Σελίδες

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Ποιήματα για τη Μητέρα- Μάνα!


Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ- Γεώργιος Δροσύνης
Όλα τα άνθη χαρωπά, με τη δροσιά λουσμένα,
Στης άνοιξης την αγκαλιά ανθίζουν ένα, ένα.
Μα κάθε τι, το πιο μικρό, τη μυρωδιά χαρίζει
Εις την καλή μητέρα του, όπου γι' αυτό φροντίζει,
Και όταν την πρωτομαγιά γιορτάζει τ' όνομά της
Η άνοιξη, γιορτάζουνε μαζί και τα παιδιά της.
Λουλούδια αν είμαστε εμείς, εσ' είσ' η άνοιξή μας
Μες στη δική σου αγκαλιά ανθίζει η ψυχή μας.
Αχ! πάρε την αγάπη μας και δως μας την ευχή σου·
Είναι για μας "πρωτομαγιά" η μέρα της γιορτής σου.


Τάσος Λειβαδίτης – Θυμάμαι (Μάνα)

Θυμάμαι το 36
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρει ένα καρβέλι ψωμί.
Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες .
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα, τραγούδια
νοιώθαμε να χορταίνουμε .
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα κι άκουγε σιωπηλή.

Μάνα, που είσαι , μάνα
έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια φέτα ψωμί
ήμουν μεγάλος, άντρας πια, κι έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει
για μας μάνα
μάνα

ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα και την παγωνιά
μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ‘στελνες την έγνοια σου.

Τώρα έφυγες , μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.

Μα απόψε, συγχώρα με, σε νοιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέρφια μου κι ο αγώνας μας που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά με γέννησε σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.

Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες στα αίματα όπως γεννιέται μια σημαία…

Μητρότητα- Τάσος Λειβαδίτης
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.

Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Βιολέτες για μια εποχή, 1985
Μητέρα», της λέω, «μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;»
Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση. 


Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη
……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.

Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972)

Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ -Nικηφόρος Βρεττάκος

Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
... τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

Νικηφόρος Βρεττάκος''Από το ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ, 1929''

 Πικρία ἐλαφρή.
Μανούλα χάδια καὶ φιλιὰ μὲ πότισες καὶ ἥπια,
π’ ὅσο πλατὺ δὲν τὰ χωρεῖ τῆς λήθης τὸ νερό….
«Θὰ μεγαλώσης γιόκα μου» κι’ ὅμως ποτὲ δὲν μοὖπες
τίποτε γιὰ ἕνα γολγοθὰ κι’ ἕνα σταυρό…
-=-
ἦταν τῆς μοίρας; ἥσυχα κοιμοῦ μαννούλα τώρα….
ὅτι κι’ ἂν εἶναι ἀμίληχτα περνᾶ μὲ μᾶς συρτό!...
αἰώνια μεῖς θὰ φεύγουμε κι’ ἀτέλειωτα θὰ δίνη
ἕνας στὸν ἄλλο ἕνα σταυρό!...

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)-Nικηφόρος Βρεττάκος

Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.
 http://nikiforosvrettakos.gr/lst/categorie/70
[Παιδί, παιδάκι]-(Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος)

«… Μια νύχτα η μητέρα μου αγρυπνούσε μ’ ένα κομμάτι φεγγαριού στα χέρια της.
Ήταν κόκκινο, πελώριο, μυτερό στην κόψη του καθώς πριόνι, κι έβγανε καπνούς.
Εκείνη, καθισμένη σ’ ένα βράχο, δε μιλούσε, μόνο κοιτούσε μακριά κατά το Λιγονέρι.

Μια φυσαρμόνικα έκλαιγε σ’ όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς κι έβλεπες οι σκιές να
Μεγαλώνουν. Ύστερα πήρε να φυσάει. Άκουγα ένα ένα τα φύλλα να μιλάν μέσα
στον ύπνο μου. «Παιδί, παιδάκι.» Το νερό με ταλάντευε – κι όλη τη στεριά μαζί μου,
και τα τζάμια που αστράφτανε πέρα και τα λευκά μετέωρα δώματα.

Ήταν μια νύχτα πίσσα μαύρη. Αγριεμένα βελάζανε τα κύματα.
Μια γερόντισσα με ξέπλεκα λευκά μαλλιά και λαχούρι στους ώμους ασημένιο
τον κρατούσε απ’ το χέρι και πήγαινε, μέσα στην κοσμοχαλασιά.

Ήτανε όμορφη! Όμορφη!  Αγγέλισσα σωστή, που ευωδίαζε δεντρολίβανο.
Μέσα σε λίγες ώρες μου ‘πιε όλο το σκοτάδι ως την στερνή σταγόνα.
Χαράματα, όταν άνοιξα τα μάτια, κιόλας έστεκε ορθή, στραμμένη κατά την Ανατολή…»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Κική Δημουλά
[Στη μάνα μου]
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ'ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ'αυτό το μπαλκόνι
σ'αυτό το χαμόγελο
τ'απογεύματα,
η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ'όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

"Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;"Δεν το 'ξερε.
Δεν το 'ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.

ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Ἐμπρὸς ἐμπρὸς μὲ ἀκοῦτε; Ἐμπρὸς
ἀπὸ μακριὰ τηλεφωνῶ. Δὲν ἀκούγομαι
τί, ξεφορτίστηκε ἡ ἀπόσταση;
Ἀπὸ κινητὸ διάστημα μιλᾶτε;
Νὰ ξαναπατήσω τὸ μηδέν; Κι ἄλλο;
Μὲ ἀκοῦτε τώρα;
Ναὶ μοῦ δίνετε σᾶς παρακαλῶ τὴ μαμά μου;

Τί ἀριθμὸ πῆρα; Τὸν οὐρανὸ
αὐτὸν μοῦ ἔχουν δώσει. Δὲν εἶναι κεῖ;
Μπορῶ νὰ τῆς οὐρλιάξω ἕνα μήνυμα;
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πεῖτε της
εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι πέθανε κι ἐγὼ
μικρὸ παιδὶ κατουρημένο γοερὰ
μούσκεμα ὁ φόβος ὡς ἀπάνω
κι ἀκόμα νὰ στεγνώσει.

Νὰ ῾ρθεῖ νὰ τὸν ἀλλάξει.

Ἂν δὲν μπορέσει, τῆς λέτε ἀκόμα ὅτι
ὡρίμασε ἐκείνη ἡ παλιὰ φοβέρα της
πὼς θὰ μὲ φάει ὁ γέρος ἂν δὲν τελειώσω
τὸ φαγητό μου.
Ὡρίμασε ἔγινα γεῦμα γήρατος.
Ὄχι σὲ ταβερνάκι ὀνείρου.
Σὲ κάποιο λαϊκὸ μαγέρικο ποὺ ἄνοιξε
ὁ καθρέφτης.
Κικὴ Δημουλᾶ - Ἦχος ἀπομακρύνσεων
Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδ. Ἴκαρος, 2001

Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου-Γιώργος Λ. Οικονόμου

"Διψάς;" με ρώτησε
"Όχι μαμά"
"Κρυώνεις;"
"Όχι μαμά"
"Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω"
"Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να 'μαι παιδί,
μάνα" της είπα
κι έμεινε.

Από τη συλλογή "για το Άλφα της στέρησης", εκδ. κύμα.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τύψεις
όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες -
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή


Μαρία Πολυδούρη – Μητέρα
Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που δέχτηκα ευλογία
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτή σα νά 'μαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.
Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.

Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς τ' αγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνη
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει...
Αχ, πως μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.


"Το ψωμί της μάνας μου", του Παλαιστίνιου ποιητή Mαχμούτ Νταρουίς

"Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί"

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της

Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.
Μελισσάνθη, «Η μπαλάντα της μάνας»
“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε
πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά
πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι;
Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά
με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε
κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε
της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.

Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;
Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό
του κύματος φοράει τα τυλιγάδια
τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.
Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι;
Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι
Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει
Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.

Και για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια
μέσα στις νύχτες του όλο ιστορεί.”
Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια
Που παίρνει όποιον τις νύχτες τη θωρεί
- Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη -
Μένανε, η άρμη το παιδί μου τρέφει
με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει
της τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.

Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν το λάδι
- πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή –
μαυρίζει, αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι.
Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;
Πού απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:
“Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι
νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει
γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”
Χάρης Βλαβιανός, "La madre è (finalmente) morta"

1.
Λες και είχε κάνει κρυφή συμφωνία με τον θάνατο
πέθανε τη μέρα των γενεθλίων σου.
Φρόντισε έστω και καθυστερημένα
να σου χαρίσει αυτό που πάντα ζητούσες -
μια νεκρή μητέρα.

Τώρα, ελεύθερη πιά,
είσαι έτοιμη να δεχτείς με ανακούφιση
το τελευταίο, πολύτιμο δώρο της.
Μπορείς χωρίς ενοχές
να χύσεις πάνω στον τάφο της
όλα τα δάκρυα του μίσους σου
και ν' αρχίσεις επιτέλους να ζείς.
Μόνη.
Σημαδεμένη από αυτή την απροσδόκητη χειρονομία
για πάντα.
____
(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009)


Χάρης Βλαβιανός, "La madre è (finalmente) morta (2)"

2.
Στην άκρη του γυμνού δωματίου ένα φέρετρο.
Ένα φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Ένα φέρετρο.
Στην άκρη.
Του γυμνού δωματίου.

Ό,τι άλλο κι αν δουν τα κουρασμένα μου μάτια
δεν θα ξεχάσω ποτέ
το φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Το φέρετρο.
Ανοιχτό.
Μέσα εσύ.
Όμορφη ακόμη.
Παγωμένη. ("Αγγιξα τα δάχτυλα σου.)
Με τα μάτια όχι εντελώς κλειστά.

Σου μιλάω.
Άκου.
Είμαστε ακόμη εδώ.
Είμαι ακόμη εδώ.
Δίπλα σου.
Άκου.
Σ' αγάπησα.
Πολύ.
Σ' αγάπησα.
Όμως____

(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009) 
ΠΗΓΗ
(Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα απ’ το «Εμβατήριο του ωκεανού»)
…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…


πού αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

πού ‘ναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα 

Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
Με ανθρώπινα κόκαλα
Για ν’ ανέβουν.

Κύριε, Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.

Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγκιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;…
 Προς την μητέρα μου (1873) - Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.


Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα/ΠΗΓΗ


Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Παῦλος Νιρβάνας - Χριστὸς Ανέστη

Κάποτε —ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια— ποὺ μοὔτυχε νὰ κάνω Ἀνάσταση σὲ κάποιο ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Ρούμελης, ἕνας γέρος χωριάτης, ὑψώνοντας τὴ λαμπριάτικη λαμπάδα του, σὰ χαιρετισμό, πρὸς τ' ἀναστάσιμα ἄστρα, μοῦ εἶπε σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του :

—Ἡμέρεψαν ἀπόψε, παιδί μου, τὰ Οὐράνια.

Στὰ δυὸ αὐτὰ λόγια ὁ ἀθῶος χωριάτης εἶχε κλείσει, ἐπιγραμματικά, τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ χριστιανικοῦ θαύματος. «Ἡμέρεψαν τὰ Οὐράνια». Ὁ οὐρανός, χωρὶς τὸ μεγάλο χριστιανικὸ θαῦμα, θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὴν περίφοβη ψυχὴ τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου —γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ— τὸ κατοικητήριο ἑνὸς Θεοῦ τρομεροῦ, δικαιοκρίτη χωρὶς ἐπιείκεια καὶ τιμωροῦ χωρὶς ἔλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οἱ θεοὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Κυβερνοῦσαν τὰ πλάσματά τους μὲ τὸν τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι ἀπ' τὸ λαό τους, δὲν εἶχαν γνωρίσει ποτὲ τὶς ἀδυναμίες του, δὲν εἶχαν πονέσει ποτὲ τὸν πόνο του, δὲν εἶχαν βασανισθεῖ ποτὲ ἀπ' τὰ βάσανά του, δὲν εἶχαν κλάψει ποτὲ τὰ δάκρυά του. Ἀνίκανοι νὰ συμπονέσουν, νὰ λυπηθοῦν καὶ νὰ συχωρέσουν. Πῶς νὰ μὴν εἶναι «ἄγρια» — ὅπως τάβλεπε τὸ μάτι τοῦ φοβισμένου ἀνθρώπου —τὰ οὐράνια, τὰ κατοικημένα ἀπὸ τέτοιους θεοὺς;

Καὶ μέσα στὴν ἀνοιξιάτικη ἐκείνη νύχτα, ποὺ ἡ λαμπάδα τοῦ γέρου χωριάτη εἶχε ὑψωθῆ σὰ χαιρετισμὸς πρὸς τὰ λαμπρά, ἀναστάσιμα ἄστρα, τὰ οὐράνια εἶχαν ἡμερέψει. Δὲν κατοικοῦσε πιὰ ἐκεῖ ἀπάνω ὑψωμένος στὸν τρομερὸ του θρόνο, ἕνας θεὸς ξένος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κατοικοῦσε ἕνας γλυκύτατος θεός, ποὺ εἶχε πονέσει ὅλους τους πόνους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὅλες τὶς ἀδικίες τῆς γῆς, ποὺ εἶχε τραβήξει ὅλες τὶς καταφρόνιες, ποὺ εἶχε πληρώσει ὅλες τὶς ἀχαριστίες.
Τὸν ἔβρισαν, τὸν ἀναγέλασαν, τὸν ἔφτυσαν, τὸν ἔσυραν δεμένο στοὺς δρόμους, σὰν τὸ τελευταῖο κακοῦργο, τὸν σταύρωσαν. Ἐπείνασε, ἐδίψασε, κουράστηκε, ἀντίκρυσε τὴ φρίκη τοῦ θανάτου. Γιὰ μιὰ στιγμὴ εἶδε τὸν ἑαυτό του λησμονημένο κι' ἀπ' τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ποὺ ἦταν πατέρας του. «Θεέ μου, θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» Δὲ στάθηκε πόνος, ποὺ νὰ μὴν τὸν γνώρισε, καρδιοσωμός, ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔννοιωσε, δυστυχία, ποὺ νὰ μὴ γεύθηκε τὸ φαρμάκι της. Ἤπιε ὅλα τὰ φαρμάκια, ποὺ μπορεῖ νὰ πιῆ ἄνθρωπος σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Καί, τὴ νύχτα ἐκείνη, ὁ πονεμένος καὶ βασανισμένος αὐτὸς ἄνθρωπος εἶχε ἀνέβη στοὺς Οὐρανοὺς καὶ εἶχε καθήσει παντοδύναμος στὸ θρόνο τοῦ θεοῦ, νὰ κυβερνήση τὸν κόσμο. Πῶς νὰ μὴν «ἡμερέψουν τὰ Οὐράνια»; Μιὰ ἀπέραντη καλωσύνη εἶχε πλημμυρίσει τὸ στερέωμα.

Γιατὶ νὰ τρέμη πιὰ ὁ ἁμαρτωλός; θὰ συλλογιζότανε ὁ γέρος. Ἐκεῖνος ποὺ συχώρεσε τὴν πόρνη, τὸ ληστὴ κι ἐκείνους ἀκόμα ποὺ τὸν σταύρωσαν, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω, γιὰ νὰ ἰδῆ τὰ δάκρυα τοῦ μετανοιωμοῦ του καὶ νὰ τὸν συχώρεση. Γιατί ν’ ἀπελπίζεται ὁ ἄρρωστος; Ἐκεῖνος ποὺ γιάτρεψε τὸν τυφλὸ καὶ τὸν παράλυτο, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω γιὰ νὰ τὸν γιατρέψη. Γιατί νὰ βαρυγκομάη ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἀδικημένος;
Ἐκεῖνος, ποὺ πείνασε καὶ δίψασε, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω καὶ καταλαβαίνει τὴ δυστυχία του. Γιατὶ νὰ λαχταράη ἡ μάννα γιὰ τὸ παιδί της; Ἐκεῖ ἀπάνω στοὺς Οὐρανοὺς εἶναι μιὰ Μαννούλα, ποὺ δοκίμασε τὸν πόνο της, γιὰ νὰ παρακάλεση τὸ παιδί της, ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐλεήσῃ. Καὶ γιατὶ νὰ τρέμη ὁ ἀσπρομάλλης ὁ γέρος τὴν ὥρα τοῦ θανάτου; Εἶναι καὶ γι' αὐτόν, εἶναι γιὰ κάθε ψυχή, μιὰ ἀνάσταση.

Τὰ Οὐράνια εἶχαν ἡμερέψει, ἀλήθεια, ἐκείνη τὴν ἀνοιξιάτικη νύχτα. Καὶ ἡ λαμπάδα τοῦ γέρου εἶχε ὑψωθῆ σὰ χαιρετισμὸς καὶ σὰν εὐχαριστία, πρὸς τὰ ἀναστάσιμα ἄστρα.

—Χριστὸς ἀνέστη, παπποῦ.
—Ὁ Θεός, ὁ Κύριος, παιδί μου.

 Ἀπὸ: Νέα Ἐστία, Ἀθῆναι 24-11-1937. http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/neaest/Neaestia.html
ΠΗΓΗ

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Η Ελένη των ποιητών

Ως σημαίνον σύμβολο η Ελένη, των επικών ή τραγικών μύθων, γίνεται διαχρονικά ένα ισχυρό σημείο αναφοράς και έμπενευσης για τους ποιητές. Συνώνυμο της ιδανικής γυναικείας ομορφιάς, της προδοσίας, του ασυμβίβαστου, περιπαθούς και αδίστακτου έρωτα, αλλά και του ανώφελου θανάτου, η ποιητική μορφή της Ελένης άλλοτε γοητεύει κι άλλοτε προκαλεί και καταδικάζεται.

Μέσα από την αέναη διαδρομή της στους ποιητικούς μύθους, που κατασκευάζονται γύρω από την εικόνα της, δικαιώνεται ή κατακρίνεται, με σκοπό να προκαλέσει συγκίνηση ως τραγικό πρόσωπο ή για να χρησιμοποιηθεί ως εμβληματική φιγούρα που εκφράζει κάποια εποχή ή ακόμη για να σχηματοποιηθούν μέσα από την πολυσημία του συμβολισμού της κάποιες εκδοχές εσωτερικής ή εξωτερικής ζωής.



Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973. 
Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα 
περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...» 
Helen Of Troy.1885 work of Gustave Moreau
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, σε μάθημα του, προς τους μετεκπαιδευόμενους δασκάλους του Μαράσλειου Διδασκαλείου, με θέμα '' Η Ωραία Ελένη, ως νοητική εποπτεία, απο τον Ομηρο, μέχρι τον Ελύτη'' αναφέρει:
 Ο Ελύτης που όπως σας έχω πει και άλλοτε, το όνομά του το πήρε από το ΕΛ - της Ελένης, Ελ, Ελένη, Ελευθερία, Ελλάδα, και λοιπά, το Υ grecum, το μόνο ελληνικό γράμμα, παγκόσμια, το Υ grecum, το υ το ποτηράκι, που λέτε, και η αρχαιοπρεπής κατάληξη - ΤΗΣ.
Μας έχει δώσει και δύο-τρία ωραία ποιήματα για την Ελένη ο Ελύτης, ήδη από τους Προσανατολισμούς, έτσι; "κι όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα", "με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι", και άλλα μετά, "η Ελένη με το πρόσωπο και με το πλάι, "κάτασπρο γιασεμί και μυ και μυ και μυστικέ μου Αποσπερίτη, φέρτε με, φέρτε με στη Κρήτη και μη και μη ρωτάτε το γιατί " . "Ελένη, σελήνη, σελήνη, Ελένη σελήνη αναβρυτή, Ελένη χώρα του Ήδυπνου, πόρπη ασημένια Ελένη"..
 Πλήρη αναφορά /εδώ
 Πλήρη αναφορά /εδώ 



   Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ-Oδυσσέας Ελύτης

ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ  (1974)

                                   ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΙ
Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί    σκισιματιά που
θα τραβούσε    πάνου ως κάτου     μες στου μέσα κόσμου τη μαυρί-
λα    κι αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες
στον Άδη σαν αηδονολαλιά

Πόρπη ασημένια Ελένη
Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια
σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου

(Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή)
 

Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί    κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι    που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και
νσιά    του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής
όπου μεγάλωσες    παραδεισένια

Ελένη χώρα του Ήδυπνου
Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για
να 'βγει τέτοια μέντα η ομορφιά σου
(Φώναζε στην αυλή
ψι-ψι  ψι-ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
ψι-ψι  ψι-ψι
την αστραπή τους τη χρυσή)

Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε    όμως    (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ»    κι ούτε τ' ακούει κανέ-
νας    μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης
γυρισμένη    έτσι κι εσένα

Σελήνη Ελένη αναβρυτή
Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες    τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί
και δεν αντέχει    κοίτα    στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαι-
μονολόγι

(Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).



 Τάκη Σινόπουλου, «Ποίημα για την Ελένη»
Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου.
Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.

Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα.
Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.

Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή.


Gaston Bussiere (1862-1929) 
Η γέννηση του ποιήματος. Τάκης Σινόπουλος
Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
Από τη συλλογή Ελένη (1957)
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 151-152]

 
 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
«ΕΛΕΝΗ» -Απόσπασμα
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ’, 1955)
ΤΕΥΚΡΟΣ

ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

…………………………………………………….. ΕΛΕΝΗ
Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’ , αλλ’ είδωλον ήν.
…………………………………………………….

ΑΓΓΕΛΟΣ:
Τι φής;
Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;


ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
 «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-
ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι
Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
  helen1.jpg (201025 bytes)

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «ΕΛΕΝΗ»

Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου

την πηγή χυμένη εγώ,

το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου

και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·

γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου

θεόπλαστο ολοζωντανό

θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν

πόλεμο και χαλασμό.

Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο

νυχτανεβασμένο ίσκιο μου

σε γη και ώρα στοιχειωμένη

πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·

είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,

κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.



Γιάννης Ρίτσος, Ελένη
Η "Ελένη" (με άρθρο οριστικό) γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. 

 Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση ''Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου.'' 
Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος. 
Η πάντοτε επαρκώς πληροφορημένη Χρύσα Προκοπάκη στην πρώτη σημείωση της μελέτης της "Πορεία προς τη "Γκραγκάντα"" γράφει: "Πρότυπο για την ανάπλαση της μυθολογικής Ελένης στάθηκε η χαμένη μορφή της αδελφής" του Ρίτσου.
Πηγή και πληροφορίες /εδώ 
 Ελένη, Γ-Ρίτσος (απόσπασμα)
''Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.'' 
 
 Ονειρευόμουν τότε τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του
ν' αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, - με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε
στα χέρια μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ' το στήθος,
να το λούζουν με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του,
να τον αλείβουν λάδι.

Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη` - θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του -
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, - τι χρειάζονται πια;
Οι Συμπληγάδες  μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ' ένα χώρο πιο μέσα - τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες - πιο τρομερές από πριν, - δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ' ένα πηχτό, μαύρο ρευστό  - δε γλυτώνει κανένας.

Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, - να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα , να ξεχάσω
το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω -
φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν' ακούω
απ΄το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,
τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν
με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα νάχουν ησυχάσει.
Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.

Καμμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο
οι ρυθμικές οπλές απ' τ' άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει
από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου
με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,
με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,
πούχει μαζέψει απ' τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω
διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου
που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.

Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία
έχουν απ' ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα
μένει βαρειά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω
απ' τ' άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,
με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.

...Κ΄εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, - να αναλήφθηκα τάχα στ' αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ' τα χείλη μου - ; Καμμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεββάτι, ν' ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών - να πατήσω στον αέρα, - το τρίτο λουλούδι - ( απόσπασμα )
 Γ. Mανουσάκης, Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα
 Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.

Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.

Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.

Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.

Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της.

Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις;
Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα.

Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη.
Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.

Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»

Painting by Walter Crane

Για την Ελένη - 1978
Στίχοι:  
Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική:  
Μάνος Χατζιδάκις

 Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρη περιμένει

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιόν αγαπά η Ελένη
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
στην Τροία παντρεμένη

Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θα βρεθεί η Ελένη
σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θάψαν την Ελένη
μπορεί στο Άργος στους αγρούς
μπορεί στην οικουμένη

Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω

και την πίκρα μου κεντώ
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnpF4wFH0au_OEAanafFaugQFvLq-yfhcNH3jk83UBRW_7Gj21j2ZAhX2UIQ2RyNt7amvcZYJAkxLAeP3zg3pCqhrF4v-VvmFXz2vqkA5H7DnWGArpcyfs0hGRVQrDN3V2hDIyMZGxUb0/s1600/&+%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%A3+%CE%A7%CE%91%CE%A4%CE%96%CE%99%CE%94%CE%91%CE%9A%CE%99%CE%A3+%CE%93%CE%B9%CE%B1+%CF%84%CE%B7%CE%BD+%CE%95%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B7.jpg
Η Ελένη είναι ο μύθος για ένα κορίτσι του καιρού μας που έχει χαθεί.
Η Ελένη είναι ένα φάντασμα με τη μορφή ενός κοριτσιού, που κάθε τόσο φανερώνεται και χάνεται μες απ’ τις βροχές, μέσα από τα σύννεφα και μες από τον ήλιο.

Η Ελένη, όπως η Μελισσάνθη, η Μάγδα και η Μαριάνθη των ανέμων, ανήκει στην πολύ προσωπική μου μυθολογία.
Τα τελευταία χρόνια πολλές φορές σαν είμαι μόνος σκέπτομαι την έννοια κορίτσι να μπλέκεται παράξενα στο μύθο μου και στη ζωή μου.
Ισως γιατί η ηλικία μ’ εμποδίζει να δοκιμάσω την απειρία μου σε απομακρυσμένες η καινούργιες εμπειρίες.
Κι έτσι θα μείνω μ’ ότι θυμάμαι απο τον έρωτα συγκεχυμένα και μισά.
Με μιαν Ελένη που κάπου στη Γη ή μες στην απέραντη οικουμένη έχει ταφεί.

Μάνος Χατζιδάκις