Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Ἀργὰ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Ἀργὰ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

«Ἀργὰ,πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα» Γιάννης Ρίτσος


''Το τελευταίο καλοκαίρι''τοῦ Γιάννη Ρίτσου «Ἀργὰ,πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα»
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.


ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

"Νύχτωσε":
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε πού ξέραμε καθόλου
τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τούς μουσικούς·
πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
έχοντας στους ώμους τους
τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
κάπνισε το τσιγάρο σου
μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία,
μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα.
Νύχτωσε.

Aπό τη συλλογή "Τα αρνητικά της σιωπής" Γιάννης Ρίτσος
Μετά την Τροία

Κλειστές οι πόρτες πια στη γενναιοδωρία των άστρων. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει. Στο μικρό υπνοδωμάτιο μια κούκλα σπασμένη. Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει στο σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. Κανένας δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο, το κούφιο, το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες· δεν ξεγελάει ούτε εχθρούς ούτε φίλους.
Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη· θα τα ’χε φάει ο σκόρος. Τί ωραία που το ’πε εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα "ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό" και σώπασε για πάντα.
Καρλόβασι, 12.VII.1987


Άνθρωποι, δήθεν ανιδιοτελείς, ζητούσαν να τον προστατεύσουν...
(Προστατευμένοι οι ίδιοι απ' τ' όνομά του...)

Μην κάνεις ετούτο ή τ' άλλο, του λέγαν...˙
Μη δίνεις στόχο, μη λύνεις τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου μπροστά τους...
Μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου...
Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά...
Κι έπαιρνε με τα δυό του δάχτυλα μόνον...
Ένα ένα τα "μη" τους και τα πέταγε μες το δοχείο απορριμάτων...
Μαζί με τα ρούχα του...
Κι έτσι γυμνός, ωραίος, επαναστάτης...
Φορώντας μονάχα τα τρύπια του (απ' τις πολλές ορειβασίες) παπούτσια...
Πέρασε κάτω απ τις ζητωκραυγές και τις κατάρες...
Και χάθηκε γαλήνιος μέσα στην αθανασία...........

Το ποίημα είναι
τ’ αρνητικό της σιωπής.

Μια μέρα
μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται
το πρόσωπό της.
Τα μάτια της διόλου κλαμένα.
Τα τρία διαμάντια
ασάλευτα απαστράπτοντα
καρφωμένα στο στήθος της.

Σάμος Καρλόβασι- Πηγή φωτο
«Υπολογισμένη αναβολή»
Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν, όσες φορές κι αν σε αρνήθηκαν ή κι αν αρνήθηκες, ένα άσπρο σπίτι πάνω στο λόφο ζητάει τη ματιά σου, ένα παιδί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα χαμογελώντας, ένα πουλί τη νύχτα τραγουδάει και για σένα. Λοιπόν, ας αναβάλουμε και πάλι· ας ενθρονίσουμε αυτή τη μικρή πεταλούδα στο ραγισμένο τζάμι.
 29. VI. 87



 Από την έκδοση ''Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα ''(1991)
 Γιάννης Ρίτσος, ''Δευτερόλεπτα ''(απόσπασμα)
1
Το βράδυ πέρασε στο δρόμο
ο τυφλός γέρος.
Κρατούσε μια μαργαρίτα —
το τελευταίο μου επιχείρημα.
2
Κι η τεφροδόχος κάποτε,
την ώρα που πέφτει το δείλι,
κοιτιέται στον καθρέφτη.
Τα πρόσωπα ροδίζουν.
3
Στο κέντρο της αίθουσας
ένα μεγάλο τραπέζι
πάνω του η άδεια θήκη
ενός βιολοντσέλου.
Θυμάσαι;
4
Καθώς κατέβαινε απ' τη σκάλα
έπεσε απ' τα μαλλιά της
ένα τριαντάφυλλο.
Δεν το σήκωσα.
5
Καλύτερα, λοιπόν, να σωπάσεις
Αν έλεγες «αύριο»,
θα 'λεγες ψέματα.
Η νύχτα δε σε κρύβει.
6
Σφυρίγματα πλοίων διασταυρώνονται
με καμπανοκρουσίες. Τα καράβια
βγήκανε στη στεριά. Οι εκκλησίες
μπήκαν στη θάλασσα. Κι ένα σκυλί
γαβγίζει καταμόναχο μες στο φεγγάρι.


7
Εφέτος τα ηλιοτρόπια
δε στρέφουν προς το μέρος του ήλιου,
σκυφτά κοιτούν το στεγνό χώμα.
8
Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
9
Ένα άσπρο πούπουλο
διαβατικού πουλιού
έπεσε στ' αγκάθια —
ένας κόσμος ελάχιστος,
ολόκληρος ο κόσμος.
10
Έφυγαν άλλοι με βαπόρια,
άλλοι με τραίνα.
Έμεινε η γριά με τη ρόκα της
και με μια στάμνα.
Ο χάρτης στον τοίχο μένει άδειος.
11
Ψάχναν με λαδοφάναρα όλη νύχτα.
Άφησαν στο λιμάνι τους πνιγμένους.
Φόρτωσαν στο καράβι  τ' άλογα.
Το μεγάλο ρολόι τού Τελωνείου
δεν έχει δείχτες.
12
Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν.
Λίγο- λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις.
Πάνω στο τραπέζι
ένα αυγό καταμόναχο.

13
Πέτρες ζωγραφισμένες.
Ωραίες μορφές, ωραία σώματα.
Δε σε συγκινούν.
Ένα τσιγάρο μόνο του καίγεται στο σταχτοδοχείο -
καπνός στη στέγη μιας χαμένης Ιθάκης,
κι η Πηνελόπη, μπροστά στον αργαλειό της,
νεκρή.

14
Τα πιο πολλά χρυσά σου νομίσματα
τα 'κρυψες στις οπές του τοίχου.
Όταν θα γκρεμιστεί το σπίτι
ίσως τα βρουν.

15
Άνθισαν πάλι τα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Λευκές πεταλούδες τα επισκέπτονται.
Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να πεθάνουμε;

16
Τον πνιγμένο τον ξάπλωσαν στην προκυμαία.
Νέος ωραίος, ολόγυμνος.
Στ' αριστερό του χέρι, το ρολόι
δουλεύει ακόμα.

17
Κάποτε, ακόμη και τώρα, τις νύχτες,
ένα αηδόνι μού υπαγορεύει
να πω και πάλι «ναι»

18
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος,
ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής θα δούλευε
για την αθανασία.

19
Ασάλευτο, αυστηρό σκοτάδι
υπογραμμίζει το άστρο.
Α, εσύ, πονηρέ μου.

20
Αν σου 'πα ψέματα, δεν ήταν
για να σε ξεγελάσω.
Ήταν για να σε προστατέψω
απ' τον ίσκιο σου.

21
Όλα του τα χρυσά μετάλλια
κρεμασμένα στους τοίχους.
Κι αυτός, κάτω απ' το χώμα,
μόνο με δυο χρυσές κι ολόγυμνες
οδοντοστοιχίες.

22
Ποιος άφησε αυτό το λουλούδι
πλάι στο τσιγάρο μου;
Ίσως για να πιστέψω.

23
Άνοιξε ή πόρτα μόνη της.
Κανείς δεν ήταν.

ΠΗΓΗ

Από την ποιητική συλλογή ''Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα'', εκδόσεις Κέδρος
Θα θελα - λέει - ν' αφήσω στον καθένα σας αυτό το βλέμμα του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα.
Θα θελα ακόμη να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ' ένα τριαντάφυλλο
ή το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο μωβ λουλούδι.

Περισσότερο απ' όλα θα θελα να σας αφήσω τον τρόπο της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη την εικόνα της θάλασσας, για αυτό γαλανίζουν τα σεντόνια στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών.

Θα θελα αλλά τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών,
μου σβησε το φανάρι
και πια δεν βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να περπατήσω.
ΠΗΓΗ

Γιάννης Ρίτσος | Δευτερόλεπτα-Από την ποιητική συλλογή ''Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα'', εκδόσεις Κέδρος
Άλλοτε σε προστάτευε η σελήνη από την ίδια της μελαγχολία. Τώρα δε σε προσέχει διόλου, αδιάφορη μες στη διάρκειά της, περήφανη μες στη σιωπή της, ερημική.

Γιάννης Ρίτσος: ‘το γυμνό δέντρο’
«Ιδού, το τραπέζι όπου έγραφες τα επιούσια ποιήματα, – το τρύπησαν οι σφαίρες, το ‘φάγε ο ξυλοφάγος. Τις νύχτες, πολλές φορές ηχεί σαν φλάουτο, και, κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται η θεία Ουρανία, αφήνει στο τραπέζι τη λευκή της τσάντα, τα λευκά της γάντια, τα πέντε της βραχιόλια και πλαγιάζει στο πλάι σου. Εσύ κάνεις πως κοιμάσαι, μα ίσως και να κοιμάσαι αλήθεια, -ποιος ξέρει»; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τραπέζι εργασίας’). https://www.yannisritsos.gr

Τα αρνητικά της σιωπής (1987)  

Επιλογικό
Να με θυμόσαστε-είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτέ μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος.
Μ ένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θάθελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού
να θερίσω ένα ώριμο στάχυ.
Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι
με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα.
Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά.
Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι αυτό προπάντων θ' άξιζε να με θυμάστε.

ΡΙΤΣΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣΟ Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά, το τελευταίο παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Η πρώτη παιδική ηλικία ήταν και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής ζωής του. Σύντομα η οικογένεια επρόκειτο να καταστραφεί οικονομικά. Μαζί με την ανέχεια ήρθαν μεγαλύτερες δοκιμασίες. Ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, δόκιμου αξιωματικού του Ναυτικού, από φυματίωση το 1921 και, μερικούς μήνες αργότερα, ο θάνατος της μητέρας από την ίδια αρρώστια. Ο πατέρας τρελαίνεται. Θα τελειώσει τη ζωή του, το 1938, στο Δαφνί. Στο ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα, ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.
Διαβάστε περισσότερα /ΕΔΩ