Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβδίτης «Καντάτα». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβδίτης «Καντάτα». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης «Καντάτα»


Η Καντάτα είναι ένα Συνθετικόποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση.
Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής).

 Στο απόσπασμά μας μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά αφηγήθηκε τη σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα». «Συχνά» λέει ο ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
 ΠΗΓΗ

Αποσπάσματα από το ποίημα «Ο άνθρωπος με το κασκέτο»
Για τον άνθρωπο με το κασκέτο ο ποιητής γράφει τα ακόλουθα στην εισαγωγή του ποιήματος: «ψηλός, βλογιοκομένος άντρας. Περνάει συχνά απ’ αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από που έρχεται, ούτε που πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απόνα ωραίο παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδι, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό.»  
Την πρώτη φορά που μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο λέει τα ακόλουθα:
«1. Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες
και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο
της διαταγής.
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το
επάγγελμα.
4. Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργα-
λεία του,
5. κι ότι πιο άγιο και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον
τον κόσμο.
6. Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά τους μεροκαμα-
τιάρηδες και τους χερομάχους,
7. και τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον – κι
άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8. Κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν, κι οι τυφλοί σκιρτού-
σαν, κι οι φτωχοί πλουτίζαν από φιλία.
9. Οι διψασμένοι βρίσκαν έν’ αυλάκι νερό. Κι οι κυνη-
γημένοι μια πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γυρίζαν τώρα τραγουδώντας σι-
γά μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της
ψυχής σου το βάρος.
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι άντρες με τις
χαμηλωμένες ρεπούμπλικες, (για να μη φαίνονται τα
τυφλά τους μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα,
δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν: Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε.
(Μικρή παύση)
Και τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ...


Ο άνθρωπος με το κασκέτο
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.

Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
Ημέρες σαράντα.
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
Εις τους αιώνας των αιώνων.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των λόγων του ποιητή:
«Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια
άλλη να μην αρχίσει ποτέ,
ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει ξαφνικά
χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό του πίσω από τόσα γε-
γονότα
και τόσα όνειρα. Μια χειρονομία που κατέληξε να σκο-
τώσει
μπορεί να ξεκίνησε να χαϊδέψει – παρεμβάλλονται τόσα
πράγματα
ανάμεσα σε δύο στιγμές.
Τόσα αδιάφορα πρόσωπα γε-
μίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε χαμένα!
Στις παρόδους άρχισε η κίνηση. Οι μισάνοιχτες πόρτες
με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απ’ έξω – αυτοί οι
δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί
της θλιβερής αρσενικής κυριαρχίας – τα «κορίτσια»
φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες
ή σορτς, ανάλογα με την εποχή. Και μερικές
δεν έχουν παρά πάνω απ’ τα χρόνια της κόρης σας, α-
ξιότιμε κύριε,
εχτές ακόμα βαφτίζανε τις κούκλες τους, με τα ίδια χέρια
που ψαχουλεύουν τώρα τα γεννητικά όργανα των αν-
τρών, αδιάφορα,
όπως ένας γιατρός. Λογιώ - λογιώ τύποι κάθονται γύ-
ρω στις καρέκλες ή περιμένουν όρθιοι,
έφηβοι, ναύτες, μπακαλόγατοι, ύποπτοι κύριοι με μαύρα
παλτά, και κάποιοι
ξεθωριασμένοι απ’ το χρόνο ή ένα πάθος
που τους αφάνισε.
Η ατμόσφαιρα είναι βαρειά από
φτηνή κολώνια, καπνούς
και σεξουαλική αφθονία.
Κάθε που ανοίγει η μεσαία πόρτα, στο βάθος της άλλης
κάμαρας φαίνεται το κρεβάτι,
σχεδόν απείραχτο – η δουλειά γίνεται σύντομα,
όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας, κι ο έρωτας,
κι η δόξα,
και μόνο ο πόνος κρατάει ακόμα εκείνη την παλιά πα-
τριαρχική βραδύτητα.» 
Καντάτα (1960)

Καντάτα (απόσπασμα του έργου του)
Σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε
προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτήσαμε
κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν. Δικές μας απαιτήσεις απ’ τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα, και τη δική μας υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους
όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.

Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή – έρχονται όλα κάποτε, μαζεμένα,
μέσα σε μια στιγμή, εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα
ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως,
μονάχος σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα φώτα –
πού να πας τότε; πού θα κρυφτείς; Τί την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;

α΄ ημιχόριο
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συντρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά, του κουπολάτη την τυφλή υπακοή, ή την κρυφή φιλοδοξία του άλλου, την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και την αδιαφορία του μεγάλου, τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει, κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφήνει.

β΄ ημιχόριο

Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά πολυτραγουδημένη Τροία χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για μας. Μα νά, που όπως ύστερ’ από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε στην Ιστορία.

[...] ποιητής
Τίποτα. Κανείς. Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο
με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο απ’ τα φανάρια των δρόμων.
Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τούς δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,
ενώ, πελώριες κι αόρατες, σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία — κι η συνήθεια.

Ποιός είναι, λοιπόν, αυτός που μένει στο ίδιο σπίτι με σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ.
Κι αυτός εκεί, το πρόσωπο τυλιγμένο με σκοτάδι, που ορθώνεται αντιμέτωπος
σ’ ό,τι πας να λησμονήσεις — ποιός είναι; Κανείς.
Μόνο τα χέρια του τυφλού Οιδίποδα ανοιγμένα να του δείχνουνε το δρόμο, σ’ αγγίζουν καμιά φορά
μες στο συνωστισμό.
Στο γειτονικό κακόφημο ξενοδοχείο «Βυζάντιον» μπαινοβγαίνουν οι μαστρωποί κι οι αρσενοκοίτες,
στην πόρτα ο μονόφθαλμος θυρωρός, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων, γεμάτος σπυριά, αλκοολικά όνειρα και βαριές κληρονομιές —
με συγχωρείτε, αυτός ο δρόμος πού βγάζει; Όχι, όχι αυτόν, ούτ’ εκείνον,
μη, μη... έτσι να στρίψεις τη γωνιά
γκρεμίζεσαι στο χάος...
[...]
ΠΗΓΗ