Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων να σου φέγγουν τον ύπνο σου. Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου. Θέλω να σου φέρω ένα σταυρουλάκι αυγινό φως δυο αχτίνες σταυρωτές απ' τους στίχους μου να σου ξορκίζουν το κακό να σου φωτάνε μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι, έτσι γυμνόποδο και τρυφερό στ' αγκάθι κ' ενός ίσκιου.
Νάτη ἡ νύχτα ποὺ σιμώνει
χρυσοπράσινο παγώνι γαλανόχρυσο παγώνι, σέρνει τὴ μεγάλη οὐρά της πάνου στὰ καμπαναριά, τὰ πουλιὰ καὶ τὰ παιδιὰ τὰ σταυρώνει, τὰ χρυσώνει. Νάνι νάνι, κοριτσάκι, νάνι, κι ὁ πατέρας σου, κράχτης τοῦ καλοῦ καιροῦ σμαραγδένιο βατραχάκι στὴ δεξιὰ γωνιὰ τοῦ φεγγαριοῦ, στὴ φωνή του τ᾿ ἄστρα βάνει νάνι, νάνι.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος. Πρέπει να μεγαλώσεις. Είναι μακρύς μακρύς, μακρύς ο δρόμος. Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου εαρινό φεγγάρι ανάμεσα από τα στάχυα της έγνοιας της και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου. Κοιμήσου, κοριτσάκι. Είναι μακρύς ο δρόμος. Πρέπει να μεγαλώσεις. Είναι μακρύς μακρύς μακρύς ο δρόμος. |
Πίνακας ζωγραφικής,christian schloe |
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριούΠοιητικά παραθέματα
ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό. |
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.
Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια
ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και
πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.
Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει
τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως.
Φαίνεται κάπου η θάλασσα.
Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει.
Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο.
Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής
γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα
μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη
σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα
κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος,
τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια. |
ΕΝΑ ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο, βλέπει
και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.
Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.
Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,
και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.
Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ
που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.
Κι ο Θεός δεν είναι πια θυμωμένος με τους άγγελους που κλέψανε τα
μήλα, μήτ’ έχει μια μεγάλη χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια σαν τον
άλλον, που κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι
της εκκλησιάς και γίνηκε γκρινιάρης γιατί ποτέ δεν πήρε το σκαμνί του
να βγει να κάτσει στη λιακάδα της αυλής, να ξεμουδιάσουν τα ποδάρια
του που μούχλιασαν απ’ το λιβάνι κι απ’ την υγρασία.
Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε παπαρούνες για να μη γεράσουν τα
χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα
χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή
εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε,
χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο,
μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα
μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό
παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.
Πάρνηθα, 1938
Η τελευταία συλλογή με παιδικά ποιήματα είναι η συλλογή με τον τίτλο: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα». Γράφεται και αυτή στην Πάρνηθα το 1937 και περιλαμβάνει στον πρώτο τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης (ΚΕΔΡΟΣ 1976).
Στη συλλογή αυτή συναντάμε τον προβληματισμό του ποιητή για την πορεία του παιδιού μέσα στην ζωή και γενικότερα για τον προορισμό του ανθρώπου που είχαμε συναντήσει και στο «Πρωινό άστρο». Η παιδική ηλικία ως καλή περίοδος της ζωής κάθε ανθρώπου αναπολείται με μια γλυκιά νοσταλγία και ο ποιητής την παραλληλίζει «με το χέρι της μητέρας πάνω στο μέτωπο κοιμισμένου παιδιού».
Ήρωες στα ποιήματα της συλλογής είναι ο ποιητής και η Ρηνούλα, η οποία εμπνέει ασφάλεια, σιγουριά και θαλπωρή στον ποιητή.
Τα παιδιά εδώ παρουσιάζονται φρόνιμα και ευγενικά, δεν κάνουν τις πολλές αταξίες και σκανταλιές που είχαμε συναντήσει στο «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» αντίθετα είναι ευαίσθητα, έχουν λογική σκέψη και καλή συμπεριφορά. Βέβαια δεν λείπουν οι παράλογες παιδικές απαιτήσεις, η δυσπιστία και η αμφισβήτηση.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη προσέγγιση και σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, πρέπει να επισημάνουμε την κυριαρχία των φυσιοκρατικών αντιλήψεων, των αντιθέσεων ανάμεσα στα παιδιά και στους ενήλικες, ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία καθώς επίσης και στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του ποιητή για την ύπαρξη του «κακού» στον κόσμο, που είναι και χαρακτηριστικό ολόκληρου του ποιητικού του έργου.
Πηγή
«Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα»
- -...Ὧρες καλές, καθὼς τὸ χέρι τῆς μητέρας πάνου στὸ μέτωπο κοιμισμένου παιδιοῦ. / Τὸ γάλα ποὺ βράζει πλάι στὸ τζάκι, / τὸ δροσερό νερό στὰ κόκκινα μάγουλα καὶ στὰ σγουρά μαλλιά...
/ Ὁ ἄγγελος ποὔχαμε δῆ στὸν ὕπνο μας δέν ἠταν αὐστηρός. / Δέν κρατοῦσε μεγάλα κλειδιά νὰ κλειδώνῃ τὸ ντουλάπι τοῦ τοίχου μὲ τὰ πολλά γλυκά, τὸ στρογγυλό νεράντζι καὶ τὸ κίτρο. / Ἁπλός, γελούμενος καὶ ζωντανός, μ' ἕνα στεφάνι στάχυα στὰ μαλλιά... / Θέ’ μου, πόσο γλυκά γελοῦσε ὁ ἄγγελός σου... / πόσο γλυκά γελούσαμε καὶ μεῖς!.. //
Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλός Χριστός τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους. /
Τὸ δέρμα του ἦταν ρόδινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι. / Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερή θάλασσα τῶν σταχυῶν, γιὰ νὰ μοιράσῃ στὰ ἥσυχα παιδιά παπαροῦνες καὶ παιγνίδια. / Στὰ γαλανά του μάτια περνοδιαβαῖναν τὰ χαμόγελα, καθὼς περνοῦν στὸν πρωινό οὐρανό τὰ περιστέρια.
/ Κ' ἐγὼ κ' ἡ Ρηνούλα ἤμαστε φρόνιμα παιδιά. / Δέ λερώναμε τὰ χέρια μας μὲ χώματα. / Δέ βάφαμε τὰ μοῦτρα μας μὲ μοῦρα. / Διαβάζαμε τ' ἀλφαβητάρι. / Ταΐζαμε τὰ πουλιά τ' οὐρανοῦ / – καὶ μαθαίναμε νὰ τρῶμε τὰ χόρτα μὲ τὸ πηρούνι.
/ Γι' αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς χάιδευε τὰ βράδυα στὰ μαλλιά κι ἀποκοιμιόμαστε ἥσυχα κάτου ἀπ' τὴ θαλασσιά κληματαριά, ποὺ βάραινε ἀπ’ τὰ ὁλόχρυσα τσαμπιά τῶν ἄστρων... // Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνου ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές μὲ τὰ γαρούφαλα καὶ τὰ γεράνια, πάνου ἀπὸ τὰ παράθυρα μὲ τὰ κανάτια καὶ τὰ βασιλικά, πάνου ἀπὸ τοὺς μικρούς περιστεριῶνες, κουβέντιαζαν τ' ἀστέρια ὥς τὸν ὄρθρο τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων... /
Art by victor nizovtsev
Ἕνας μικρός ἀπρόσεχτος ἄγγελος – ἔτσι λέγαν τ' ἀστέρια – ἔφυγε κρυφά ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ παράδεισου, κατέβηκε στὰ πατητήρια τοῦ χωριοῦ, ἤπιε ἕνα κροντῆρι μοῦστο, κ' ὕστερα μεθυσμένος χτυποῦσε ὁλονυχτίς τὴ μεγάλη ἀσημένια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ βούιζε ὁ ἀγρός καὶ ὁ ὕπνος μας, καθὼς βουίζει ὁ τροῦλλος τῆς ἐκκλησιᾶς κάθε γιορτή! // Ὅταν ξυπνούσαμε, θυμόμαστε καὶ γελούσαμε. / Ψάχναμε πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους τῆς μητέρας νὰ βροῦμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων.
// Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέρα. / Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας, ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσῃ...
Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση∙ τὸ κόκκινο νεράντζι τοῦ ἥλιου γλύστρησε ἀπ' τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κ' ἔπεσε στοὺς μενεξέδες τοῦ βουνοῦ∙ / ἕνα μακρύ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε πάνου ἀπ' τὶς στέγες. / Ἡ Ρηνούλα φώναξε: / Θέλω ἕνα φόρεμα μακρύ ἀπὸ τριανταφυλλένιο σύγνεφο! / Κ' ἐγώ τῆς εἶπα: / Θὰ σοῦ φέρω αὔριο! / Ἢ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινόν ἀγέρα καὶ δέ μιλήσαμε ἄλλο.
silent evenings by laura makabresku
..Ἄ, τὰ δικά μας βράδυα, τὰ φεγγερά, τὰ μεγάλα! Γιομᾶτα λούλουδα, καμπάνες, ἄστρα! / Φιλούσαμε τὸ χέρι τῆς σιωπῆς ὅπως φιλοῦν τὸ κόνισμα οἱ τσοπάνοι κάθε σκόλη ποὺ κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ βοσκοτόπια γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν. /
Ἀκούγαμε, στὸ δάσος πέρα, τὸ κόκκινο ἄλογο τ' Ἁι-Γιώργη, ποὺ χτύπαγε τὰ πέταλα στὶς πέτρες κ' οἱ πέτρες βγάζανε σπιθίτσες γαλανές, σὰ ν' ἀνάβανε οἱ ξωμάχοι τὰ τσακμάκια τους! // Δέ ρωτούσαμε: Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Διόνυσος;/ Ὁ δικός μας Χριστός εἶχε περασμένα στ' αὐτιά του τσαμπιά σταφύλια / κι ὁ χιτῶνας του ἦταν ὑφασμένος μὲ μαλλί τράγου κ' εὐώδιαζε κοπριά κ' ἱδρῶτα.
- - - -Ἡ ἀχυρένια στρωμνή μας: πάνου στὸ λιακωτό ποὺ λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα. / Κάτου στὸν κάμπο: τὰ κουδούνια, οἱ γρύλλοι, τὰ ποτάμια. / Βύθιζα τὴ ματιά στὸ Γαλαξία, ἔτσι καθὼς βουτᾶμε τὸ δάχτυλο σ’ ἕνα βάζο γιομᾶτο μέλι. / Δέν εἰχα φόβο. / Κρέμαγε ἡ μάνα μου τὸ βλέμμα της μέσα στὴ νύχτα σὰν ἕνα μεγάλο φανάρι πάνου ἀπ’ τὴ σκέπη τοῦ ὕπνου μου, καὶ χάνονταν ὅλες οἱ σκιὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου... /
Ὁ κόσμος ἦταν στρογγυλός καὶ μυρωδᾶτος∙ ὅμοιος μὲ δροσερό καρπούζι. / Ὅλα τὰ νιώθαμε στὴ γεύση!
- - - -Ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας ἦταν πελεκημένη μὲς στὸ βράχο. / Μόλις ἕνας μικρός σιδερένιος σταυρός ξεχώριζε πάνου ἀπ’ τὸν τροῦλλο. / Ἐκεῖ καθόνταν τὴν αὐγή τὰ περιστέρια καὶ κουβέντιαζαν ὦρες μὲ τὴν Παναγία...
/ Τὸ τέμπλο εἶχε τρεῖς ξύλινες πόρτες. / Ἡ μεσιανή, χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι ἀμπελόφυλλα. / Στὴ δεξιά:ἕνας ἄγγελος, ὅμοιος μὲ τὸ μεγάλο μου ἀδερφὸ ποὺ πέθανε∙ / κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἄσπρο κρίνο. / Στὴν ἄλλη: πάλι ἕνας ἄγγελος. / Μὰ τοῦτος ἦταν λίγο θυμωμένος καὶ κράταγε στὸ χέρι ἕνα μακρύ γυαλιστερό σπαθί! / Ἡ μητέρα ἀγαποῦσε τὸν ἄγγελο μὲ τὸ κρίνο. / Ἡ Ρηνούλα, τὸν ἄγγελο μὲ τὸ σπαθί. / Ἐγώ γονάτιζα ὥρα πολλή ἀνάμεσα στοὺς δυό, κι ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὶς πλάκες ἄκουγα... Ἐγώ ἀγαποῦσα καὶ τοὺς δυό ἀγγέλους.
- - - -Ξέραμε ν' ἀγαπᾶμε. Ξέραμε τὴ γλῶσσα τῶν πραγμάτων. Δὲ μᾶς ἔλειπε τίποτα. // Ἡ ἀγάπη κ' ἐμεῖς / – θυμᾶσαι; Ἡ αὐγή χαρούμενη καὶ πρόθυμη.// Τὸ μεγάλο φεγγάρι ἀγαθό, μαλακό... // Ποιός ἦρθε καὶ στάθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὰ πράγματα; / Ποιός μᾶς χώρισε ἀπ' τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πουλιά; / Τί φταίξαμε, Ρηνούλα;
- - - -...Ἀπ' τὴ στιγμή ποὺ ζήτησα νὰ φύγω, εἶχαν φύγει τὰ πάντα. //Πάνου στὶς πέτρες κάτι ξένο ἀνάσαινε – καὶ σφίξαμε τὰ χέρια. // Ὁ ἥλιος πρόβαλε χαρούμενος / – εἶπες: Τὰ χέρια μας εἶναι χρυσά! Καὶ γέλασες... / Τὰ μάτια σου πῆραν τὸ χρῶμα τοῦ φωτισμένου χορταριοῦ κ' ἔγιναν δυό μικροί καθρέφτες τῆς μεγάλης ἐλπίδας...
- - - -Ὕστερα μὲ πρόφτασε ὁ χειμώνας! / Ὁ ἄνεμος μὲ κυνηγοῦσε ὥς μέσα στὴ σπηλιά τῆς μνήμης / τὰ δέντρα σήκωναν τὰ χέρια τους νὰ μὲ κρατήσουν, οἱ ἀστραπές μοῦ σκίζανε τὰ μάτια, οἱ πέτρες μοῦ ματώνανε τὰ πόδια! / Στάθηκα καὶ κοίταξα κάτου... / Τὸ μικρό μου χωριὸ – μαζεμμένο στὸν κόρφο τοῦ κάμπου, μὲ τὰ μικρά παραθυράκια τοῦ ζεστά καὶ φωτισμένα – κελαηδοῦσε ἀκόμη στὸ κλουβὶ τῆς βροχῆς!..
- - - -Κ' ἡ κορφή ὅλο ἀνηφόριζε μέσα στὴ νύχτα, σὰν πελώριο σπαθί!..
...Ἔχεις ρίξει στὸ λύχνο μας λάδι καὶ περιμένεις. / Ἔχεις στρώσει τὸ τραπέζι κάτου ἀπ’ τὴν κληματαριά. / Μοὔχεις ἑτοιμάσει ροῦχα ν' ἀλλάξω, μπαλωμένα προσεχτικά στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, γαλαζωμένα ἀπ' τὸ λουλάκι, μυρωμένα ἀπ' τὴ λεβάντα καὶ τὴν ἔγνοια σου. /Νά καὶ τὸ σπίτι μας, σὰ μιὰ χρυσή κουκκίδα, σὰν ἕνα τόσο δά σπυρί σταριοῦ, ποὺ τὸ τσιμπάει τῆς μνήμης μου τὸ περιστέρι, καὶ χορταίνει, καὶ τὸ σπυρί δέ σῴνεται!..
Πόσο κοντά μου εἶναι ὅλα ἀπὸ δῶ πάνου !..
(Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)
|