Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο Ιανουάριος στην ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο Ιανουάριος στην ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Ο Ιανουάριος στην ποίηση

Τάσος Λειβαδίτης, «Ιανουάριος» 

Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.
 (Από τη συλλογή «Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου», 


Γενάρης 1904-Κωνσταντίνος-Π- Καβάφης
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 

Κική Δημουλά – Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ' εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.

Από τη συλλογή ‘’Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως’’ (2007)
Χάρης Βλαβιανός, «Παραμονή» 
Για σένα ο μήνας θα ’ναι πάντα ο πρώτος· 
οι ατέλειες στο πορτραίτο –
το τεθλιμμένο βλέμμα 
η αμήχανη σύσπαση των χειλιών – 
σε αφήνουν αδιάφορη.
 Στην πολύχρωμη σιωπή 
της αγαπημένης σου βραδιάς 
(χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες)
 γιόρτασα την ακινησία του χρόνου. 
Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες 
χορεύουν με τους ζωντανούς.
 Σκοτείνιασε νωρίς.
 (Από τη συλλογή «Adieu», εκδ. Νεφέλη, 1996. Συγκεντρωτική έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», εκδ. Νεφέλη, 2013)

 Του Γενάρη το ηλιοβασίλεμα-Γεώργιος Δροσίνης
Tου Γενάρη ηλιοβασίλεμα
γαλανό, καθάριο λάμπει,
στολισμένο με τα χρώματα
μιας μαγιάτικης αυγής.
Πρώιμη άνοιξη γιορτάζουνε
ο άλλος κόσμος άλλοι κάμποι:
T’ ουρανού τα ρόδα ανθίσανε
πριν ανθίσουνε της γης.
Κωστής Παλαμάς, [Ρήγισσα Πρωτοχρονιά]

Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κ’ εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,
κ’ εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,
πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κ’ εσείς ονείρατα άστρεχτα, κ’ η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος
κ’ η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,
 ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,

καρποί που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί δροσάτοι,
φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.

Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,
διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.
-Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω
τη λυρική μου σκέψη!

(Κ. Παλαμάς, Άπαντα- Η πολιτεία και η μοναξιά, εκδ. Γκοβόστης)
Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) τη νέα χρονιά. Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου. 
Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου, με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του. Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το «Νύχτωσε», γραμμένο στην Αθήνα την 1.1.88:

Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ενας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ενας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. Απ' το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ' αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου - είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ' αυτή την ησυχία,
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.