Σελίδες

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ζωὴ Καρέλλη (1901 - 1998)-Ποιήματα

Art by Bruno Di Maio
Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς
τοῦτες οἱ μέρες οἱ καλοκαιρινὲς
ὑπάρχουν μὲ τὴ στιλπνότητα
τῶν λαμπρῶν σωμάτων,
μὲ τὴν ἔκθαμβη προσφορά τῶν,
μὲ τὴν ἔντονη περηφάνεια,
μ’ ἐκείνη τὴ σταθερότητα
που ἔχουν οἱ γυναῖκες
ὅταν εἰν’ ὡραῖες,
πολὐ βέβαιες γιἀ τἠν ἐμορφιά τῶν,
τόσο ποὺ μένουν ἔξαφνα
σκεφτικές, ὅμως, ἀτάραχες,
γεμᾶτες προσμονὴ στέκονται,
μ’ ὑπομονὴ γνωρίζουν,
γνωρίζουν νὰ περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια τὴν ἡδονή
τοῦ ἑαυτοῦ των…
- - - - ---- - - - - - -Ἔτσι
οἱ ἔντονες τοῦ καλοκαιριοῦ μέρες
φαίνονται ἀκέριες –
- - - - - - ---- - - - -καθώς
τὶς περιβάλλουν νύχτες ἐξαίσιες,
μὲ πολὺν ἔρωτα, μυστικόν…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Φαντασία τοῦ ἐγὼ

Κάποτε τὰ βήματα τοῦ χρόνου
παύουν – καὶ τότε ἡ σιωπή
γίνεται πότε φοβερή κι ἀπαίσια
σκοτάδι γεμάτη ἔννοια
πυκνὴ ἀναπότρεπτη μοῖρα
πότε ξανοίγει, φαίνεται,
φανερώνεται οὐσία φωτὸς
ἄπειρη, καθαρώτατη, διάφανη
τόσο ἐλαφριά, ἐλαφρότατη
ποὺ δὲν μπορεῖς
οὔτ’ αὐτοῦ νὰ σταθῇς
καθὼς φέγγεις φέγγεσαι
ἔξαφνα ὀξύτατα
καίεσαι ἀπὸ φῶς
τὴ στιγμὴ τῆς ἡσυχίας,
τῆς παύσης τοῦ χρόνου,
κ’ ἡ φεγγερή σιωπή περιμένει,
στέκεται ὁ χρόνος καὶ περιμένει,
γιὰ νὰ ἐξαφανιστῇς!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Art by, Ana Pardo
Ἡ ἀρχὴ

Ἡ ἀρχὴ φαίνεται
ἀμυχὴ στὸ στερέωμα τοῦ χρόνου
νομίζεις ὅτι θὰ περάσῃς

νομίζεις ὅτι θὰ περάσῃ,
ἤ ὅτι ὁ χρόνος γύρω σου περνάει
μὲ ποικίλα τοπεῖα καὶ βλέψεις…
Ὄχι∙ ἡ πληγὴ ποὺ πλαταίνει
μέσα σου γίνεται καὶ σὲ κατατρώγει
ἀφαίρεση δίχως πραγματικότητα.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Μοναξιὰ

Πού θὰ πᾶμε, ψυχή, μ’ ὅλη τούτη
τὴν ἐξορία ποὺ μέσα φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας – κ’ ἡ μοναξιά
ἔγινε τόσο παράξενη, ποὺ εἶναι ἴδια
μὲ τὴ συντροφιά τῶν πολλῶν ἀνθρώπων.

Μιλᾶς καὶ σωπαίνεις, καὶ τὰ πράγματα
μένουν ἀδιάλλαχτα, σὰ νὰ μήν ὑπάρχῃ
θέληση καμμιά νὰ τὰ κυβερνήσῃ…

Ἀστειότερες οἱ θλιβερές προσπάθειες
– γιατί τόση ἀπαισιοδοξία;.. Σὰν τὸ τίποτα
νὰ μεγάλωσε, νὰ φούσκωσε ἀλλόκοτα
δείχνει ἕνα πρόσωπο παράφωρο, δίχως μορφὴ
ἕτοιμο νὰ σκάςῃ, νὰ βγάλῃ ἀπ’ τὸ νοῦ
ὅλα τὰ πλήθη ποὺ τὸ κρατοῦν
καὶ τώρα διασπῶνται – σὰν τὸ τίποτα
νὰ γίνετ’ ἕνα μυρμήγκιασμα.

Ἆ, τί ἀθλιότητες περιέχουν
τὰ μάτια τῆς μοναξιᾶς!..

Φύγετε τόσο μακρυά,
ποὺ ποτέ νὰ μὴ συναντήσετε πιά
τὴ μονάχην εἰκόνα σας
καθὼς φαίνεται σήμερα: ὁλόκληρη!..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Χαλκογραφία

Οἱ Ἀπελπισίες οἱ λιγνὲς γελοῦν φχαριστημένες
γιατι ἔχωσαν τὸ δάχτυλο τῆς δοκιμῆς
ὥς μέσα – πολὺ μέσα στὸν ἑαυτό μου.
Καὶ τώρα κάθονται σὰ χορτασμένες
νωθρὲς γυναῖκες ποὺ κοιτάζουν
μ’ ἀδιαφορία πὼς γυρεύω ἀνώφελα
πάνω στὸ σῶμα μου
νὰ βρῶ κάποια βοήθεια…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὡραῖα μαλλιά…

…Ὡραῖα μαλλιά
ἀπ’ τὶς πολὺ νέες γυναῖκες
στόλισμα πλούσιο, κόμη ἁπαλὴ
καὶ ζωντανὴ μὲ τὴν ἰδιαίτερη ζωὴ
ὅπως εἶναι τὰ φυλλώματα στὰ δέντρα
ποὺ ψιθυρίζουν τραγούδια δικά τους
γιὰ νὰ μεθοῦν ἀπὸ ἡδονὴ
οἱ σιωπηλοί ἀλύγιστοι κορμοί…

…Ἔτσ’ οἱ γυναῖκες κάποτε,
σπανίως ὅμως,
ὅταν μποροῦν νὰ καταλάβουν,
αἰσθάνονται τὴν ἐμορφιά
ἀπ’ τὰ κυματιστά μαλλιά τους
τὴν ἀκοῦν καὶ χαίρονται
μὲ ἁπλότητα…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἡδυπάθεια


Στὸ χέρι κρατοῦσε ἕνα ρόδo ἀνοιγμένο
ἕνα ρόδο πολὺ ἀνοιχτό.
Στὸ πρόσωπό της εἶχε τὸ στόμα
μισανοιχτό καὶ τὰ χείλη ἀνοῖγαν
στὴ θήκη γεμάτη χυμὸ
τῶν δοντιῶν τὰ ρόδινα οὖλα
ἔφεγγαν, κοκκίνιζαν δίχως ντροπή,
ὅπως τὸ σπασμένο ρόδι τ’ ἀνοιχτό ρόδο!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὄνειρο

Ἕνα μεταξένιο μαγνάδι, ἀκαθόριστο,
ἔπεφτε κάπως βαρύ, βαρύτατο ὕστερα…
Γύρευα τὴν ἀρχή του μὲ τὸ χέρι,
τὴν κάθετη οὔγια∙ καὶ τὸ χέρι μου
χώθηκε στὸ βαρὺ ἀδιέξοδο ὕφασμα.
Τόσο σὲ τοῦτο τὸ ἐμπόδιο
ὕλη πηχτή! Οἱ πτυχές πυκνώνουν.

Κάποιο μαχαίρι ζητοῦσα γιὰ ν’ ἀνοίξω
τὴ δίοδο.
Γιατὶ τοῦτο τὸ ὕφασμα
κολλάει πολὺ πάνω στὸ σῶμα
τυλίγει τὴ ζωή μου,
δὲν φεύγει ἀπὸ πάνω μου.

Κάποιο μαχαίρι γιὰ νὰ κοποῦν
οἱ συνήθειες, τὰ ὕπουλα μάγια,
ποὺ φαίνονται τόσο πολύτιμα,
ἴσως ὡραῖα, κ’ εἴν’ ἀδυσώπητα.
Ὅμως ἡ λεπίδα καθὼς ἐλπίδα
πῆγε νὰ σκίσῃ τὸ τύλιγμα
τὸ πλεγμένο ἀπάνω μου πλέγμα
ἐμπόδιο βρῆκε τοῦ σώματός μου
τὴν ψυχὴ καὶ πόνεσ’ ἐπώδυνα
ἡ τομὴ ποὺ ἔκανα, πολύ!

Γιὰ νὰ φύγω ἔσκισα τὸ ντυμένο
κορμί μου – γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ κεῖ.
Πέρ’ ἀπ’ τῆς συνήθειας τὸ ἔνδυμα
καθὼς καίρια εἶχε χτυπηθῆ
νόμισα πὼς θὰ πέθαινα…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐργάτης στὰ ἐργαστήρια τοῦ χρόνου

Καθὼς ἐργάζονταν τὸ σχῆμα,
ἐργάτης σὲ ὑαλουργεῖο,
κατάλαβε πολὺ καλὰ τὸν ἔρωτα
γιὰ τὴν ὕλη,
ὅπου φυσοῦσε τὴν πνοή του.
Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
φίλντισι, πολύτιμο ἐλεφαντοκόκκαλο
ἤ ὀπάλι μὲ χρώματα ὁμίχλης
πρὸς τὸ κυανό.
Ὄλ' αὐτὰ ὕλη, ποὺ γινόταν σχῆμα,
σχῆμα ἐρωτικό, γιὰ ὅ,τι ὑπάρχει
μὲς στὸ χρόνο.

Τὸ σχῆμα, δοχεῖο τοῦ χρόνου,
ἐρωτικὸ τὸν περιέβαλε,
προσφορὰ στὸ χρόνο,
προσδοκία καὶ δέξιμο μαζί,
ἀγκάλιασμα στοῦ χρόνου τὴ μορφή,
τὸ σχῆμα ποὺ σχημάτιζε εἰδικό,
δικῆς του σημασίας,
δική του φαντασία.

Ὅμως καθὼς τὸ σχῆμα ἔψαυε
τελειωμένο, ὕστερα, τὸ ὑλικό του χέρι,
κατάλαβε τοῦ χρόνου τὴν ὑλικότητα·
καθὼς τὸ χέρι τὸ δικό του
καὶ τὸ σχῆμα μαζί,
καὶ τὸ πολύτιμο ἐρωτικὸ ὑλικὸ
γινόταν διάφανη ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ὅλα μαζί.
Ἰδίως ὁ ἑαυτός του.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ-Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και μεταφράστριας Χρυσούλας Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη. Υπήρξε επίλεκτο μέλος του λογοτεχνικού κύκλου της Θεσσαλονίκης και εξακολουθεί να παραμένει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες στα νεοελληνικά γράμματα.

Η Ζωή Καρέλλη γεννήθηκε το 1901 στη Θεσσαλονίκη, σε μία πλούσια οικογένεια της πόλης. Ο πατέρας της, Γαβριήλ Πεντζίκης, ήταν φαρμακοποιός και η μητέρας της, Μαίρη, δασκάλα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες της οικογένειας, το στερνοπούλι της οποίας υπήρξε ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική, ενώ για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε περισσότερα/ΕΔΩ
Ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια, επίλεκτο μέλος του λογοτεχνικού κύκλου της Θεσσαλονίκης
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/675

© SanSimera.gr