Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι
Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι,
ἀνατέλλοντας ἕναν ἄλλο ἥλιο,
κάνοντας πιὸ ὄμορφα, πιὸ θαυμαστὰ τὰ μάτια,
καθὼς ἐλπίζουν νὰ σὲ ἰδοῦν, κρεμῶντας μιὰ λευκὴ ἀντηλιά…
Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς τὸ εἰρηνικὸ ποὺ πέφτει
στούς κάμπους – στεφανωμένους μὲ πορφυρὴ αἰωνιότητα…
Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ μέ τυλίγει,
καὶ μὲ σηκώνει, μὲ κρεμνάει ψηλά,
στὴν ἄνοιξη τοῦ κόρφου του!..
Ἐρημία
Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ πράγματα.
Ἀπ’ ὅπου περάσῃς νύχτα, ἀκοῦς σὰν ἕνα ψίθυρο
νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ δὲν πάτησες,
ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ δὲν ἐπισκέφθηκες,
ἀπ’ τὰ παράθυρα ποὺ δὲν ἄνοιξες,
ἀπ’ τὰ ποτάμια ποὺ δὲν ἔσκυψες νά πιῇς νερό,
ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ δὲν ταξίδεψες…
Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ δέντρα ποὺ δὲ γνωρίσαμε.
Ὁ ἄνεμος περνᾶ μὲς ἀπὸ δάση ἀφανισμένα…
Πεθαίνουν τὰ ζῶα ἀπὸ ἀνωνυμία – καὶ τὰ παλιὰ ἀπὸ σιωπή.
Τὰ σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά ἀπὸ ἐγκατάλειψη,
μαζὶ μὲ τὰ παλιά μας φορέματα μὲς στὰ σεντούκια.
Πεθαίνουν τὰ χέρια ποὺ δὲν ἀγγίσαμε, ἀπὸ μοναξιά.
Τὰ ὄνειρα ποὺ δὲν εἴδαμε, ἀπὸ στέρηση φωτός…
Ἔξω ἀπὸ μᾶς ἀρχίζει ἡ ἐρημία τοῦ θανάτου…
Σὲ ποιά θάλασσα
Σὲ ποιά θάλασσα,
ποιός οὐρανὸς
σ’ ἔχει φιλήσει;..
Τὰ μαλλιά σου τρυποῦν
τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνέμου,
σὰν τὰ δέντρα καὶ σὰν τὰ ταξίδια!
Τὸ χέρι σου χαμόγελο,
φωνὴ σὰν τοῦ νεροῦ,
σὰν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!
Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει τὸ πρόσωπό σου,
κατεβαίνει τὸ βλέμμα σου
ἀπὸ χίλια
λουλούδια!
Κοίταξε, κάλλιο,
τὸν ἴσκιο ποὺ πέφτει,
τὸν καβαλλάρη τῆς βροχῆς,
τὸ χαμογέλοιο
τοῦ καλοῦ θεοῦ!..
ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Όταν γυρίζω σπίτι, με υποδέχεσαι,
Με παίρνεις απ’ το χέρι και με πας μέσα,
Να προσφέρεις ένα ποτήρι νερό – ένα κάθισμα.
Να μου προσέξεις το πρόσωπο, να μου πλύνεις τα πόδια.
Οι επιδαψιλεύσεις της οικειότητάς σου είναι όλες δικές μου,
Γιατί είσαι όλος δικός μου κι εγώ δικός σου.
Όταν βγαίνω έξω, κατεβαίνεις τη σκάλα, να με ξεπροβοδίσεις.
Ποιος ξέρει, αν θα βρεθούμε, αν θα δώσουμε χέρια,
Αν θα με δεις και θα σε δω στο πρόσωπο μέσα στη νύχτα.
Είσαι μες στο μοναχικό μου περπάτημα.
Ακούω τον ήχο από τα βήματά σου μες στα δικά μου,
Ακούω τον ψιθυρισμό σου, συνομιλία αδιάκοπη
Με τον εαυτό σου, με τα πράγματα, με τις αισθήσεις μου.
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι, σταματώ για ν’ ανταποκριθώ,
Με μια κατάφαση βγαλμένη από τον χτύπο του σφυγμού.
Όταν μιλώ, μιλάς σα μια ηχώ, όταν σωπαίνω, σωπαίνεις,
Χωρίς την παρέμβαση του θορύβου που φέρνει ο άνεμος
Μπαίνοντας στα μεσοδιαστήματα της σιωπής,
Για να με χάνεις και να σε χάνω έξαφνα,
Για να βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση και αποξένωση.
Κινδυνεύουμε να χαθούμε σε κάθε καμπή, σε κάθε
Διάλειψη της ανάμνησης, αιφνίδιο νύχτωμα,
Σαν όταν σβήνουν τα φώτα μιας γιορτής ή σπάνουν οι χορδές.
Κινδυνεύουμε απ’ τον άνεμο κι από τα πράγματα.
Πέφτουν επάνω μας, σωριάζονται και θορυβούν
Γυρεύοντας να μας παρασύρουν στο κύλισμά τους.
Τα χέρια μας γεμίζουν πληγές, τα μάτια μας καπνό και σκόνη,
Τ’ αυτιά μας μια ακατάπαυστη βοή και δεν
Ακούμε ο ένας τον άλλο, δε βλεπόμαστε.
Μας ξανασμίγει ο ύπνος, η μνήμη, η μοναξιά.
ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ
Τα καράβια είναι σαν τα θλιμμένα μυστικά.
(Πανιά ριχτά, χείλος στη θάλασσα.)
Σαν τα θλιμμένα μυστικά που λησμονήθηκαν.
Μπορείς να τ’ αγγίξεις, να τ’ αφουγκραστείς.
Κάτι έχουν να πουν, τα καλύπτει, δεν μπορούν.
Σε κοιτάζουν, μάτια μεγάλα, σου χαρίζουν ονόματα:
***
Ο Έρωτας μας μοιράζει το σώμα,
Λάβετε, φάγετε.
Ο Έρωτας μας προσφέρει το αίμα,
Λάβετε, πίετε.
Το φως, η μνήμη κι ο καθρέφτης
Φέρτε φως, πολύ φως.
Φέρτε του φως να θυμηθεί.
Έναν καθρέφτη να μας γνωρίσει.
ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα
Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν.
Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη,
Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν.
Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη,
Σ’ ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.
Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα.
Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα,
Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι.
Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα,
Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ’ΣΟΥΝ
Ήθελα να ‘σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου.
Να ’σουνα πράγμα να μου ανήκεις
Μες στην ακέρια σου ομορφιά,
Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη.
Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω,
Και πράγμα μου να σε κρατώ.
Να ’σουνα πράγμα μου: το πράγμα
Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο
Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη.
Μέσα στα μάτια μου να σ’ έχω.
Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα,
Φεγγάρι μου στη μοναξιά.
Το κάθισμα να ’σουν που κάθομαι, το μαξιλάρι,
Το φυλαχτό μου στον λαιμό, το τίμιο ξύλο.
Στα όνειρά μου ουράνιο τόξο.
Και πέτρα στον θάνατο, πέτρα μου,
Πέτρα μητρική.
Ήθελα να ’σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου…
ΜΕΣΟΥΡΑΝΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Σ’ αναζητώ, σ’ αγγίζω, σ’ αφουγκράζομαι,
Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.
Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.
Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα,
Θάλασσα κλειστή μες στις ακτές σου.
Θάλασσα διάφανη, βαθιά.
Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως,
Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου, το φεγγερό μυστήριο.
ΠΗΓΗ
ΞΥΛΙΝΗ ΣΚΑΛΑ
Ανεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα
Μπορείς να σταθείς έξαφνα, καθώς ακούς:
Μες απ’ το κούφιο ξύλο, πιο μέσα ακόμα,
Κάτι στεγνό – ξηρό που συντρίβεται.
Σε παίρνουν μεμιάς και πλήθος θόρυβοι:
Από την οροφή, απ’ το δάπεδο, απ’ τα τοιχώματα.
Έχουμε κάποιους συγκάτοικους που μας νοιάζονται,
Ανησυχούν για μας μες απ’ τον ύπνο τους.
Χωράμε όλοι καμιά — ενόχληση.
Αrt by,pintor roberto ferri
ΜΟΥΣΙΚΗ- ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
ΣΤΙΧΟΙ -ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ -ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ
Γιώργος Θέμελης (1900-1976).
Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο.
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε
στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια
Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου.
Στο χώρο της
λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις
στήλες του περιοδικού "Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου". Υπήρξε μέλος των
περιοδικών της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" (1932-1939 - όπου το
1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και "Κοχλίας"
(1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά
"Μορφές", "Τέχνη και Ζωή", "Ορίζοντες", "Ελεύθερα Γράμματα", "Νέα
Πορεία", "Ο Αιώνας Μας", "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση".
Το 1945
πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο
"Γυμνό παράθυρο". Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές
μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια.
Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του
διαγωνισμού διηγήματος της "Νέας Εστίας" (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του
Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών
Θεσσαλονίκης. Σε δική του μετάφραση ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε., το 1968, οι
"Δανειστές" του Στρίντμπεργκ και το "Κύκνειον Άσμα" του Τσέχωφ, και το
1970, ο "Προμηθέας Δεσμώτης" του Αισχύλου. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη.
ΠΗΓΗ