Σελίδες

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά- (Μάνος Ελευθερίου)

ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΞΑΦΝΙΚΑ. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα, πώς σε βρίσκουν;

Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτε δεν θέλεις. «Και πώς με το κλειδί;» σου λένε. «Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία». Πώς να εξηγήσεις; Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.

Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, «κάτι διαφημίζει αυτός», έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.

Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου. Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια –για γούρι– τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο. Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.

Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο. Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα ‘ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ’ αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.

Πάντα χρειάζεται να υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα σου (Μάνος Ελευθερίου)

Πάντα χρειάζεται. Πάντα χρειάζεται δίπλα σου. Στις μικρές και τις μεγάλες χαρές. Στις καταστροφές και στην αρρώστια. Στον αέρα και στις βροχές. Στον ήλιο και στη θάλασσα. Πάντα χρειάζεται να υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα σου. Αυτός είναι όλα μαζί τα φαρμακεία και τα φάρμακα του κόσμου.

Μάνος Ελευθερίου, Φαρμακείον εκστρατείας

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Άγγελος Πετρουλάκης ( 1952-2021) Ποιήματα


(Ι)
Σ’ έναν τοίχο έγραψα πως
ανήκω σ’ εκείνους που θα φύγουν
με την εικόνα σου,
πως ανήκεις στους γαλαξίες
που δε θα ταξιδεύω.
Δεν ήξερα τότε πως
μια νύχτα σαν την αποψινή
θα άνοιγα ξανά το συρτάρι των αναπολήσεων
με μια ακόμα φωτογραφία σου
να μιλά αρχαία φθινόπωρα.

Σου είχα πει:
Αναπνέω μια σιωπή.
Αυτήν τη σιωπή σχηματοποιώ
σε μάτια και χείλη,
σε γήινες εκφράσεις που θέλουν ν’ αποδράσουν
στη μεταφυσική των ανεκπλήρωτων ερώτων.
Εσχατολογική αναζήτηση πια
το καταβύθισμα στα μάτια σου
αφού καμιά ιστορία δε θα σταθεί
στο άσημο των ημερών μου.

Άκου:
Η δική μας μικρή ιστορία
δεν μπορεί να είναι το εγωιστικό υπόλοιπο
των προσθαφαιρέσεων που εγκλώβισαν τη ζωή μας.
Ίσως και να είναι μια μουσική από κάποια σονάτα
που έτυχε ν’ ακούσουμε ανάμεσα σε δυο τσιγάρα.

www.poein.gr (10-7-2015)


(ΙΙ)

Να επιστρέψω ξυπόλητος στις αναμνήσεις,
ακροποδητί,
μην τις ξυπνήσω.

Δικαιούνται έναν ύπνο – θάνατο,
σκεπασμένες με τη σκόνη της σιωπής
και οι αναμνήσεις.
Άλλωστε, τις υποβρύχιες νύχτες
δεν τις αντέχει εύκολα ο λυγμός.
Κάθε άρνηση και το σχήμα της,
κάθε απόρριψη και το πρόσωπό της.
Η αμφισβήτηση ακροβατεί
ανάμεσα στο υπαρκτό και το ανύπαρκτο.
Ζωή σε αυτοαναίρεση.
Τα νηολόγια των ερώτων σε άγονες δημοπρασίες,
σ’ ένα ταξίδι που μιλά για έγκοπα όνειρα
και δειλινά εικονογραφημένα με ματαιώσεις.

Σε μιαν άλλη ζωή ίσως μιλήσουμε μιαν άλλη γλώσσα.

www.poein.gr (10-7-2015)


(ΙΙΙ)
To αντίο το είπαμε
πίνοντας κρασί
και λέγοντας πως θα ξαναβρεθούμε.
Ύστερα
με μια χαρτοπετσέτα
σκουπίσαμε τ’ απομεινάρια της νύχτας
και τις λέξεις
που σαρκάζουν με νόημα τις υποσχέσεις.

Φεύγοντας
όλα ντύθηκαν στις αποχρώσεις του κόκκινου
έτσι ώστε να μη ματώνουν
μόνο οι αναμνήσεις.

 από την προσωπική σελίδα στο facebook του Άγγελου Πετρουλάκη (3-12-2016)


(IV)
Κυριακάτικη αναζήτηση
με τις φωνές να προχωρούν
στα τέσσερα.

Αρχαία σημάδια
που ανακαλύπτω σε κάθε νέο ρούχο.

Κλείνοντας οριστικά τα μάτια
θ’ αφήσω δυο, τρεις λέξεις
να πλανιένται στο αύριο,
αφού πρώτα τους αφαιρέσω τα φωνήεντα,
έτσι ώστε να καγχάζουνκάθε απόπειρα μνημόνευσής μου.

από την προσωπική σελίδα στο facebook του Άγγελου Πετρουλάκη (6-12-2020)


(V)
Υπάρχουμε,
σ’ ένα κατακερματισμένο σήμερα,
ανάμεσα σε ορίζοντες απροσπέλαστους,
ανάμεσα σε χέρια τεντωμένα
που ψηλαφούν τα σκοτάδια.

Υπάρχουμε,
χωρίς να ξέρουμε το γιατί,
βαδίζοντας δρόμους άγνωστους,
απέναντι σ’ άγνωστο τέλος,
θρυμματιζόμενοι από πλαστότητες
και αυταπάτες.

Υπάρχουμε
μέσα στους μύθους μας,
αναζητώντας τη λύτρωση
σε φαιδρά είδωλα.

Τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα αύριο δίχως μύθους;

Μόνοι απέναντι στην άγνοια
πώς θα παλέψουμε την αγωνία;
Με τους αμφιβληστροειδείς άδειους από ήλιο
τι χρώμα θα έχουν οι εικόνες;

Πώς θ’ αντιπαλέψουμε τη μοίρα μας
τώρα, που όλα όσα μας τυλίγουν
έγιναν πλαστικά;

Μιλώ για σένα, σ’ έναν κόσμο που προχωράει αγνοώντας τη συμπεριφορά του νερού και του ανέμου.
Μιλώ για σένα, σ’ έναν κόσμο που ανερμήνευτα πορεύεται ανάμεσα στο τυχαίο και στη λήθη της ιστορίας.
Δακρύζω για ό,τι χάθηκε πριν καν δηλώσει την ύπαρξή του. Συχνά ανεμίζω λέξεις μισοσπασμένες και ακόμα συχνότερα ενταφιάζω επιθυμίες.
Όσο για τα γράμματα της αλφαβήτου. Από τα πλέον αγαπημένα, μου είναι αυτά που λιγότερο χρησιμοποιούν οι άνθρωποι.
Από την πτήση μου, κράτησα μόνο εκείνα τα γράμματα που θα μου χρησιμεύσουν στην πτώση μου…

—Λόγος και αιτία για μια σιωπή (Λάρισα, 2001)

Πετρουλάκης, Άγγελος- 1952-2021

Ο Άγγελος Πετρουλάκης γεννήθηκε το 1952 στη Λάρισα. Η σχέση του με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε το 1967, όταν ως μαθητής τού Γυμνασίου, άρχισε να γράφει σημειώματα, σχόλια, άρθρα στις τοπικές εφημερίδες της Λάρισας.

Συνεργάστηκε και έγραψε σε εφημερίδες και site, όπως η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», η «Larissanet», και η LarissaPress.
Η σχέση του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε επίσης το 1967 δημοσιεύοντας ποιήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό τής Λάρισας «Προσανατολισμοί», που εκδίδει εκείνη την εποχή ο επίσης νεαρός Δημήτρης Κουνελάκης, ανατρέποντας τον εφησυχασμό τής επαρχιακής πόλης.
Το φθινόπωρο του 1971, στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν για τα 150 χρόνια από την επανάσταση του 1821, κέρδισε Α΄ Πανελλήνιο Βραβείο τής Ακαδημίας Αθηνών, στην ποίηση.

Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις «Εκδόσεις Δεδεμάδη» εφτά τόμοι με διηγήματα και νουβέλες του, που είχαν βασιστεί στα εγκληματολογικά αρχεία και χρονικά τής Ελληνικής Χωροφυλακής τής 25ετίας 1955-1980 με το γενικό τίτλο «Εγκλήματα στην Ελλάδα». Τα «Εγκλήματα στην Ελλάδα» είναι τα πρώτα που εισάγουν στην αστυνομική λογοτεχνία υποθέσεις που άπτονται των εγκληματολογικών χρονικών και παρουσιάζουν ρεαλιστικά την πορεία για την εξιχνίασή τους.

Έχει εκδώσει συνολικά 16 βιβλία:
«ΛΟΓΟΣ πρώτος» – ποίηση (1981)
«ΛΟΓΟΣ δεύτερος» – ποίηση (1984)
«ΛΟΓΟΣ τρίτος» – ποίηση (1999)
«ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι» – ποίηση (2001)
«ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή» – ποίηση (2001)
«ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια θύμηση» – ποίηση (2011)
«Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ (2002)
«Κρυφοί έρωτες» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (2004)
«Ζωές στο κόκκινο» – μυθιστόρημα (2010) Εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ.

Έχει γράψει τα κείμενα του φωτογραφικού λευκώματος «Μικρά αντίο» του καρδιοχειρουργού Σωτήρη Πράπα (Εκδόσεις Καστανιώτης).
Έχει σχεδιάσει, επιμεληθεί και γράψει τα κείμενα του φωτογραφικού λευκώματος του Γιώργου Μποντικούλη «ΛΑΡΙΣΑ – άνωθεν».


Στο στόμα μου χωράει πια,

μόνο τ’ όνομά σου…

Τα μάτια μου

υπάρχουν, πια, μόνο για την επιστροφή.

Σε ποια κοσμογονία να σ’ αναζητήσω;

Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Γιώργος Τριανταφύλλου- Ποιήματα

Γιώργος Τριανταφύλλου- «Άγγιξέ με» 

Άγγιξέ με ανήθικα, τόσο ανήθικα
που να μοιάζει με στοργή
αργά χωρίς βιασύνη
να γλιστρούν τα ακροδάχτυλά σου
στην χωματένια αύρα μου
και από καφέ να κοκκινίζει
Σπάσε με πάθος τα σύνορα του δέρματος
να εισχωρήσεις μέσα μου
στην απαγορευμένη χώρα
που ζουν μόνο μετανάστες
άστεγοι και κάτι τρομαγμένα χελιδόνια
Μίλα μου με την ωκύπτερη αφή σου
πες μου ότι διψάς
για να στύψω όλα τα σ’ αγαπώ
να τα ρουφήξεις άπληστα

Μίλα μου με το απαλό γρατζούνισμα
των νυχιών σου
πες μου ότι πεινάς
να ξεπαγώσω τις ανάσες μου
και να σε ταΐσω στο στόμα

Μίλα μου με την ίριδα των ματιών σου
πες μου ότι νυστάζεις
για να στρώσω το λίκνο του ασυνειδήτου
και να σε σκεπάσω με την λούτρινη
παιδική μου ανωριμότητα

Και αθάνατοι τώρα πια
να ξεψυχάμε κάθε στιγμή
ο ένας στα χέρια του άλλου

Μαλαχίδα η άγρια ή η αμελημένη. Οι μαλαχίδες έχουν θεραπευτικές και επουλωτικές ιδιότητες. Στη μεγάλη οικογένεια των μαλαχοειδών ανήκει και η μολόχα που τρίβοντάς την σε μέρος που πονά από το άγγιγμα της τσουκνίδας καταλαγιάζει το τσούκνισμα. Η χρήση τους ποικίλει μπορείς να τις τρίψεις, να τις πιεις ή να τις μασήσεις.
Εγώ προσπάθησα να γράψω μαλαχίδες. Κι εσείς να τις διαβάσετε! Δεν είμαι σίγουρος ότι θεραπεύουν αλλά σίγουρα είναι μια απάντηση στις τσουκνίδες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 Αντίο μαλαχίδα μου (Γιώργος Τριανταφύλλου)

Θέλω το απαλό άρωμα των μαλλιών σου να χαϊδεύει το κορμί μου,
αλλά όχι εσένα.
Θέλω την γεύση της ανάσας σου να με κάνει λαίμαργο,
αλλά μην γυρίσεις πίσω.
Θέλω να πλαγιάζω με την ζεστασιά των ψιθύρων σου,
αλλά μην έρθεις ξανά.
Θέλω την ανασφάλεια των ματιών σου να την καλύπτω
με ένα φιλί στο μέτωπο,
αλλά εξαφανίσου απ’ την ζωή μου.
Θέλω να σβήνω τα φώτα και να βλέπω καθαρά τα υπέροχα
σκοτάδια σου,
αλλά μείνε μακριά μου.
Θέλω να με διαβάζεις, αλλά να μην με αγγίζεις.
Πονάω.

Σιωπή (Γιώργος Τριανταφύλλου)

Αθόρυβο μαχαίρι το «εγώ» μας,
βραχύλογος υγρός επίλογος στις ουτοπίες μας.
Οι επιθυμίες βουλιάζουν μία-μία στον νεροχύτη,
κάθε πρωί και βράδυ.
Τα φιλιά έγιναν λέξεις που δεν ειπώθηκαν
και γλίστρησαν στον λαιμό, στο στήθος, στα γεννητικά όργανα
κι όταν έπεσαν στα πόδια μας,
μυρμήγκια που άθελά μας τα λιώσαμε.
Χωρίς αντίο, χωρίς επιστροφή.
Ουρλιάζουν οι σιωπές μας.

 

Για τα αγγίγματα που αφήνουν πληγές

Για όλους όσους ακόμα δεν αγγίξαμε

και για τα βαθιά αγγίγματα που ζουν κάτω απ’ το δέρμα μας

Ο Γιώργος Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε θεατρικές σπουδές στην φιλοσοφική σχολή Αθηνών (ΕΚΠΑ), παρακολούθησε επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια όπως «Oι τέχνες στο Ελληνικό σχολείο» κ.α. Σπούδασε επίσης σκηνοθεσία στην σχολή «Σταυράκου» και υποκριτική στη δραματική σχολή «Δ. Φωτιάδη».

Έχει εργαστεί σε δημοτικές θεατρικές ομάδες και σε παιδικό θέατρο, έχει δραματοποιήσει αποσπάσματα από λογοτεχνικά βιβλία και το 2012 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και σκηνοθετική επιμέλεια του θεατρικού έργου του Furio Borton, «Τα τελευταία Φεγγάρια».

Έχει γράψει, σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει σε πολλές μικρού μήκους ταινίες όπως το «Άγγιξέ με» που διακρίθηκε σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου επίσης έχει αρκετές συμμετοχές σε μεγάλου μήκους ταινίες και θεατρικές παραγωγές.

Από την Άνεμος εκδοτική κυκλοφορούν οι συλλογές τους «Άγγιξε με» (2019) και «Μαλαχίδες» (2024).