Σελίδες

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Πείνα καὶ Δίψα (ἀποσπάσματα)

Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.

Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπ᾿ ὅλα μέσα στὴ ζωή.

Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς. Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ. Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της. Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.

Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.

Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.

Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή... Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.

Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.

Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.

Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.

Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.

Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.

Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἂν σοῦ ποῦν γι᾿ Αὐτόν, ὅσα κι ἂν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.

Ἂν σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἕνας μεγάλος μόχθος κι ἕνας ἀτέλειωτος πόνος καὶ μιὰ ἀσίγαστη πείνα καὶ δίψα, τότε πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ δὲ θὰ ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει οὐρανό.

Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ μένα πάντοτε ἕνας δρόμος κι ὄχι ἕνα τέρμα, μιὰ ἀνάβαση κι ὄχι μιὰ κορφή.

Πρέπει νὰ ξαναμάθουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θεό, νὰ τὸν μάθουμε πραγματικά, μὲ τὸ κορμί μας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὸν μεταδίνει σὰν βρώση καὶ πόση, σὰν κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ κόσμου, σὰ σταυροκόπημα καὶ στρωτὴ μετάνοια καὶ εὐωδιαστὸ κερὶ καὶ λιβάνι, σὰ νηστεία τροφῆς καὶ κατάλυση τροφῆς, σὰν γιορτὴ καὶ πανήγυρη συνταιριασμένη μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν καιρό.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα χειροπιαστό, προσιτὸ στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι τὸ χτίσμα μὲ τοὺς κεκλιμένους οὐρανοὺς στοὺς θόλους καὶ τὶς καμάρες του, ποὺ σαρκώνει τὸν Ἄσαρκο καὶ χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Εἶναι ὁ ζωντανὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους της, οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ πόρνες καὶ οἱ ὅσιοι. Εἶναι ἡ ζωγραφιστή, δηλαδὴ αἰσθητὴ καὶ ἄμεση παρουσία τῶν πεθαμένων. Εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἰδωμένος σωστά.