Στον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ, I 1943-1953 του Τίτου Πατρίκιου περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές:Πρώτα ποιήματαΕπιστροφή στην ποίησηLargoΜεγάλο γράμμαΑσκήσειςΧωματόδρομοςΧρόνια της πέτραςΤίτου Πατρίκιου, «Μεγάλο γράμμα» (αποσπάσματα)Πρέπει να σου μιλήσω…Δίχως σκιάδι στα μάτια,δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,μέναμε όρθιοι ότανο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,ακόμα κι όταν λέγαμε:Καλύτερα έτσι,καλύτερα!..Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήσειτην παλάμη αυτή…Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσαστο καλύβι μας.Ίσως να ήρθε ξαφνικά.Ίσως να πέρασε το φράχτηόταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίοκαι πώς να δεις εκεί τα χόρτα που κιτρίνισαν…Όμως ήρθε…Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.Και οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο…Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,το αύριο πηδάει πίσω απ’ τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.Οι σκιές σκληράνανε.Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.Απαιτούν να ειπωθούν…Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγοςκαι η φωνή μου θα σε φτάση… …Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ, τι ‘ναι για μας αυτή η μακρινή ομιλία; Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ. Ίσως καμιά φορά να συλλογιέσαι: …Μα ναι.., Θα ‘πρεπε!.. Ίσως καμιά φορά να λες..- μα τι να λες;.. Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω… Οι καθημερινές φροντίδες, λέει… Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει… Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι… Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι; *** Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί. Μα έπειτα δε σου φτάνει. Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν στα λεπτά μονόξυλα των στιγμών. Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο ένα άλλο γέλιο και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του σχολείου… Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις Μα έπειτα κι αυτό δε φτάνει. Θες πιο πολλά. Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα όλο γυρεύοντας. Και ξέρεις πως η δίψα του είναι η δική σου δίψα. Θέλουμε πιο πολλά τα θέλαμε όλα. Δε γινόταν αλλιώς. Ό,τι μας έφτανε χτες για σήμερα ήταν λίγο. Ό,τι μας γέμιζε χτες Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί. Ναι, μα ένας άνθρωπος δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις δεν είναι πράγμα να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα. Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι. Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα δεν το κανα για να πονάς. Ήθελα να σ’αγαπώ μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα. Κι αν ήμουν άντρας κι έπρεπε να ’μαι δυνατός (έπρεπε…) να το ξέρεις: Όπου μ’ άγγιζες πονούσα. Όπου δε μ’ άγγιζες πονούσα. Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα τα δικά μου ποτάμια που θα μπορούσαν να ποτίσουν όλα τα λησμονημένα περιβόλια. *** Έγινε ξαφνικά όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη. Μιλούσα γι’ αγάπη κι η αγάπη ήσουν εσύ, μιλούσα για το φιλί και το φιλί ήσουν εσύ, με τ’ όνομά σου, τη διεύθυνση του σπιτιού σου, το δειλινό χαμόγελο που μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω. Πως να υπάρξει τώρα εκείνο το χαμόγελο όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει; (Μα κι αν το καταλάβει θα πάψει πια να ‘ναι το ίδιο.) Πως να υπάρξει εκείνη η μουσική που μου ζητούσες να σφυράω; Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα στο νυχτερινό άνεμο στα κουρασμένα ηλεκτρικά. Την άκουσες ποτέ; Ήταν για σένα. Δεν το παραδεχόμουνα. Μα ήταν. Δεν έβλεπα τις μικρές σταλαγματιές το φως που πέφταν στο φεγγίτη μου διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύννεφων. Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα. Μια φωτεινή πλημμύρα σκόρπισε την επιμονή της σκόνης τα μισοτελειωμένα χειρόγραφα τα μισοτελειωμένα βήματα. Δεν ξέρω πως έγινε (ίσως και να ξέρω…) όμως το φως ποτέ δεν είχε στερέψει. Να μου χαμογέλασες ποτέ από μακριά; Δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες. Ακόμα κι όταν έδιωχνες κάθε τι δικό μου. Ακόμα κι όταν νόμισες πως το ‘διωξες *** Αγάπη αγάπη μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου- άσε να σου μιλήσω. Αγάπη δεν φοβάμαι πια. Σ’ αγαπώ. Άσε ν’ ακουστεί η φωνή μου πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων. *** …Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα; (Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι και λυπόμουν που δεν το ‘βλεπες.) Ποτέ δε σου ‘πα πως κάποτε βρεχόμουν τρεις μέρες και τρεις νύχτες κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός, χαιρόμουνα που κάποτε θα ‘ρθεις για να στο λέω. Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα κι όταν μου λεγες βουβά “έλα πάρε με” δεν μπορούσα πια… *** Να τον πάλι ο κόσμος και τα πράγματα μπροστά μας. Να οι άνθρωποι. Να ‘μαστε εμείς στο κατώφλι της μέρας. Μπορούμε πάλι να πούμε: «Αυτό είναι πέτρα, αυτό ένα ποτήρι νερό, κι αυτό ένα πήλινο πιάτο, κι αυτό το ξεραμένο αίμα». Μπορούμε να πούμε: «Να, ο Γιάννης μας χαιρετάει από πέρα. Να, αυτό λέγεται χαρά». Ακουμπάμε πάνω στα γόνατα το μεγάλο βιβλίο των άστρων και διαβάζουμε αργά, δυνατά, ν’ ακούνε όλοι: Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι απ’ το Λιδορίκι χωριό του Λιδορικού ονομαζόμενον Αβορίτη. Η πατρίς της γεννήσεώς μας είναι ο κόσμος. Πατρίδα μας είναι η αλήθεια. Καλημέρα λοιπόν. Καλημέρα. ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ ΧIII Δεν τη σκεφτήκαμε ποτέ εκείνη τη μικρή κορομηλιά. Ακλάδευτη έμεινε κι απότιστη, πέτρωσε το χώμα γύρω της – μικρή κορομηλιά ακλάδευτη κι απότιστη σε ξεχάσαμε Μικρή κορομηλιά σε ξέχασε το πηγάδι σε ξέχασε το δρομάκι μεσ’ από τις φασολιές σε ξέχασαν τα παιδιά με τις σφεντόνες… ( Εκείνος ο δρόμος ένα μαχαίρι. Σκουριασμένο μαχαίρι στομωμένο μαχαίρι όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρνει ένα παιδί στο χώμα. Εκείνος ο δρόμος ήταν μαχαίρι.) Το ξεραμένο χόρτο κρύβει τα λαγούμια των εντόμων, κρύβει όσες ρίζες αναδεύονται και μας δένουν με τη γη τα λαγούμια που σκάβουν μέσα μας οι ξεχασμένες ώρες. Μα πώς μπορεί το κλαρί αυτό να βγάζει φύλλα; Πώς μπορεί ο αγέρας ν’ αρχίσει πάλι να θροΐζει εδώ; Κορομηλιά μου καταπράσινη πώς μπόρεσες
Τίτος Πατρίκιος: “Υμνώ το σώμα”
Ι.
Υμνώ το σώμα που υψώνεται σαν μίσχος
σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται
που ανθίζει και τον χειμώνα ακόμα
που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του
σε ρόδινη φρέσκια σάρκα, που δίνει
τις δικές του προσταγές γι’ αέναες επιθυμίες
για σμίξιμο και συνταύτιση μ’ ένα άλλο σώμα.
Υμνώ και το κουρασμένο σώμα της γυναίκας
το λυγισμένο από τον μόχθο κάθε μέρας
το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς
το σώμα που το απειλεί η ακινησία
το φοβισμένο από την ηλικία, την αρρώστια
που ενώ ξέρει πως τελικά νικάει ο θάνατος
δεν παραδίδεται άνευ όρων στη φθορά.
ΙΙ.
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι τ’ ασυμβίβαστα γόνατα, τους γλυπτούς μηρούς που προλειαίνουν ως τα κατάβαθα τις συνερεύσεις τους διπλοθόλωτους γλουτούς, τη χαραγή τους το σχίσιμο του κόλπου, το κλειδί της ηδονής. Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές μ’ εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας τα παχιά μεριά με βούλες απ’ την κυτταρίτιδα τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς.
ΙΙΙ.
Υμνώ τα όρθια στήθη όπως των αγαλμάτων στο χάιδεμα άγουρα, στο χούφτιασμα γινωμένα με ρόγες κόκκινες όπως οι άγριες φράουλες τα μπράτσα που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τον στητό λαιμό, τις πλάτες επίπεδες κι ανθεκτικές τη χορευτική κοιλιά με όσες χρειάζονται καμπύλες με το χρυσό της χνούδι ακύμαντο να περιμένει. Υμνώ και τις χαλαρές κοιλιές μανάδων με ουλές από καισαρικές τομές, από εγχειρήσεις τα προκοίλια γυναικών με το αδηφάγο λίπος μοναδική απόλαυσή τους, τις κυρτωμένες πλάτες τα μπράτσα τα πλαδαρά με τις αξύριστες μασχάλες τους γερτούς τραχήλους, τους έρημους κούφιους κόρφους με τους σβησμένους πόθους, τις άσβηστες ορέξεις
IV.
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει το πρόσωπο με τ’ ατίθασα, ηλεκτροφόρα του μαλλιά τα ματοτσίνουρα που αναβοσβήνουνε το φως τη μύτη λεπτόγραμμη όπως πλώρη καϊκιού την τέλεια γεωμετρία των χειλιών με το πηγούνι το στόμα που στον έρωτα στάζει ροδόνερο και λόγια. Υμνώ τα μάτια που καθρεφτίζουν δύο απρόβλεπτα πελάγη. Υμνώ και το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών το πρόσωπο το σκαμμένο από αγκαθωτές ρυτίδες με βλέμμα πήλινο, στεγνό, με βλέφαρα άδειες φούσκες με φρύδια αθέριστα χωράφια, το πάνω χείλι τριχωτό με κρεατοελιές στα χαμηλά της μύτης, στο πηγούνι. Υμνώ το πρόσωπο που το τύλιξε μια σταχτιά σκιά..
V.
Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ’ ασημένια χέρια που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους. Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική. Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια. Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά.
VI.
Υμνώ και το σώμα του άντρα, όμως αυτό λιγότερο ίσως γιατί λιγότερο μ’ εμπνέει, λιγότερο το παρατηρώ ίσως γιατί δεν διαφέρει τόσο πολύ απ’ της γυναίκας. Πάντως υμνώ το αρμονικό, το αθλητικό του σώμα όπως και το ακρωτηριασμένο σε πολέμους, σ’ ατυχήματα, το σώμα σε γιορτή, σε συντροφιά, σε στοχασμό. Κυρίως το υμνώ όπως το ύμνησαν γλύπτες και ζωγράφοι. Υμνώ το κατορθωμένο σώμα σ’ όλες του τις εποχές όχι μονάχα στην εαρινή, την πρώτη που όλα τα σώματα είναι από μόνα τους ωραία. Υμνώ το σώμα που διασχίζει τους καιρούς όπως καράβι τους ωκεανούς, που συνεχίζει παρά τα ρήγματα, τις ζημιές, τις αβαρίες, που μπορεί ν’ αναγνωρίζει όλες τις δικές του απώλειες.
VII.
Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα. Υμνώ το σώμα που μ’ αντέχει, δεν μ’ έχει βαρεθεί δεν μ’ έχει αποτινάξει από πάνω του το σώμα που ό,τι κι αν του κάνω με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό. Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου που με καλύπτει, μ’ έχει σφιχτά αγκαλιασμένο αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε. (από το τελευταίο βιβλίο του Τίτου Πατρίκιου, Συγκατοίκηση με το χρόνο) ΠΟΙΗΜΑΤΑ, III 1959-1973 (Τίτος Πατρίκιος)ΑΠΟ ΤΗ "ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ"ΕΚΒΟΛΕΣΣαν μια πηγή που γυρεύει τη θάλασσαπροσπάθησα να σε φτάσωκαι χάθηκα στις εκβολές των ποταμώνΑθήνα, Μάρτης 1959ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟΜια βέβαιη λύσηένας εκβιασμός συγχώρεσηςγια το φταίξιμο που δε σώνεταιτο φταίξιμο που θα ξανάρθει.Κάτω απ' τα σκοτεινά αγκαλιάσματαη άβυσσος των καθημερινών πραγμάτωνΑθήνα, Μάης 1959
ΤΑΞΙΔΙ
Έσπαγα το κορμί σου σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό. Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας και με ταξίδευες όλο το δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο. Αθήνα, Αύγουστος 1959 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο. Παρίσι, Γενάρης 1960 ΜΝΗΜΗ Σε μιαν απέραντη πολιτεία σε ήβρα σε μιαν απέραντη πολιτεία σ' έχασα. Άν άλλαζε η μνήμη σε γυαλί μπορεί και να 'βλεπα πιο καθαρά, λίγο πριν σβήσει, την εικόνα σου. Παρίσι, Μάρτης 1960 ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΡΕΝΟ Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν θα ξεχαστούνε όλα όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ που μας κρατάει ορθούς. Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου κρατήθηκες στο μπράτσο μου. Παρίσι, Μάης 1960 Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ Την άλλη μέρα του όνειρου βγήκε ένας ήλιος τόσο μαύρος που κι οι τυφλοί βλέπαν διπλό σκοτάδι. Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961 VIA DEI CORONARI 123 Άχρηστο μέσα στη μνήμη τ' όνομά σου χωρίς τους φθόγγους που το ζωντανεύαν σαν τη χαμένη σύσταση σπιτιού όπου κανείς δεν ξέρει πως έχω κατοικήσει. Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961 ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ Σε γνώρισα ναυαγός σε μια μεγάλη πόλη που οι άνθρωποι περνούν και χάνονται με μια βουή ωκεανού. Κι ήταν σα θαύμα το πώς βγήκαν καινούργια λόγια απ' το στεγνό μου στόμα. Τ' απόθεσα χωρίς καμιάν εγγύηση, παράλογα σ' ένα μπουκάλι και το 'ριξα στην άσφαλτο. Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω μα δεν βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου κι η σύνεση γινόταν μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη. Παρίσι, Νοέμβρης 1962 Τίτου Πατρίκιου, «Όπως οι γάτες» Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν κουρνιάζουν στις πιο απόμερες γωνιές όσο μονάχες τους να γιάνουν έτσι κι εγώ σ' αυτή την κόχη θ' απομείνω όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο υπόγεια να σχηματίζει τ' όνομά σου. (Παρίσι, Μάης 1960) [πηγή: Τίτος Πατρίκιος, Θάλασσα Επαγγελίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 24]
ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη ματζουράνα σου Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι, ούτε μια γλυκιά κουβέντα, τα λόγια φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους, δεν φτάνουν, δεν ξεκινούνε καν, μένουν στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια. Ούτε μάνα, ούτε μια γλάστρα να ποτίσεις, γλυφό νερό, αρμυρός αγέρας, τα πρόσωπα παίρνουν μιαν όψη αγάλματος έτσι που δένεται η σάρκα με τ’ αλάτι- μα εσύ ακόμα έβγαινες τα πρωινά στο παραθύρι τυλιγμένη τη ζεστή αντηλιά του ύπνου και μέσα απ’ την τριανταφυλλιά σου νυχτικιά ένα ποτάμι φως χυνόταν στη διψασμένη μέρα. Τόσο σπάταλη στο φως – ίσως το μάντευες που η αντοχή σου στέρευε. ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Χ Πέφτει η βροχή στυφή ξεπλένοντας τα πρόσωπα ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα στις αποθήκες με τις κονσέρβες στα τσουβάλια με το αλεύρι βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει δεν νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων στη βάρκα με τους επιβάτες βρέχει στον προβολέα του πλοίου. Μακρύς ο δρόμος απ’ την επιθυμία στην απόφαση μακρύς απ’ την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΜΟΝΗ Άλλο ένα σπίτι φιλικό να μείνω μια βραδιά, ένα μήνα ανάμεσα στη λίμνη και τα χαμηλά βουνά. Μια βδομάδα, όχι πιο πολύ, ένα μήνα, όχι περισσότερο, μακριά σου. Η κάθε μέρα εδώ, πάνω στο τέλειωμά της, δεν συναρμόζει με την άλλη. Σαν πέφτει το σκοτάδι βάζω κουρέλια στις χαραματιές μην τύχει κι έμπει ο θάνατος, όταν γυρίζει ο καιρός αλλάζω ρούχα και περπατησιά μην τύχει και μ’ αναγνωρίσει. Άλλο ένα σπίτι φιλικό, άλλο ένα σπίτι ξένο άλλη μια μέρα μ’ ανοιχτούς αρμούς. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ Απ’ όλες τις αναχωρήσεις μου η πιο ανυπόμονη αυτή που μ’ αναστάτωνε, ήταν σαν πήγαινα να συναντήσω τη γυναίκα που αγαπούσα. Ο χρόνος μού φαινόταν όσο ποτέ αργός όμως τον γέμιζα με προγεύσεις ευτυχίας χωρίς να προσέχω τους χώρους, τα τοπία χωρίς να παρατηρώ τους άλλους ταξιδιώτες. Την άφιξη μου έτρεχα ν’ αναγγείλω απ’ τα δημόσια τηλέφωνα, δεν είχε τότε κινητά η υποδοχή μου, πρέπει να πω, δεν ήταν πάντα όπως την περίμενα, μα ό,τι κι αν γινόταν το ταξίδι έμενε στη μνήμη μου ανεξίτηλο οι χώροι, τα τοπία, εμφανίζονταν ξανά ακόμα κι οι άγνωστοι συνταξιδιώτες. Αργότερα το σκέφτηκα πως μπορεί κι εκείνοι να μη βρήκαν φτάνοντας ό,τι προσδοκούσαν ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ Όπως κι αν έρθουνε τα πράγματα όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται. Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς. Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ποιητή/ ΕΔΩ |
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)