«Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη-Πηγή-tvxs«Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία ΠολυδούρηΑκολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Τα ποιήματα. Μαρία Πολυδούρη, σε επιμέλεια της Χριστίνα Ντουνιά. Σελ. 300-312. Εκδόσεις Εστία, 2014 Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και την κυκλοφορία της πρώτης της συλλογής Οι τρίλλιες που σβήνουν, η περίπτωση της νεαρής ποιήτριας είχε γίνει θέμα συζήτησης στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας. Όπως μας πληροφορεί η αδελφή της Βιργινία, «το μικρό δωματιάκι, από θάλαμος μελλοθανάτων, μεταβλήθηκε σε σπουδαστήριο, γραφείο συγγραφής και ανθοστόλιστο σαλόνι υποδοχής φίλων, ποιητών και λογίων». Εκεί δημιουργεί τον προσωπικό της χώρο, και γράφει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού της έργου: «διακόσμησε τους τοίχους με πορτραίτα ποιητών, Μπωντλαίρ, Πόε, Μπάυρον κ.λ.π., στο κομοδίνο ένα μικρό σκίτσο του Καρυωτάκη...». Η ισχυρή της προσωπικότητα, η ιδιότυπη ομορφιά και το γνήσιο ταλέντο της, την καθιστούν ένα είδος ερωτικής μούσας. Ο Τερζάκης, ενεργητικό μέλος των νεανικών λογοτεχνικών κινήσεων, και συνδιευθυντής του βραχύβιου περιοδικού Πνοή, στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνται ποιήματά της, αναφέρεται ρητά στην έντονη γοητεία που ασκούσε η Πολυδούρη στο τέλος της δύσκολης δεκαετίας του 1920: Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους τέσσερις ή πέντε νέους -δεν καλοθυμάμαι- που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στη «Σωτηρία», για να κάνουμε επίσκεψη στη Μαρία Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν. Ειδικά μετά την κυκλοφορία της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος, η φήμη της Πολυδούρη είχε τόσο απλωθεί, ώστε όλο και περισσότεροι εκδήλωναν την επιθυμία να τη γνωρίσουν και ανηφόριζαν στη «Σωτηρία» για να την επισκεφτούν. Έτσι, εκτός από τον φιλικό κύκλο της ποιήτριας, ένα ετερόκλιτο πλήθος από γνωστά και άγνωστα πρόσωπα περνούσαν, άφηναν λουλούδια και έλεγαν μερικές φράσεις παρηγοριάς σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα, που μάλλον της δημιουργούσε αμφίθυμα συναισθήματα. Πάντως το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου ήρθε μάλλον αργά και δεν στάθηκε ικανό να συνδράμει την άρρωστη νέα που πάλευε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσα σε συνθήκες πραγματικά αξιοθρήνητες. Ένας από τους διασημότερους επισκέπτες ήταν ο Άγγελος Σικελιανός: Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα από τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». Της χρωστώ πως δεν μ’ έμπασε από την πόρτα της κοινής εισόδου που την μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικρόβιων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος. Ο Σικελιανός τής χάρισε ένα ποίημα στο οποίο την αποκαλεί «αδελφή» του. Η τρυφερότητα που αισθάνεται για την ποιήτρια, όπως ο ίδιος εξομολογείται, ενισχύεται από τη θύμιση της αδελφής του Πηνελόπης που πέθανε επίσης φυματική. Ωστόσο, παρά τη συμπάθεια που εκδηλώνει για την Πολυδούρη ο Σικελιανός δεν μπόρεσε να βοηθήσει ουσιαστική, καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με τη διοργάνωση των δεύτερων Δελφικών εορτών, που πραγματοποιήθηκαν την πρωτομαγιά του 1930, μια μέρα μετά τον θάνατό της. Γνωρίζουμε επίσης ότι την ίδια περίοδο την επισκέφθηκαν ο Φώτος Πολίτης, που ήταν δάσκαλός της στη σχολή θεάτρου, και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Κοντά στην άρρωστη ποιήτρια βρέθηκαν επίσης ο Σωτήρης Σκίπης, ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη (δηλαδή την κριτικό Άλκη Θρύλο) και ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης. Ο Ουράνης δημοσίευσε στο Ελεύθερον Βήμα σε δύο συνέχειες ένα άρθρο με τίτλο «Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου» συνοδευμένο από τα σκίτσα του Δημητριάδη. Αυτό το κείμενο, γραμμένο από έναν καταξιωμένο και προβεβλημένο ποιητή και κριτικό που επηρέασε σημαντικά την πρόσληψη της ποίησης της Πολυδούρη στο μεταίχμιο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών, μετέφερε στο ευρύ κοινό το δράμα της μελλοθάνατης ποιήτριας: Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο... Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δυο μονά σιδερένια κρεβάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες -αυτό είταν όλο. Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεβάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. Και σ’ ένα από τα δυο κρεβάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη για μια αναμονή, μια νέα κόρη, που θα είταν άλλοτε ένα άνθος ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειά εξάντληση, μας κοίταζε με δυο μεγάλα μαύρα μάτια που, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της έλαμπαν από τον πυρετό σαν δυο κάρβουνα. [...] Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει ζήσει από πολύ κοντά τους τελευταίους μήνες της αγωνίας της άρρωστης ποιήτριας και γνωρίζει τόσο τον χαρακτήρα της όσο και τις ιδέες της για τη ζωή και το θάνατο. Όλοι όσοι τη συναναστράφηκαν συνομολογούν στην εικόνα μιας περήφανης προσωπικότητας που απέφευγε τις θρηνωδίες και δεν ζητούσε ελεημοσύνη, είτε υλική είτε συναισθηματική. Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους «συντρόφους» της Σωτηρίας, αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την πλευρά στην Πολυδούρη, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της: - Ω! φίλη Πολυδούρη, ξέρω πως μια τέτοια ώρα τραβηγμένη μακριά απ' τους ανθρώπους, κλεισμένη σ’ ένα θλιβερό σανατόριο έγραψες τους ωραιότερους στίχους σου: ''Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου κανείς δε θέλω να τη νιώσει. Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.'' Θαρρώ πως βλέπω την περίτρομη κίνηση σου για να κρύψεις «περήφανα και στοργικά» το θησαυρό της καρδιάς σου που δεν μπορούσε κανείς να τον νιώσει. [ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]-Μαρία ΠολυδούρηΠρὶν φύγω γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι, θὰ περάσω,διασχίζοντας ἀδιάφορα τῶν δρόμων τὴ βοή, ἀπὸ τὸν κῆπο ποὺ ἄλλοτε, κάποια ἀπροσδόκητη ὥρα τὰ μάτια σου μοῦ μίλησαν γιὰ μίαν ὡραία ζωή. Καὶ λησμονώντας πὼς κ᾿ οἱ δυὸ βγήκαμε γελασμένοι κ᾿ ἔγινε τὄνειρο φωτιὰ μέσ᾿ στὴν ἀνατολή, θὰ ἰδῶ τἄνθη ν᾿ ἀνοίγωνται στὸ φῶς καὶ νὰ προσφέρουν τὴν εὔοσμη ψυχούλα τους στῆς αὔρας τὸ φιλί. Θὰ ἰδῶ τὰ δέντρα στὴ βαριὰ πρασιὰ ντυμένα πάλι. Περιπλοκάδες νὰ ρουφοῦν ζωὴ στὰ ταπεινά, χωρὶς νἆναι λιγότερο χαρούμενες γιὰ τοῦτο καὶ τἄνθη τους λιγότερο περήφανα κι᾿ ἁγνά. Καὶ σὰν ἀπὸ ἕνα μάταιο πεῖσμα καὶ ἐγὼ νὰ ζήσω ὅσα μοὖπαν τὰ μάτια σου στ᾿ ὡραῖο βραδινό, θὰ ἰδῶ νὰ γέρνης πάνω μου καὶ θἆναι τόσο λαῦρο, τόσο μεγάλο τὸ φιλὶ σὰν πρῶτο, σὰ στερνό. Περισσότερα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη/εδώ |
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015
Μαρία Πολυδούρη -Ποιήματα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)