
Περικλής Κοροβέσης

Μου φτάνει - Περικλής Κοροβέσης
Έκανες έρωτα,
το ξέρω.
Βγήκες, ήπιες, άκουσες μουσική.
Σηκώθηκες και χόρεψες
σε κοίταζαν
ξαναήπιες
ήσουν μονάχη
ήθελες έρωτα.
Με σκέφτηκες
το ένιωσα,
έχασα λίγο ηλεκτρισμό.
Μετά φύγατε μαζί
ψιλόβρεχε.
Πήγατε σπίτι
στρίψατε ένα τσιγάρο
βάλατε μουσική.
Πήρες εσύ την πρωτοβουλία
πήγες στο κρεβάτι
ξέρω πώς έγινε.
Καθόμουν στη σιωπή
είχε ησυχία
άκουσα τις φωνές σου
είδα χωρίς να θέλω.
Κάθισε δίπλα σου
σε πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του.
Ήσουν όμορφη.
Την άλλη μέρα πήρες τηλέφωνο
ήσουν καλά.
Είπες πως μ' αγαπάς
-χαμήλωσες τη φωνή σου
για να σ' ακούσω μόνο εγώ-
Μου φτάνει.

Και η ζωή θα μπορούσε να ήταν αλλιώς
γι’ αυτούς που αγαπούν.
Οι λέξεις τους, δεν θα ’ταν δύσλεκτες
και τα χαρτιά τους καθαρά
χωρίς λεκέδες και δάκρυα
τα γράμματά τους πορφυρά
και οι ακροστιχίδες τους ωραίες.
Θα ’γραφαν σε χαρτί ακριβό,
προνόμιο άλλης εποχής
δώρο του νεαρού αυτοκράτορα
που πέθανε από θλίψη.
Θα ’ταν απλά
σαν τον έρωτα
ή σαν παιδιά
ή σαν απόηχος τραγουδιού
που σ’ επισκέπτεται
τη νύχτα που είσαι μόνη.
Ναι, θα μπορούσε να ’ναι απλά.
Σαν το φαγητό που έγινε για φίλους
σαν τη καληνύχτα τους ή το καλό τους κατευόδιο
ή σαν ύπνος ανάλαφρος και φωτεινός.
Επιμένω, θα μπορούσαν.
(Π.Κ. Ανέκδοτα Ποιήματα, Μανδραγόρας τχ. 8-9,

Άγνωστος Στρατιώτης-Περικλής Κοροβέσης
Κάθε χώρα έχει ένα μνημείο
για τον άγνωστο στρατιώτη της.
Η Γαλλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
είχε ένα εκατομμύριο νεκρούς.
Από αυτούς το ένα τρίτο ήταν χωρίς όνομα.
Αλλά όταν τους καλούσαν είχαν όνομα,
διεύθυνση, αριθμό μητρώου.
Κανένας στρατός δεν έχει άγνωστους στρατιώτες.
Αλλά όταν σκοτώνονται,
φαίνεται πως σκοτώνεται και τ’ όνομά τους.
Άσυλο στο Χαρτί-Περικλής Κοροβέσης

Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.
Απόδραση-Περικλής Κοροβέσης

Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται.
Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.
Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.
Όλα είναι στο κεφάλι σου.
Σπάσ’ το και πέτα.
Ο ουρανός είναι απέραντος.
Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει∙
βρες την.
Λαθρομετανάστης-Περικλής Κοροβέσης

Κάθομαι στο καφενείο στην Αχαρνών
και κοιτάζω το δρόμο που γίνεται θέατρο.
Μπροστά από το τραπέζι,
περνούν οι ομορφιές του κόσμου:
λυγερές από μακρινές χώρες,
το ίδιο απρόσιτες όπως όλες οι όμορφες∙
στιβαρά παλικάρια που το βήμα τους
δαμάζει την άσφαλτο∙
χαρούμενες παιδικές φωνές,
φτάνουν στα κουρασμένα αυτιά μου.
Αλλά κανείς δεν τους θέλει
και τους βρίσκω συγγενείς μου.
Λαθρομετανάστης ήμουν κι εγώ στη ζωή μου,
χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής.
Και στην πρώτη σκούπα με απέλασες.
Και μου έρχεται να χωθώ
σ’ αυτό το πολύχρωμο πλήθος και να τους πω:
«Πάρτε με μαζί σας, είμαι δικός σας».
Ξέρω πώς είναι ο θάνατος-Περικλής Κοροβέσης

…και θα ‘χω αφήσει τόσα πίσω.
Ιδέες, αποφάσεις και αυτή την συγκατοίκηση με τον Μπαχ,
που ‘ταν ασφυκτική.
…και ένας ακόμα άγνωστος, θα μείνει, με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι τα χέρια σου, τα μάτια σου, την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες δίπλα από την θάλασσα.
Για αυτό σου λέω, ξέρω πώς είναι ο θάνατος
Μια άλλη βραδιά όπως όλες οι άλλες..

Κοροβεσης, Περικλης, 1941-2020
Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά,πλούσιος
όμως πολύ σε εμπειρίες. Έζησα ανοιχτά, ελεύθερα, σύμφωνα με τις
επιθυμίες μου, δίχως εξαναγκασμούς και συμβιβασμούς. Ήμουν πάντα με την
Εύα, που δεν δέχτηκε τον μισό Παράδεισο που της δόθηκε αλλά τον
διεκδίκησε ολόκληρο, γι’ αυτό και δάγκωσε το Απαγορευμένο Μήλο – το θέμα
του επόμενου βιβλίου μου. Χάρηκα το διάβασμα, τη γραφή, τον έρωτα, τη
δράση, τη δημιουργία. Ταξίδεψα, ξενιτεύτηκα, έκανα δύο γάμους κι έναν
γιο, ζω είκοσι χρόνια τώρα αγαπημένα με την τελευταία σύντροφό μου, τη
Μαρία, με την οποία δεν παντρευτήκαμε για να μη χρειαστεί να χωρίσουμε!
Τελώ σε έναν διαρκή ενθουσιασμό.
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την
ευχαριστήθηκα τη ζωή μου. Και ότι, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Απρίλιο του 2014

Σπούδασε θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Roland Barthes και παρακολούθησε μαθήματα με τον P. Vidal Naquet στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε ενεργά στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε επί χούντας. Το πρώτο του βιβλίο, "Ανθρωποφύλακες" (1969), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εκτός από πεζά, έγραψε θέατρο, παιδικά και, τελευταία, ποίηση. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, διατηρούσε μόνιμες στήλες στην "Ελευθεροτυπία" και στην "Εποχή' και στο περιοδικό "Γαλέρα". Μεταξύ 2007-2009 διετέλεσε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' περιφέρεια Αθηνών.
Έργα του:
"Ανθρωποφύλακες" (μαρτυρία), Στοκχόλμη 1969
"Κοινός τόπος" (κείμενα), 1976
"Περιγραφή AGCTTGA+TCGAACT" (Είκοσι πέντε κείμενα του Π. Κοροβέση, δεκατρείς ζωγραφιές του Χρόνη Μπότσογλου), 1980
"Γύρω από το νησί η θάλασσα" (μυθιστόρημα), 1982
"Η συνέλευση των ζώων" (μουσικό παραμύθι-μουσική Γ. Κουρουπού), 1983
"Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα" (παραμύθι), με εικονογράφηση Κ. Δίγκα, 1986
"Ατάμ Αλ' Ακ" (μουσικό παιδικό θέατρο-μουσική Π. Περράκη) 1987
"Τango Bar" (θεατρικό), 1988
"Εμπορία ειδήσεων" (άρθρα 78-90), 1990
"Επιχείρησις Ιουδίθ" (θεατρικό), 1992
"Γυναίκες ευσεβείς του πάθους" (μυθιστορήματα), 1995
"Μ' εξακόσιες λέξεις" (συλλογή κειμένων), 1996
"Νοσταλγία μνήμης" (αφήγημα), 1999 κ.ά.
Πηγή βιογραφικού /www.biblionet.gr