Σελίδες

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Ποιήματα και πίνακες ζωγραφικής με θέμα τον Τρύγο

Καρπός πανάρχαιος και πολύτιμος το σταφύλι, βρίσκεται μαζί μας από τη Νεολιθική εποχή.
Οι αρχαιολόγοι μάς λένε ότι οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες κατανάλωναν σταφύλια, αρχικώς άγρια και μετά καλλιεργημένα, χωρίς να έχουν μάθει να φτιάχνουν κρασί. Οι αρχαίοι συνήθως θεωρούσαν ότι ο Διόνυσος εισήγαγε την άμπελο στην Ελλάδα και τούς έμαθε την τέχνη της οινοποιίας και προς τιμή του τελούσαν τα Διονύσια σε πολλές περιοχές.

Στον Όμηρο η αμπελουργία ακμάζει, όπως μαρτυρούν επίθετα σαν το «πολυστάφυλος» και το «αμπελόεσσα» για μέρη κατάφυτα από αμπέλια. Αν και όχι από την αρχή, κάποια διαφοροποίηση των ποικιλιών σε επιτραπέζια σταφύλια και σταφύλια προς οινοποίηση υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα. Τα νωπά σταφύλια οι αρχαίοι τα διατηρούσαν περισσότερο χρόνο μέσα σε κρασί. Φυσικά, τα ξέραιναν κιόλας

Η σπουδαιότητα του σταφυλιού και της αμπελουργίας φαίνεται και από το γεγονός ότι τρύγος ή τρυγητός λέγεται ειδικά η συγκομιδή των σταφυλιών· για κανέναν άλλον καρπό δεν υπάρχει ειδικό ουσιαστικό, μόνο το θέρισμα για το σιτάρι. (Θυμηθείτε και την παροιμία θέρος, τρύγος, πόλεμος για εργασίες που δεν επιδέχονται αναβολή). Στο λαϊκό ημερολόγιο, Τρυγητής είναι ο Σεπτέμβριος, αφού τότε γίνεται ο τρύγος (αν και πιο κάτω θα δούμε μερικές παροιμίες που μιλάνε για Αύγουστο).

Και το ρήμα τρυγώ αγνώστου ετύμου είναι, αλλά μπορεί να συνδέεται με το τρυξ, λέξη που σήμαινε στα αρχαία το κατακάθι του κρασιού και τον μούστο. Βέβαια, το ρήμα τρυγώ χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια και για το μέλι από τις κυψέλες, αλλά και για τα φιλιά.
https://sarantakos.wordpress.com/2016/08/29/stafyli/

Μιχαήλ Αξελός – «Ο τρύγος», 1924

Γιάννης Ρίτσος - Τρύγος
Ἄσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τὰ βερικοκιὰ τὰ κεραμίδια,
γαλανὰ παραθυρόφυλλα,
τ᾿ ἄλογα τὰ κανελιὰ μὲς στὸν αὐλόγυρο,
τ᾿ ἄσπρα μὲς στὸ πράσινο,
τὰ μπαλκόνια μάλαμα καὶ θάλασσα.

Τὰ μουλάρια στὸν ἀνήφορο τῆς πέτρας,
καὶ τὰ γαϊδουράκια μὲς στ᾿ ἀγκάθια,
ψάθες καὶ μαχαίρια καὶ καλάθια μὲς στ᾿ ἀμπέλια
γέλια.

Δάχτυλα καὶ γόνατα,
στήθια καὶ σαγόνια
μὲς στὸ μοῦστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιὲς κι ἱδρώτας,
στὶς κατηφοριὲς
τὸ χρυσὸ κακάρισμα τῆς κότας.

Κι ὅπως γαλανίζει τὸ βραδάκι,
τὸ μαβί, τὸ βιολετί,
νὰ κι ἡ Παναγιὰ στὴ δημοσιά,
πλάι στὰ κάρα, στὰ κουδούνια, στὰ σταμνιὰ
καὶ στὰ κλαδωτὰ μαντίλια,
νά τη ἡ Παναγιὰ
νὰ κρατάει στὴν ἀσημένια της ποδιὰ
πέντε ὀκάδες κόκκινα σταφύλια.

Το τραγούδι του τρυγητού-Κώστας  Κρυστάλλης

 Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ” αυλάκι,

το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ” αηδόνια,

το λεν στ” αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,

το λέει κ” η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι

-Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,

δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,

να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.

Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,

να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,

ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,

να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.

Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ” αλογό του,

να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,

να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ” αθάνατο κρασί σου,

της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.

Ὁ τρύγος-Κώστας Κρυστάλλης

Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.

Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.

Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,

Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.

Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...

O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...

Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.

Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.

Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.






Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Τίτος Πατρίκιος -Ερωτική ποίηση


Αντηλιά- Τίτος Πατρίκιος- Λυσιμελής Πόθος, Κίχλη
 Τίποτα δεν αντιστεκόταν,
ήλιος μεσημεριού
του Αυγούστου
φλόγιζε τον πηχτόν αέρα πύρωνε τις στέγες.
Στο καφενείο πίναμε γκαζόζες
κι οι σκοτούρες μας βουίζανε σα ζαλισμένες μύγες.
Ως τη στιγμή
που θα ’βγαινε στ’ αντικρινό παράθυρο
η Στέλλα.
Στις τσίτινες μασχάλες της
είχε δυο τρίγωνα κομμάτια αντηλιάς.


ΣΟΥΒΑΔΕΣ ΟΥΡΑΝΟΥ-Τίτος Πατρίκιος- Λυσιμελής Πόθος, Κίχλη

Απόμεναν οι καλτσοδέτες σου
στο πόμολο του κρεβατιού
κι ένα χτενάκι των μαλλιών στο πάτωμα.

Απ’ το παλιό παράθυρο
πέφταν λίγοι σουβάδες ουρανού.

Ερωτικά ποιήματα – του Τίτου Πατρίκιου – frear
ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ-Τίτος Πατρίκιος- Λυσιμελής Πόθος, Κίχλη

Ήταν ο λόφος που είχες πει σεληνιακό τοπίο,
δέσποζε στις παράγκες, γεμάτος
πληγές από εγκαταλειμμένα λατομεία,
στοίβες σκουπιδιών, στρατιωτικά φυλάκια.
Μα ο λίγος χώρος που καλύπτανε
τ’ αγκαλιασμένα τους κορμιά
έφερνε τη δροσιά του, έστω παροδικά,
στις άνυδρές μας νύχτες.

Αθήνα, 1956

Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015) Ποιήματα

ΑΥΤΟΣΥΣΤΑΣΗ-Από τη συλλογή Η λάμψη (1983)

Με λένε Ορέστη μα στη λέξη
μη σταθείς

Παρακαλώ προσπάθησε
πίσω απ’ τη λέξη
να δεις τη νύχτα του χιονιού
και του αγριμιού
το μάταιο μες στην ερημιά
ν’ ακούσεις κλάμα

Ορέστης Αλεξάκης, Συλλογή «Ληξίαρχος»/Αστρολάβος-Ευθύνη, 1989

Συχνά

Ξεχνώ το δρόμο και το αστέρι

Παραπατώ σε σκοτεινούς μαιάνδρους

Ψάχνω να βρώ ρωγμή-σινιάλο μνήμης-

Ξάφνου ξυπνώ και πάλι νικημένος

…………..

Κι ωστόσο

γράφω ποίηση.


Ορέστης Αλεξάκης, Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν
 
Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια

μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο

Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινές τους φλέβες να φουσκώνουν

μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου

Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους

Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκαλά τους απ’ το βάρος

και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989)

Μαρία των άστρων-Ορέστης Αλεξάκης

Τώρα που βλέπω τη μορφή σου στη φεγγοβολή της
Ανατρέχω στις επίγειες αστροφεγγιές μας
Σ’ αυτό το ρίγος από λίμνες κι αθέατα δάση
Σ’ αυτό το φέγγος από αναπόληση και γυρισμό

Σ’ έλεγα Μαρία για να σε διακρίνω
Από τ’ άπειρα θαύματα των διαλογισμών μου
Για να δίνω πρόσωπο στους καθρεφτισμούς σου
Σ’ έλεγα Μαρία για να σε κρατώ

Στο σπίτι που σε σκοτεινούς καιρούς ανθοφορούσε
Πριν σιδερόφραχτοι χειμώνες το γκρεμίσουν
Ήταν η έναυλη σιωπή σου μνήμη πατρίδας
Ήταν το δάκρυ σου έκλαμψη προσμονών

Ξέρω πως ψάχνεις να με βρεις στα μέσα σου άστρα
Κι εγώ σε ψάχνω ανάφτερη στα λυκαυγή μου
Πώς ζήσαμε τόσο κοντά του χωρισμού τον στρόβιλο
Και τώρα πια πώς σμίγουμε σε μια στιβάδα φως

Ορέστης Αλεξάκης, [Κάθε φορά σ’ αγγίζω και πεθαίνω...]
 
[Από την ενότητα Α. Τα δύο πρόσωπα]

Κάθε φορά

σ’ αγγίζω
και πεθαίνω

κάθε φορά
σ’ αγγίζω
κι ανασταίνομαι

να σε κρατήσω ωστόσο
δεν μπορώ

πάντα γλιστράς προς το γαλάζιο
πάντα
ξεφεύγεις
προς την απεραντοσύνη

Και συνεχίζω τους μικρούς θανάτους μου
και τις μικρές μου μάταιες αναστάσεις
πάνω στο φρύδι τού
βαθιού
γκρεμού

Παίζοντας την τυφλόμυγα μαζί σου

Από τη συλλογή Βυθός (1985)
Έκλεισα τις ρωγμές-Ορέστης Αλεξάκης

Έκλεισα τις ρωγμές του σώματός μου
σκούπισα των καιρών τ' αποκαΐδια
τόσα συντρίμμια
τόση στάχτη εντός μου

στόλισα της ψυχής τ' ανθοδοχεία
όλα τα φώτα μου άναψα
και τώρα

προσμένω μάταια να μ' επισκεφθείς
προσμένω μάταια να
με κατοικήσεις

ΑΦΗΓΗΜA-Ορέστης Αλεξάκης

Τις νύχτες του καλοκαιριού
–με ή χωρίς φεγγάρι αδιάφορο–
κάτω απ’ το κεντρικό καμπαναριό
κάθεται πάντα σ’ ένα σκαλοπάτι
ακίνητος και σιωπηλός
μέχρι να φέξει.
Χρόνια και χρόνια κάθε νύχτα εκεί
την ώρα που όλοι οι χωριανοί κοιμούνται
Με τα χέρια ριγμένα στους μηρούς
και το βλέμμα απλανές – έξω απ’ τον χρόνο.
Αμίλητος κι ανέκφραστος
σαν άγαλμα
που δεν του φύσηξε πνοή ζωής ο γλύπτης
Χαράματα σηκώνεται απ’ τη θέση του
και φεύγει αργά κι αθόρυβα – σαν ίσκιος.
«Ζει στο δικό του κόσμο» λένε οι φίλοι
«Άκακος όμως, ήσυχος πολύ
Έξω από τους ρυθμούς των επιγείων»
Μια νύχτα τόλμησα να πάω κοντά του
Λέξη δεν είπε στον χαιρετισμό μου
Ό,τι κι αν τον ρωτούσα αυτός σιωπούσε

Κύλησαν ώρες Πήρε να χαράζει
Μέχρι που τόλμησα ξανά «Τι ψάχνεις;»
«Στήνω το αυτί μήπως ακούσω» μου ’πε
Και βιαστικά συμπλήρωσε «Μα ως τώρα
τίποτα δυστυχώς… σιγή θανάτου…
Μονάχα μια αξεδιάλυτη βοή
σα να κυλούν νερά σε υπόγεια τάφρο»
«Γιατί επιμένεις;» ρώτησα και πάλι
«Έχω καθήκον» μου αποκρίθη. «Χρέος
που με βαραίνει από γεννησιμιού μου
Να στήνω αυτί
Να στήνω αυτί
Κι ας μην ακούω…»

Ορέστης Αλεξάκης, Επίγραμμα

Αν με μετρήσεις με φωνές και πεταλούδες
Θα μ’ εύρεις πιο μεγάλο απ’ το κλουβί μου
Κι ωστόσο, πες μου, πώς χωρώ εδώ μέσα;
Από τη συλλογή Η Περσεφόνη των γυρισμών (1974)


O Oρέστης Aλεξάκης γεννήθηκε στις 2/10/ 1931 στην Kέρκυρα. Σπούδασε νομικά και άσκησε στην Aθήνα το επάγγελμα του δικηγόρου έως το 1992. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στη Δυτική Γερμανία. Μετά το 1992 έζησε στην Κέρκυρα και στη Θεσσαλονίκη ενώ μετά εγκαταστάθηκε και πάλι μόνιμα στην Αθήνα. Έγραψε κυρίως ποίηση, παράλληλα όμως ασχολήθηκε με φιλολογικά μελετήματα, δοκίμια και κριτική. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά και Σερβικά.  Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου του 2015.

Τιμήθηκε για την ποίησή του με το  Βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων.
ΠΗΓΗ