Σελίδες

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Η Ποίηση των λουλουδιών


Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωπος

έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.

Γιάννης Ρίτσος-Δοκιμασία, VII, 3-7. 1943.
ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ-Γιάννης Ρίτσος
Χώρος Απορριμάτων

Πίσω απ' τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους
ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.

Διείσδυση-Γιάννης Ρίτσος
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.

Α Π Ο Γ Ε Υ Μ Α

του Γιάννη Ρίτσου

Πότισε τα λουλούδια.

Άκουσε το νερό να στάζει από το μπαλκόνι.

Τα σανίδια μουσκεύουν και παλιώνουν. Μεθαύριο,

όταν θα πέσει το μπαλκόνι, αυτή θα μείνει στον αέρα,

ήσυχη, ωραία, κρατώντας μες στα χέρια της,

τις δυο μεγάλες γλάστρες τα γεράνια της και το χαμόγελό της.

-Μυρτιώτισσα, «Ένα λουλούδι»

«Ένα λουλούδι εγύρεψα,
μονάχα ένα λουλούδι μ᾽ολόγλυκη ευωδιά.
Κι εγώ το αντάξιό του για σας θε νά ᾽λεγα τραγούδι
να σας ευφράνω την καρδιά.

Κανένας δε μου τό᾽φερε καθώς το λαχταρούσα,
και με περίζωσε ο καημός.
Μα ίσως και νά᾽τανε πολύ αυτό που σας ζητούσα,
νά᾽ταν ανθέων ανθός.

Και τώρα τρέμω μη βρεθεί το εξωτικό λουλούδι
με τη γλυκιά ευωδιά,
γιατί αν βαλθώ να σας το πω το αντάξιό του τραγούδι,
θα σας ραγίσω την καρδιά!»

Κική  Δημουλά
"Βάζοντας τα λουλούδια στο νερό
δεν μεριμνάς.
Τους λες το πρώτο ψέμα
να ονειρεύονται τα απελπίζεις."
Τζελαλαντίν Αλ Ρουμί
Ύψωσε τα λόγια σου, όχι τη φωνή σου.
Είναι η βροχούλα που κάνει τα λουλούδια να μεγαλώσουν,
όχι η καταιγίδα.
Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα.
Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι.
Hans Christian Andersen
Νίκου Εγγονόπουλου, «Το γλωσσάριο των ανθέων»
την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν΄ αγαπιέσαι ή ν΄ αγαπάς;
ν΄ αγαπώ
Από τη συλλογή Έλευσις (1948)
[πηγή: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1985, σ. 140-141]

Πανσέδες  Τέλος 'Αγρας

 Χαρὲς τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ πίκρες της ψυχῆς,
Λουλούδια τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀπαντοχῆς,
Ἀγκάθια, ποὺ κρυμμένα πληγώνετε βαθειά,
Τὴ μία φορὰ τὸ νοῦ μας, τὴν ἄλλη τὴν καρδιά.
V.
Πράματ᾿ ἁπλά, κοινά, συνηθισμένα,
Σ᾿ ἔγνοιες συχνὰ μὲ βάζουνε τρελλὲς -
Μὲ ποιοὺς τάχα περνᾷς μακριὰ ἀπὸ μένα,
Τί τάχα συλλογίζεσαι, τί λές;
VII.
Ὄχι ρόδα ἀλλὰ πανσέδες θὰ ποθοῦσα νὰ μοῦ ἀφήσεις,
Ἂν στὸ σπίτι μου ἀνθοφόρα κι ἄλλοτε ξανανεβεῖς,
Λουλουδάκια τῆς ἀγάπης, δῶρα τῆς θλιμμένης φύσης,
Σὰν ἐτοῦτον τῆς καρδιᾶς μου τὸν πανσὲ πού ῾ναι μαβής...
Πανσέδες
Συγγραφέας: Τέλλος Άγρας

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ’ τη βρύση
κ’ οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι’ αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ’ τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,
ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ’ αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ’ το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ’ ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ’ το λιλά και σ’ άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι’ όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ’ ακούη με το είναι του, κι’ ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη…

K’ έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ’ είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ’ αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι’ αγάλια, με χωρεί κ’ εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ’ ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.
(από το Eπιλογή απ’ τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Έμιλυ Ντίκινσον: Έλα στον κήπο μου
 Όπως τα παιδιά λένε στους καλεσμένους “Καληνύχτα”-
    Και πάν’ απρόθυμα για ύπνο-

    Τα όμορφα λουλούδια μου τα χείλη τους μαζεύουν
    Κι ύστερα φορούν τα νυχτικά τους.
    Όπως τα παιδιά χοροπηδούν όταν ξυπνήσουν
    Χαρούμενα που ήρθε το Πρωί-
    Κρυφοκοιτάζουν τ’ άνθη μου από εκατοντάδες
    Κούνιες, και ζωντανεύουν πάλι.
Το ποίημα προέρχεται από το βιβλίο: Έλα στον κήπο μου, των εκδόσεων Αρμός και τη μετάφραση έχει κάνει ο Κώστας Λανταβός.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ-Μαρία Πολυδούρη
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.

Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

«Φιλοσοφία τῶν λουλουδιῶν»-Νικηφόρος Βρεττάκο
Τρία ποιήματα

ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.
Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
     συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
- τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
     γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του.


ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

Ἂν μὲ βλέπουν νὰ στέκομαι
ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲς
στὰ λουλούδια μου, ὅπως
αὐτὴ τὴ στιγμή,
θὰ νόμιζαν πὼς τὰ διδάσκω. Ἐνῷ
εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἀκούω
κι αὐτὰ ποὺ μιλοῦν.
Ἔχοντας μὲ στὸ μέσο
μοῦ διδάσκουν τὸ φῶς.
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.
-Κ. Π. Καβάφης, «Ελεγεία των Λουλουδιών»
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν
Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται
γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται•
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.
Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε•
κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
Ντίνος Χριστιανόπουλος- Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι
Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι.
Έρχομαι — μουδιασμένος με υποδέχεσαι,
κρατάς τα μάτια επίμονα χαμηλωμένα,
ύστερα λίγο λίγο ξεθαρρεύεις,
αρχίζεις να μιλάς με τρυφεράδα,
τα μάτια χρωματίζεις με ιλαρότητα,
ω πόσο εγκάρδια έγινε η κάμαρη,
δε θέλω γλύκισμα, η κουβέντα σου μου αρκεί.
Μα αν ξεχαστώ και κοιτάξω το ρολόι,
και δείξω μέριμνα για τις δουλειές του κόσμου,
σβήνεις σιγά σιγά την ομιλία,
αρχίζεις να μουδιάζεις λίγο λίγο,
σα να ‘μουν ξένος μ’ αποχαιρετάς,
και κλείνεις, κλείνεις σα λουλούδι.
Οδυσσέας Ελύτης, Το μονόγραμμα

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς; της αγάπης,
μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς;
και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας,
που αγγίξαμε ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς.

Από τόσο χειμώνα κι από τόσους βοριάδες μ’ ακούς;
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς;


The Red Carnation', Lady Elizabeth Bowes-
Η πληγωμένη Άνοιξη-Μίλτος Σαχτούρης
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948-Κική Δημουλά
Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.


Art by, irina karkabi
Διάλογος πρῶτος-Νίκος Καρούζος

Διάλογος πρώτος
Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.