Γιάννης Ρίτσος ''Τα Ερωτικά''
Το
σώμα σου στην αμμουδιά
η
άμμος κολλημένη στη σάρκα σου
η
άμμος στα χέρια μου
στη
γλώσσα μου
να
σε ανακαλύπτω
πίσω
απ' το λεπτότατο εμπόδιο
κι’
η άμμος να πέφτει απ' τα μαλλιά μας
να
κατακάθεται στο βυθό της σιωπής
κ’ εμείς
ωραίοι
φρεσκολουσμένοι
απ’ τα δικά μας νερά αναδυμένοι
στο
φώς και στο σώμα
τούτης
της Γής.
Αθήνα,
23.11.80
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Νικηφόρος Βρεττάκος, Ίσως είναι…(απόσπασμα)
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμετα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.
Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου πάνω σ’ εμένα η ζωή μου
που μου ξεφεύγει με καταδιώκει και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε
αγαπημένη στιγμή σε βλέπω μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια και θα ζήσω όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα
ο τρίτος Έκανε την αγάπη του καράβι
την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
τώρα έγινε πάλι παιδί
σιάχνει πύργους με άμμο και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
και προσμένει να γυρίσει ξανά το καράβι η αγάπη
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου πάνω σ’ εμένα η ζωή μου
που μου ξεφεύγει με καταδιώκει και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε
αγαπημένη στιγμή σε βλέπω μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια και θα ζήσω όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα
ο τρίτος Έκανε την αγάπη του καράβι
την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
τώρα έγινε πάλι παιδί
σιάχνει πύργους με άμμο και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
και προσμένει να γυρίσει ξανά το καράβι η αγάπη
Περικοπές από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο – Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα νά ’τανε η άμμος πέτρα…
ΙΙ
Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλαΜάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.
Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο
Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει
*Από τη συλλογή ‘Ο θάνατος του Μύρωνα’, 1960.
Έτσι έμαθα πόσο βαριά είναι η άμμος
Πόσο σκληρή είναι η πέτρα που δε σπάει
Πώς ξεριζώνονται τα σκίνα κι οι αφάνες
Η άμμος έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
Η πέτρα για πάντα στην καρδιά μου
Τ’ αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Κι εσύ
Σαν ένα φύκι απαλά χαϊδεμένο απ’ τον άνεμο
Στην άμμο του κρεβατιού δε βρίσκεις ησυχία καθώς ονειρεύεσαι
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Αλλά μέσα στα μισόκλειστά σου μάτια
Έμειναν δυο μικρά κύματα
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Δυο μικρά κύματα για να με πνίξουν
ΠΗΓΗ
Οδυσσέας Ελύτης-Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης(απόσπασμα)
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμάμαι πήρες λίγον άμμο
τον κράτησες στο χέρι σου
κι ύστερα τον άφησες
να χύνεται σιγά
στην ανοιχτή παλάμη μου
κι ύστερα τον άφησες
να χύνεται σιγά
στην ανοιχτή παλάμη μου
Στον μέλλοντα λοιπόν αιώνα
θα μείνει λίγος άμμος
με τη δική μας την αφή
κι ο άνεμος που θα φυσάει
όπως τ' απόγιομα εκείνου του Οκτώβρη
θα τον πηγαίνει εδώ κι εκεί
όλο θα τον πηγαίνει
Γαλάζια Αγκαλιά-Σάκης Αθανασιάδης -Απο τη συλλογή ''Τα παπούτσια του μαγου χρόνου)
Αν
θες να ’ρθείς ως το ναυάγιο
Μάθε πως έχει και η θάλασσα φωνή
Κίτρινη άμμος στο φως το άγιο
Μη σε σκεπάσει το γαλάζιο στη στιγμή
Αν κοιμηθείς κι έρθει σκοτάδι
Και ο βαρκάρης μας ξεχάσει στην ακτή
Θα γίνει η άμμος το ζεστό μας το κρεβάτι
Και ο αέρας στα φιλιά μας μουσική
Σε μια σπηλιά
αγκαλιά γαλάζια
Σε μια βουτι
ά η ζωή γυμνή
Κάπου μακριά αν κοιμάται η αγάπη
Θα την ξυπνήσεις και θα ’ρθεί
Μη φοβηθείς της νύχτας το άγριο
Και ένα ναυάγιο που μιλά
Η αγάπη πάντα με έναν άγιο
Θα ξαγρυπνάει στην αμμουδιά
ΠΗΓΗ
''Στην άμμο και στα βότσαλα θ’ αφήσω ένα τραγούδι
να τραγουδάει στη θάλασσα και να τη γαληνεύει
να το φιλάει το κύμα της και να το ταξιδεύει
στην άμμο και στα βότσαλα θ’ αφήσω ένα τραγούδι..''