητες και βραβεύτηκε με τέσσερα βραβεία όσκαρ.

 Οι Μπλανς που έγραψαν ιστορία
Πληροφορίες /εδώ
/http://www.mytheatro.gr/oi-mplans-poy-egrapsan-istoria/

 Το «Γλυκό πουλί της νιότης», του Τενεσί Ουίλιαμς, παρουσιάζεται για πρώτη φορά από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, στο Βασιλικό Θέατρο.

Η Μελίνα Μερκούρη και ο Γιάννης Φέρτης, στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, στην περίφημη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης το 1960.
ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
SWEET BIRD OF YOUTH
Έτος: 1962




Πρωταγωνιστές: Πολ Νιούμαν, Τζεραλντίν Πέιτζ, Σίρλεϊ Νάιτ
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Μπρουκς
• Βασισμένο στο πολύ γνωστό, ομώνυμο θεατρικό έργο του Τένεσι Γουίλιαμς.

 






Η ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ


http://provocateur.gr/storage/photos/c_853px_568px/201502/williams89567.jpg
Ο Tennessee Williams / (1911-1983), γεννήθηκε στο Κολούμπους του Μισισιπή. 

Το πραγματικό του όνομα ήταν Τόμας Λάνιερ Ουϊλλιαμς.
 Το Tennessee καθιερώθηκε από τον μικρό ποταμό Tennessee, που κυλάει παράλληλα με τον Μισισιπή.

 Αρχισε τη συγγραφική του καριέρα στα 28 του χρόνια, στα 34 βρήκε τον ατομικό του λόγο με τον «Γυάλινο κόσμο», στα 36 έγινε ο υπ' αριθμόν ένα δραματικός συγγραφέας της γενιάς του με το «Λεωφορείο ο πόθος», στα 44 έγραψε την τελευταία εμπορική του επιτυχία («Νύχτα της Ιγκουάνα»), στα 70 το τελευταίο του θεατρικό έργο («Now, the Cats With Jewelled Claws») 

 και στα 72 πέθανε από ένα πώμα μπουκαλιού που σφηνώθηκε στον λαιμό του, ολομόναχος σ' ένα άξενο δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, της πόλης που τον ανέδειξε αλλά και τιμώρησε, καταβροχθισμένος από τα θραύσματα του ραγισμένου κόσμου του. Αυτός είναι ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο «καταραμένος ποιητής» (poete maudit) του αμερικανικού θεάτρου, ο καλλιτέχνης που έκανε τη ζωή του θέατρο και τα πάθη του τραυματισμένου «Εγώ» του ρυθμιστές της σκηνικής του γλώσσας.

http://www.newsbeast.gr/files/1/2014/08/08/mpNewFolder/writers/TennWill.jpg

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0vz67quR1NNKqSuvyjG2YXw2tq8IL1pFzvUaSc831_l40lHjotmym1S9dO-1U7c2lzQz_SNgN_Uju5NP3F-dp311don-GkMvaZnzr-hTBxbYedkeT-Hlt7_IMJXgIKq8S0OeSefwEUos/s1600/Tennessee-Williams-9532952-1-402.jpg
https://thisrecording.files.wordpress.com/2009/02/ten3.jpeg?w=1200


























Λεωφορείον ο πόθος (1965)

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/lampeti-elli/ | Ithaque

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Εδώ Πολυτεχνείο-Ποιήματα



Γιάννης Ρίτσος - 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Το αγόρι και η πόρτα
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.

Γιάννης Ρίτσος

Το σώμα και το αίμα
(Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)

ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Γιώργης Σαράντης
Εδώ Πολυτεχνείο

Τρείς  νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
            λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
                                    Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.

ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ
«Εδώ Πολυτεχνείο»
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!

Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.

Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...

 Ο εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δημήτρης Παπαχρήστου

ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ


Ο εκφωνητής
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!

Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!

Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.

Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.

19 Νοέμβρη 1973
                                                     
Νικηφόρος  Βρεττάκος
Μικρός τύμβος
(17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
της Κωστούλας Μητροπούλου
Πίσω απ' τα κάγκελα ελεύθεροι χιλιάδες στο δρόμο περπατάει αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν θάλασσα που πλέει ένα καϊκι.
Πίσω απ' τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει.

Το Πολυτεχνείο δεν είναι η γενιά του Πολυτεχνείου
«Ενθυμούμαι…» – Κώστας Βασιλάκος
Πολυτεχνείο 47η επέτειος της Φοιτητικής εξέγερσης

«Τότε…»
Τότε…
Σφίγγαμε τα χέρια µας πάνω στα κάγκελα ,
γιατί είχαμε τη λευτεριά στο αίµα µας.
Ήταν µαύρος ο ουρανός απ’ τα γεράκια ,
αλλά οι νεανικές καρδιές θέλαν αγάπη ,
θέλαν όμορφα τραγούδια.

Ήμασταν φοιτητές.
Τι κι αν τα δάκτυλά µας λιώσαν στα κάγκελα ,
τι κι αν μείναν οι σάρκες στις ερπύστριες.
Σήμερα είμαι λεύτερος να σου λέω
«σ’ αγαπώ».
Να τραγουδώ την ομορφιά σου, σαν επανάσταση.
Κι αν δεν υπήρχα, θα έφτανε λίγο δάκρυ,
λίγο χώμα να ριζώσει και ν’ ανθίσει η λευτεριά.

Θα ‘ταν κάποιος άλλος να σου λέει «σ’ αγαπώ».
Ίδια τα λουλούδια, ίδιος ο ήλιος ,
ίδιος κι ο σταυρός µε την επιγραφή.
Κώστας Βασιλάκος
( Σκέψεις θραύσματα” / Άνεμος Εκδοτική)
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της 17 Νοεμβρίου 1973:














Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Χόρχε Μπουκάι «Ιστορίες να Σκεφτείς»

Από το βιβλίο «Ιστορίες να Σκεφτείς» του Χόρχε Μπουκάι

Η ΘΛΙΨΗ Κ Η ΟΡΓΗ-ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ
Σ΄ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν ...Σ΄ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά ...

΄Ηταν μια φορά κι έναν καιρό μια πανέμορφη λίμνη
΄Ηταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς...Σε εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Κι οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε από το νερό ...
Αλλά η οργή είναι τυφλή -- ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. ΄Ετσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας από το νερό, το πρώτο ρούχο που βρήκε...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και -- χωρίς καμιά βιασύνη -- ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην αρχή συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
΄Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. ΄
Ετσι φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή, θυμωμένη.
Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ   Ο Δρόμος των Δακρύων   Φύλλα Πορείας ΙΙΙ)
Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία
 για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν
βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία
 για να φάνε αχιβάδες, γι΄ αυτό πάντα ρίχνει
 τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.

Έχει ένα καλυβάκι στην παραλία και κατεβαίνει
 μες τη νύχτα με τα δίχτυα στον ώμο.
Με τα πόδια γυμνά και τα δίχτυα μισοαπλωμένα,
 μπαίνει στη θάλασσα.

Αυτή τη νύχτα, για την οποία μας μιλάει η ιστορία,
όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται
το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ
σκληρό στον πάτο της θάλασσας.
Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι
κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες
σε μια σακούλα.

Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει,

- Ποιος ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία
και αμέσως διορθώνει, στη δική μου παραλία.
 Κι εγώ, έτσι απρόσεκτος που είμαι, κάθε φορά
 που θα μπαίνω στο νερό, θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες...

Αφήνει λοιπόν κάτω τα δίχτυα, σκύβει, πιάνει
τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό.
Την αφήνει στην ακροθαλασσιά, και ξαναμπαίνει
με τα δίχτυα στο νερό.

 Είναι θεοσκότεινα. Ίσως γι΄ αυτό, όπως βγαίνει
πάλι από τη θάλασσα, πάλι σκοντάφτει πάνω στη σακούλα που είναι τώρα έξω, στην παραλία.

Ο ψαράς σκέφτεται,

- Δεν είμαι στα καλά μου.
Βγάζει λοιπόν το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα
και ψαχουλεύει. Έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες
σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες.
 Ο ψαράς ξανασκέφτεται

- Μα ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος που τυλίγει πέτρες
και τις πετάει στο νερό;

Ενστικτωδώς, παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του
 και την πετάει στη θάλασσα. Μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ!

Βάζει το χέρι του στη σακούλα, παίρνει
άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό.
Ακούει ξανά το πλουπ!

Αυτή την πετάει από την άλλη μεριά, πλαφ!
Μετά, αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο-δύο
και ακούει πλουπ-πλουπ! Ύστερα προσπαθεί
να τις ρίξει πιο μακριά, και με γυρισμένη την πλάτη,
 και με όλη του τη δύναμη, πλουπ-πλαφ!....

Διασκεδάζει, ακούει τους διαφορετικούς ήχους,
πετάει πέτρες, υπολογίζει το χρόνο που κάνουν
 να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει, πότε με δύο,
πότε με μία, και με κλειστά μάτια τώρα,
 και με τρεις μαζί και συνεχίζει να πετάει
τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος. Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα
στη σακούλα.
 Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά
από τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία κι έχει ήδη βγει
ο ήλιος. Και όπως τεντώνει το χέρι του προς
τα πίσω για να την πετάξει με όλη του τη δύναμη,
αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει την προσοχή.
Ο ψαράς συγκρατεί την παρόρμηση να πετάξει
την πέτρα και την κοιτάζει προσεκτικά.
Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη βρομιά
που την καλύπτει.
Την τρίβει ο ψαράς λες κι είναι μήλο πάνω
στα ρούχα του, και η πέτρα αρχίζει να λάμπει
ακόμη πιο πολύ.
Έκπληκτος, τη χτυπάει ελαφρά και αντιλαμβάνεται
ότι είναι από μέταλλο. Αρχίζει τότε
να την τρίβει και να την καθαρίζει με άμμο
και με το πουκάμισό του, και συνειδητοποιεί
πως η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι.

Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι
σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει,
 όμως, μόλις σκέφτεται ότι η πέτρα αυτή είναι
σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε
στη θάλασσα και σκέφτεται,

- Τι χαζός που ήμουνα!

Είχε στα χέρια του μια σακούλα γεμάτη πέτρες
από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα
γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο
που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό.

Αρχίζει τότε να οδύρεται, να κλαίει
και να θρηνεί, να λυπάται για τις χαμένες
 πέτρες και να σκέφτεται πως είναι άτυχος,
ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, είναι τρελός,
είναι ηλίθιος...

Μετά σκέφτεται, αν έμπαινε στη θάλασσα,
αν κατάφερνε να βρει μια στολή δύτη
και βούταγε στα βαθιά, αν ήταν μέρα,
αν είχε τον εξοπλισμό που έχουν οι δύτες
για να ψάξει κι όλο κλαίει γοερά και οδύρεται.

Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.

Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει
 ακόμη την πέτρα, συνειδητοποιεί
πως ο ήλιος θα μπορούσε να είχε αργήσει
 ένα δευτερόλεπτο ακόμη, ή εκείνος θα μπορούσε
 να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα,
 και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για
 τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.

Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει ένα θησαυρό,
 κι ότι ο θησαυρός αυτός είναι από
μόνος του μια τεράστια περιουσία
για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος.

Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι
που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό
 που έχει ακόμα στα χέρια του.

Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε
πάντοτε τόσο σοφοί ώστε να μην κλαίμε
για τις πέτρες, τις ευκαιρίες, που
απροετοίμαστοι ίσως τις πετάξαμε,
τις χαραμίσαμε, τα πράγματα εκείνα
που έφερε η θάλασσα και τα πήρε μετά...

Μακάρι να είμαστε έτοιμοι να δούμε
τη λάμψη στις πέτρες που έχουμε
στα χέρια μας, και να μπορούμε
να τις χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.

Διαβάστε απόσπασμα εδώ