Σελίδες

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Χόρχε Μπουκάι- Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας

Το παρακάτω κείμενο είναι το πρώτο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. Ο τίτλος της ιστορίας είναι:

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας

«Δεν μπορώ» του είπα. «Δεν μπορώ!»
«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτός.
«Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.»
Ο Χοντρός κάθισε σαν το Βούδα πάνω σʼ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
«Να σου πω μια ιστορία…»
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του… Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σʼ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.

Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορεί να ξεριζώσει δέντρα με τη δύναμή του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.
Μα τι τον κρατάει;
Γιατί δεν το σκάει;

Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο, τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαζε γιατί ήταν δαμασμένος.

Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: «Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;»

Δεν θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.

Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα —ευτυχώς για μένα—, ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε νʼ ανακαλύψει την απάντηση.

Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σʼ ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.

Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρʼ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί εκείνο το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.

Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου, μια μέρα, μια φρικτή ημέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.

Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.

Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.

Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.

Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…

«Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο-πολύ σαν τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι «δεν μπορούμε» να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: «Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω». Μεγαλώσαμε κουβαλώντας αυτό το μήνυμα που επιβάλαμε στον εαυτό μας και γιʼ αυτό ποτέ ξανά δεν επιχειρήσαμε να λευτερωθούμε από το παλούκι.

Όταν, μερικές φορές, νιώθουμε τους χαλκάδες να σφίγγουν τα πόδια μας και ακούμε τον ήχο της αλυσίδας μας, κοιτάζουμε λοξά το παλούκι και σκεφτόμαστε:

Δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω.

Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθισε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε:

«Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.

Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή… Με όλη σου την ψυχή!

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

David Foster Wallace – Αυτό εδώ είναι νερό

 Το βιβλίο αυτό εμπεριέχει σε έντυπη μορφή την συγκλονιστική ομιλία του David Foster Wallace, για την τελετή αποφοίτησης του κολεγίου Κένιον στο Οχάιο το 2005. O Wallace, επέλεξε να μιλήσει στους αποφοίτους για το ζήτημα της εκπαίδευσης πάνω στις ελευθέριες σπουδές. Επικεντρώνεται στο ζήτημα της εκπαίδευσης πάνω στον στοχασμό. Που αφορά όχι μόνο την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε, αλλά και τον τρόπο, το πώς σκεφτόμαστε. Το να είμαστε λιγότερο αλαζόνες, να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας και τις βεβαιότητές μας με κριτική σκέψη.

«Μαθαίνω να σκέφτομαι» λέει ο συγγραφέας «στην πραγματικότητα σημαίνει μαθαίνω να ασκώ κάποιον έλεγχο στο πώς και στο τι σκέφτομαι. Δηλαδή είμαι αρκετά συνειδητοποιημένος και έχω την επίγνωση να επιλέγω πού θα επικεντρωθώ και αν επιλέγω πώς θα νοηματοδοτήσω την εμπειρία μου…
Αποσπάσματα απ’ το βιβλίο:

Αν λατρέψετε το χρήμα και τα υλικά αγαθά – αν μ’ αυτά δίνετε πραγματικό νόημα στη ζωή σας – τότε δεν θα σας είναι ποτέ αρκετά.

Δεν θα αισθανθείτε ποτέ πως αποκτήσατε αρκετά.

Είναι αλήθεια.

Αν λατρέψετε το ίδιο σας το σώμα και την ομορφιά και τη γοητεία του, θα νιώθετε μονίμως άσχημοι, κι όταν ο χρόνος και η ηλικία αρχίσουν ν’ αφήνουν τα σημάδια τους, θα πεθάνετε εκατομμύρια μικρούς θανάτους μέχρι τελικά να σας φυτέψουν στο χώμα.

Σ’ ένα βαθμό όλοι μας τα γνωρίζουμε ήδη όλα αυτά. Έχουν κωδικοποιηθεί ως μύθοι, παροιμίες, στερεότυπα, εύηχες κοινοτοπίες, επιγράμματα, παραβολές – ως η ραχοκοκαλιά κάθε σημαντικής ιστορίας.

Το κόλπο είναι να βρούμε τρόπο να αποκτήσουμε επίγνωση αυτής της αλήθειας σε καθημερινή βάση.

Αν λατρέψετε την εξουσία, θα αισθάνεστε αδύναμοι και τρομαγμένοι, και θα χρειάζεται να ασκείτε όλο και μεγαλύτερη εξουσία στους άλλους για να μην σας κατακλύσει ο φόβος.

Αν λατρέψετε την ευφυΐα σας, το να σας θεωρούν έξυπνους, θα καταλήξετε να αισθάνεστε ηλίθιοι και απατεώνες, θα φοβάστε μια ζωή μήπως σας πάρουν χαμπάρι.

Και ούτω καθεξής.

Κοιτάξτε, αυτές οι μορφές λατρείας θα σας προδώσουν όχι επειδή είναι κακές ή αμαρτωλές αλλά επειδή είναι ασυναίσθητες.

Είναι εργοστασιακές ρυθμίσεις.

Είναι μια λατρεία στην οποία βυθίζεσαι σταδιακά, μέρα με τη μέρα, καθώς γίνεσαι όλο και πιο επιλεκτικός στο τι αφήνεις τον εαυτό σου να δει και στο πως μετράς την αξία των πραγμάτων, χωρίς να έχεις πλήρη επίγνωση του ότι το κάνεις.

Και ο αποκαλούμενος “πραγματικός κόσμος” δεν θα σας αποθαρρύνει από το να λειτουργείτε με βάση τις εργοστασιακές σας ρυθμίσεις.

Διότι ο αποκαλούμενος “πραγματικός κόσμος” των ανθρώπων του χρήματος και της εξουσίας συνεχίζει να λειτουργεί μια χαρά με καύσιμα το φόβο και την περιφρόνηση, την απογοήτευση και την επιθυμία και τη λατρεία του εαυτού….

***

David Foster Wallace – Αυτό εδώ είναι νερό (απόσπασμα)

The most obvious, important realities are often the ones that are hardest to see and talk about.

The really important kind of freedom involves attention, and awareness, and discipline, and effort, and being able truly to care about other people and to sacrifice for them, over and over, in myriad petty little unsexy ways, every day.

The real value of a real education… has almost nothing to do with knowledge, and everything to do with simple awareness.

It is extremely difficult to stay alert and attentive instead of getting hypnotized by the constant monologue inside your head.

Think of the old cliché about the mind being “an excellent servant but a terrible master.” This, like many clichés, so lame and banal on the surface, actually expresses a great and terrible truth.

The alternative is unconsciousness, the default setting, the “rat race” — the constant, gnawing sense of having had and lost some infinite thing.

This, I submit, is the freedom of a real education… You get to consciously decide what has meaning and what doesn’t.

The capital-T Truth is about life before death.

If your total freedom of choice regarding what to think about seems too obvious to waste time discussing, I’d ask you to think about fish and water, and to bracket for just a few minutes your skepticism about the value of the totally obvious.

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

Δύο πεζά του Λέοντα Λαπαθιώτη


Ήταν που ήταν η βραδυά όλη πάθος, τ΄ ήθελες να πάρεις το βιολί σου, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς; Δεν έφθανε το κύμα που μας λίκνιζε, και το φεγγάρι που μας πλημμυρούσε; Τι ιδέα πάλι ήταν αυτή, να σηκωθείς ν΄ αρπάξεις το βιολί σου, και να μας πληγώσεις την καρδιά;…

            Καλά καθόμαστε στην άκρη του γιαλού, δίπλα στο κύμα του Σαρωνικού, άλλοι στα βράχια κι άλλοι στις καρέκλες, και λέγαμε και γω δεν ξέρω τι· λέγαμε τρεις κουβέντες και σωπαίναμε, ίσως νικημένοι απ΄ το φεγγάρι, που πρόσταζε από πάνω τη σιωπή. Η νύχτα, μόλις πού και πού μιλούσε. Ήχοι σπασμένοι, σκόρπιοι, μακρυνοί, τρεμούλες των νερών, κομμένα λόγια, πότε το πλάνο θρόισμα του κύματος, πότε, μακρυά, το γαύγισμα ενός σκύλου και πότ΄ ένα τραγούδι που περνούσε. Μέσ΄ στο μεγάλο ακίνητο φεγγάρι, υπήρχε ανάγκη απόλυτης σιωπής.

            Τι σου ήρθε τότε, ευλογημένε, να βγάλεις απ΄ τη θήκη το βιολί, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς;…

            Δε θα στο συγχωρήσουμε ποτέ…

            Δεν ξέρω καν αν έπαιξες καλά, ή αν το χέρι σου έτρεμε λιγάκι – θέλεις η μπύρα, θέλεις το φεγγάρι – και πού και πού μας πρόσφερες κ΄ ένα μικρούλι φάλτσο· μπορούσες τότε να κάμεις ό,τι θέλεις : η νύχτα ως κι αυτό στο συγχωρούσε : το βράδυ εκείνο λεγόταν «επιείκεια».

          Και δεν ήταν ανάγκη να μας παίξεις, μήτε την Ανάμνηση του Ντρλά, μήτε και το Θρύλο του Βιενάβσκι : τρεις νότες ήταν ίσως αρκετές – μόνο τρεις νότες, όχι παραπάνω – για να μας κάμεις όλο ό,τι θέλεις. Τρεις νότες μόνο αρκούσαν, σε βεβαιώνω, για να μας κάμεις το μεγάλο το κακό. Μας βρήκες όλους τόσο ανυπεράσπιστους…

            Γιατί μόλις άρχιζες να παίζεις, εκεί που ήμαστε όλοι τόσο μόνοι, και περιμέναμε και γω δεν ξέρω τι – καθένας κι άλλο, καθένας το δικό του – μας πήρες όλους ξαφνικά στη φούχτα σου, κ’  έκανες την ψυχή μας μια ψυχή, μια ψυχή μεγάλη πληγωμένη – αυτή που θα είναι πάντα λυπημένη, και θα θυμάται, και θα νοσταλγεί. Κι αφού μας έκαμες όλους μια ψυχή, θέλησες να πάρεις τα δάκρυά μας. Ω, αυτό ποτέ δε θα στο συγχωρήσω! Τα δάκρυα είναι πράματα ιερά – δε μπορεί ο καθένας να τα παίρνει…

            Κι όμως, εσύ μας γέλασες, μας γέλασες, θαρρώ, και μας τα πήρες, μας έκανες κουρέλι με δυο νότες, σα να μην ήμαστε όλοι τόσο φίλοι σου, σα να βαστούσες μια μικρή μνησικακία, κάτι κρυφό παράπονο μαζί μας, και που τόκρυβες λεπτά κι από καιρό, και που περίμενε δεν ξέρω ποια ευκαιρία, να μας πετύχει έτσι ανυπεράσπιστους, να βγει κρυφά, να μας εκδικηθεί!

            Κι όμως εμείς δε σε πληγώσαμε ποτέ, από τον καιρό που γνωριζόμαστε, πιστεύω;…

            Μα ίσως και να μην τόθελες και συ, ίσως η μοίρα να το θέλησ’ έτσι, αυτή που βρίσκει πάντα τρόπο να πληγώνει – και συ να ήσουν μόνο το όργανό της· ίσως της μοίρας τ΄ όργανο τ΄ ακούσιο, να ήτον το βράδυ εκείνο ένα βιολί.

            Γι΄ αυτό, την ώρα που χωρίζαμε στο τραίνο, μ΄ όλο το μεγάλο το κακό, τ΄ αληθινό κακό που μας προξένησες – βλέπεις εμείς πόσο είμαστε καλοί; – σου είπαμε μονάχα «ευχαριστώ»…

 Εφημερίδα «Εθνος», 28-10-1923.

Ρόδα...

του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη

            ...Ένα κοριτσάκι περνούσε προς  το δείλι, μέσ’ τον πλατύ έρμο δρόμο, και βάσταγε στην αγκαλιά του μια δέσμην άσπρα ρόδα۠· το βράδυ σίμωνε γοργά, έπεφτε ολούθε η νύχτα, κι αυτό τραβούσε βιαστικά, και πρόσεχε όλην ώρα, μη σκοντάψει۠· χτυπούσεν η καρδούλα του, τα μάγουλά του ήτανε φλογισμένα, τ΄ άμαθα ποδαράκια του λυγούσανε απ΄ το βάρος.

 

            Και κάποιος πέρασε κι αγάπησε του κοριτσιού τα μάτια۠· με τρόπο κοντοστάθηκε, σα για να του μιλήσει, μα κείνο δεν τον είδε, και τράβηξε πιο γρήγορα.

            Και κείνος που τ΄ αγάπησε, στάθηκ΄ εκεί πολλή ώρα, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου το κοριτσάκι χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, στις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...


Και την άλλη μέρα, ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, και βάσταγε στα χέρια του μια δέσμη ρόδα κόκκινα۠· περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, μα δε βιαζότανε σα χτες۠· η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, τα μάγουλά του ήτανε πυρωμένα, και τα μάτια του κοίταζαν μακριά...

            Και νάσου πάλε αυτός, στην ίδια θέση, που είχε αγαπήσει πιο μπροστά του κοριτσιού τα μάτια۠· σίμωσε δειλά, μ΄ αυτό χαμήλωσε το πρόσωπο στη γη, και κοίταε το δρόμο.

            Και μήτε που είπαν λέξη, μόνο αναστενάξανε βαθιά, και το κοριτσάκι τράβηξε, κι αυτός έμεινε πίσω, και τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου στο τέλος χάθηκε πίσω απ΄ τις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...

            Και την τρίτη μέρα, την ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι ξαναπερνούσε πάλι από τον ίδιο δρόμο, κι έφερνε μέσ΄ την αγκαλιά ένα μάτσο ρόδα πορφυρά۠· τα μάτια του ήταν άρρωστα, η ανάσα του κομμένη : το είχε μεθύσει δυνατά των ρόδων η ευωδιά.

            Κι αυτός που τ΄ αγαπούσε, το περίμενε۠· ήρθε σιμά του θαρρετά, με την καρδιά γιομάτη۠· το κοριτσάκι στην αρχή χαμήλωσε τα μάτια, μα πάλι τ΄ ανασήκωσε.

            ― Δώσ’ μου ένα ρόδο...

            ― Πάρ΄τα.

            Και πήρε όλα τα ρόδα, το μάτσο με τα ρόδα, κι ήταν γιομάτα δάκρυα۠· και μοιάζαν λυπημένα, σαν κάποιες άγρυπνες βαθιές και σιωπηλές πληγές.

       Κι η γλύκα των ματιών του κοριτσιού, σκόρπισε μονομιάς : γιατί δεν ήτανε παρά το λίγωμα απ΄ τα ρόδα۠· και χάθηκεν η αγάπη στου κοριτσιού τα μάτια. Κι άρχισε τότε να σφυράει κάποιο παλιό τραγούδι και να κοιτάει αφαιρεμένα αλλού.

            Και το κοριτσάκι τράβηξε πάλι σιγανά۠· τράβηξε πάλι σιγανά, και χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα...

            Κι ύστερ΄ από τρεις μέρες – προς το βράδυ – περνούσε πλάι στη ρεματιά που πάει κατά τη χώρα, ένα μικρούλι φέρετρο : μικρούλι ήταν το φέρετρο, μικρούλι και λευκό, σαν τις ψυχούλες  των παιδιών που πάνε να ησυχάσουν...

            Το φέρετρο ήτανε μικρό, μια μαύρη μάνα μοναχά πήγαινε αργά από πίσω· και μέσα του ήταν ένα κοριτσάκι – ένα χλωμό μηδαμινό μικρούλι κοριτσάκι· κι απάνω στα χεράκια του τ΄ αχνά, τα σταυρωμένα, ήταν ριγμένο μοναχά ένα ρόδο – ένα μονάχα ρόδο κατακίτρινο.

            Και μήτε φάνη πια κανείς μέσ΄ τον πλατύ έρμο δρόμο.-


Το παρακάτω πεζό του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» στη δεκαετία του 1920.
Δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη που έχει συγκεντρώσει ο Τάκης Σπετσιώτης στο βιβλίο του «Χαίρε Ναπολέων» οπότε δεν αποκλείεται να είναι αθησαύριστο.

Ευχαριστώ τον φίλτατο Σφραγιδονυχαργοκομήτη που το πληκτρολόγησε.

Ν.Σ.
ΠΗΓΗ   http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/roda.html