Σελίδες

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Βίλχελμ Ράιχ: Ακου Ανθρωπάκο


Ακου Ανθρωπάκο(Βίλχελμ Ράιχ)-Αποσπάσματα


Όταν αγκαλιάζω μια γυναίκα, είναι επειδή την αγαπώ και την ποθώ κι όχι επειδή έχω πιστοποιητικό γάμου ή είμαι σεξουαλικά πεινασμένος.
Δε δέρνω τα παιδιά. Δεν ψαρεύω, δεν κυνηγώ κι ας ‘είμαι καλός σκοπευτής κι ας αγαπώ τη σκοποβολή. Δεν παίζω μπριτζ και δε δίνω πάρτι για να διαδώσω τις ιδέες μου. Αν οι ιδέες μου ευσταθούν, θα διαδοθούν από μόνες τους.
Δεν υποβάλλω τις εργασίες μου σε καμιά ιατρική αυθεντία, εκτός κι αν τις κατανοεί καλύτερα από μένα. Εγώ αποφασίζω ποιος κατανοεί τις ανακαλύψεις μου και ποιος όχι.
Τηρώ κάθε λογικό νόμο κατά γράμμα, αλλά μάχομαι τους απαρχαιωμένους ή τους εξωφρενικούς. (Μη βιαστείς να καταφύγεις στον εισαγγελέα, ανθρωπάκο! Αν είναι έντιμος άνθρωπος, το ίδιο κάνει κι εκείνος).
Θέλω τα παιδιά και οι νέοι να απολαμβάνουν το σωματικό έρωτα δίχως αναστολές.
Δε θεωρώ ότι για να είναι κανείς θρήσκος, με την καλύτερη, αυθεντικότερη έννοια, πρέπει να καταστρέψει την ερωτική του ζωή και να μουμιοποιηθεί, στη ψυχή και το σώμα.
Γνωρίζω πως εκείνο που αποκαλείς «Θεός» υπάρχει πραγματικά, αλλά όχι με τη μορφή που φαντάζεσαι. Ο Θεός είναι η πρωταρχική κοσμική ενέργεια, ο έρωτας στο κορμί σου, η ακεραιότητα του χαρακτήρα σου και το αίσθημα της φύσης, μέσα σου και γύρω σου.
Γνωρίζω πως κάθε ανθρώπινο ον, έχει την ιδιαίτερη αξία του. Θέλω, επίσης, να κυβερνάται ο κόσμος με γνώμονα το έργο και όχι τις απόψεις περί έργου. Έχω τις δικές μου απόψεις και μπορώ να διακρίνω το ψέμα από την αλήθεια. Τη χρησιμοποιώ καθημερινά σαν εργαλείο σιη δουλειά μου την καθαρίζω όταν τελειώνω και τη διατηρώ καθαρή.
Αγνοείς εντελώς πως υπάρχουν άντρες και γυναίκες που, από φύση τους, είναι ανίκανοι να σε καταπιέσουν και να σε εκμεταλλευτούν! Άντρες και γυναίκες που θέλουν να είσαι ελεύθερος, πραγματικά κι αληθινά ελεύθερος. Μα αντιπαθείς τούτους τους άντρες και τις γυναίκες, επειδή είναι έξω από τη φύση σου. 
Είναι απλοί και ειλικρινείς. Εκτιμούν την αλήθεια, όσο εκτιμάς εσύ την κομπίνα. Βλέπουν μέσα σου σα να ‘σαι διάφανος, αλλά δε σε περιφρονούν. Θλίβονται για την κατάντια του ανθρώπου. Μα διαισθάνεσαι πως βλέπουν μέσα σου και νιώθεις να απειλείσαι.
 Αναγνωρίζεις τη μεγαλοσύνη τους, ανθρωπάκο, μόνο όταν πολλά άλλα ανθρωπάκια σού πουν ότι είναι μεγάλοι. Φοβάσαι τους μεγάλους ανθρώπους, την επαφή τους με τη ζωή και την αγάπη τους γι’ αυτή. Όμως ο μεγάλος άνθρωπος σε αγαπά, όπως θα αγαπούσε κάθε ζωντανό πλάσμα. 
Δε θέλει να υποφέρεις, όπως υποφέρεις χιλιάδες χρόνια τώρα. Δε θέλει να λες ανοησίες, όπως λες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δε θέλει να δουλεύεις σαν μουλάρι, επειδή αγαπά τη ζωή και θέλει να την απαλλάξει από τα βάσανα και τον εξευτελισμό.
Ωθείς τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους να σε περιφρονούν, να αποστρέφουν με θλίψη το κεφάλι στη θέα της μικρότητάς σου, να σε αποφεύγουν και, το χειρότερο, να σε λυπούνται.
Έτσι, επειδή είναι διαφορετικός από σένα, τον αποκαλείς «μεγαλοφυΐα» ή «παλαβιάρη». Εκείνος από την πλευρά του είναι πρόθυμος να παραδεχτεί πως δεν είναι μεγαλοφυΐα, μα ένα απλό, ζωντανό πλάσμα. 
Τον χαρακτηρίζεις ακοινώνητο, επειδή προτιμά να μένει μόνος με τις σκέψεις του, παρά να ακούει ανόητες φλυαρίες στις κοινωνικές εκδηλώσεις σου. Τον αποκαλείς τρελό επειδή ξοδεύει τα λεφτά του σε επιστημονικές έρευνες, αντί να τα επενδύει στο χρηματιστήριο, όπως εσύ. 
Έχεις το θράσος, ανθρωπάκο, στον αβυσσαλέο εκφυλισμό σου, να αποκαλείς έναν απλό, ειλικρινή άνθρωπο «ανώμαλο». Τον συγκρίνεις με τον εαυτό σου, τον μετράς με τα ευτελή σου κριτήρια και βρίσκεις πως δε φτάνει τις απαιτήσεις της δικής σου ομαλότητας. Δεν μπορείς να δεις, ανθρωπάκο.
 Αρνείσαι να αναγνωρίσεις ότι εξωθείς αυτόν τον άνθρωπο, που σε αγαπά και θέλει να σε βοηθήσει, μακριά από κάθε μορφή κοινωνικής ζωής, επειδή την έχεις καταντήσει αφόρητη, είτε στο σαλόνι, είτε στην ταβέρνα. Ποιος τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, μετά από βάσανα κι απόγνωση δεκαετιών; Εσύ,
Ο μεγάλος άνθρωπος σκέφτεται προσεκτικά, αλλά όταν αφοσιωθεί σε μια ιδέα, βλέπει πολύ μακριά. Κι εσύ, ανθρωπάκο, όταν η ιδέα του αποδεικνύεται σωστή κι αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, εκεί που η δική σου είναι ρηχή κι εφήμερη, του φέρεσαι σαν να ‘ναι απόβλητος. Εξωθώντας τον στο περιθώριο, σπέρνεις μέσα του τον τρομερό σπόρο της μοναξιάς.
Μα αφού ώθησες το μεγάλο άνθρωπο στην απομόνωση, ξεχνάς τι του έκανες. Είπες απλά μερικές βλακείες παραπάνω, έκανες μια μπαγαποντιά ακόμα, προκάλεσες κι άλλο βαθύ πόνο. Ξεχνάς! Ο μεγάλος άνθρωπος, όμως, δεν ξεχνά. Δε σχεδιάζει την εκδίκησή του, μα προσπαθεί να καταλάβει γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο ελεεινά. Ξέρω ότι κι αυτό είναι έξω από τη φύση σου. Πίστεψέ με, όμως! 
Όσες φορές κι αν τον πονέσεις, όσες αγιάτρευτες πληγές κι αν του προκαλέσεις, ακόμα κι αν σ’ ένα λεπτό έχεις κιόλας ξεχάσει τη μικρόψυχη κατεργαριά σου, ο μεγάλος άνθρωπος υποφέρει για τις κατεργαριές σου, αντί για σένα. Όχι επειδή είναι σημαντικές, αλλά ακριβώς επειδή είναι ασήμαντες
 Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι εκείνο που σε κάνει να πετάς λάσπη στο σύζυγο ή τη σύζυγο που σε απογοήτευσε, να βασανίζεις ένα παιδί επειδή το αντιπαθεί κάποιος κακοήθης γείτονας, να προδίδεις τους φίλους σου, να γελοιοποιείς τους πονόψυχους, ενώ τους εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο και να ζαρώνεις κάτω από το μαστίγιο.
 Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι εκείνο που σε κάνει να παίρνεις ό,τι σου δίνουν, να δίνεις ό,τι απαιτούν από σένα κι όμως να μη δίνεις ποτέ με τη θέλησή σου, ποτέ από αγάπη, τι σε κάνει να κλωτσάς εκείνους που έχουν πέσει ή κοντεύουν να πέσουν, να ψεύδεσαι αντί να λες την αλήθεια και να διώκεις όχι το ψεύδος, μα την αλήθεια. Ανθρωπάκο, είσαι πάντα με το μέρος των διωκτών.
Προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά σου, ανθρωπάκο, να κερδίσει την άχρηστη φιλία σου, ένας μεγάλος άνθρωπος πρέπει να προσαρμοστεί στο δικό σου τρόπο ζωής, να λέει εκείνο που θα ‘θελες να ακούσεις, να στολιστεί τις αρετές σου.
Μα τότε δε θα ήταν μεγάλος, αληθινός κι απλός. Αν είχε τις δικές σου αρετές, τη γλώσσα και τη φιλία σου, δε θα ‘ταν μεγάλος άνθρωπος. Άλλωστε, το βλέπεις καθαρά ότι οι φίλοι σου, αυτοί που λένε ό,τι θες να ακούσεις, δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι άνθρωποι!!

Ακου Ανθρωπάκο(Βίλχελμ Ράιχ)

.... Ευχαριστώ την καλή μου μοίρα γιατί πέρασα τη ζωή μου απαλλαγμένος από ρυπαρότητα και λαιμαργία.

Γιατί είδα το μεγάλωμα των παιδιών μου, το πρώτο τους ψέλλισμα, περπάτημα, παιχνίδι, ερώτημα, γέλιο και ερωτικό σκίρτημα.

Γιατί διατήρησα ακέραιη την ευαισθησία μου για την άνοιξη και το ελαφρό αεράκι της, για το μουρμούρισμα του ρυακιού πλάι στο σπίτι, για το τραγούδι των πουλιών στο δάσος.
Γιατί δεν συμμετείχα στα κουτσομπολιά του κακοήθη γείτονα.

Γιατί ήμουν ευτυχισμένος στην αγκαλιά του συντρόφου μου και γιατί ένιωσα το ρεύμα της ζωής μέσα μου.

Γιατί στους δύσκολους καιρούς, δεν έχασα τον προσανατολισμό μου και γιατί η ζωή μου είχε νόημα.


Κι αυτό, επειδή πάντα άκουγα τη φωνή μέσα μου που έλεγε: "Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: να περάσεις τη ζωή σου με υγεία και ευτυχία.


 Ακολούθησε τη φωνή της καρδιάς σου, ακόμα κι αν σε οδηγεί έξω απ΄το μονοπάτι των άτολμων ψυχών.
Να μη γίνεσαι σκληρός και να μην πικραίνεσαι, όταν η ζωή καμιά φορά σε βασανίζει".

Και στη σιγαλιά του δειλινού, μετά τη δουλειά της ημέρας, όταν κάθομαι στο λιβάδι μπροστά στο σπίτι, με το παιδί μου και τη γυναίκα μου ακούγοντας την ανάσα της φύσης, φτάνει στ΄αυτιά μου μια μελωδία, η μελωδία του μέλλοντος:"Εκατομμύρια άνθρωποι εσείς, σας αγκαλιάζω, μ΄ένα φιλί για όλο τον κόσμο".

Τότε νιώθω τη φλογερή επιθυμία να μάθει κάποτε αυτή η ζωή να διεκδικεί τα δικαιώματά της και να αλλάξει τη νοοτροπία των σκληρών και δειλών ψυχών που κάνουν τα κανόνια να βροντούν.

 Το κάνουν αυτό, μόνο και μόνο επειδή η ζωή τους ξέφυγε μέσα απ΄τα χέρια.

Και αγκαλιάζω τον γιό μου που με ρωτάει: "Πατέρα ο ήλιος έφυγε. Που πήγε; Θα ξαναγυρίσει γρήγορα;"
 Και του απαντώ: "Ναι γιέ μου! Θα ξανάρθει γρήγορα να μας ζεστάνει".
Απ΄το βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ: Ακου Ανθρωπάκο.

Ο Βίλχελμ Ράιχ (1897 – 1957) ήταν Αυστριακός ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και ερευνητής. Υπήρξε ένας από τους πλέον αμφιλεγόμενους διανοητές της σύγχρονης εποχής. Πέθανε στιγματισμένος και περιθωριοποιημένος στη φυλακή. Το βιβλίο ‘’άκου ανθρωπάκο’’, γράφηκε το 1948


Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Μάνος Χατζιδάκις -Νίκος Γκάτσος

Νίκος Γκάτσος -Μάνος Χατζιδάκις 
Ποίημα του Μ.Χατζιδάκι /αφιερωμένο στον Ν.Γκάτσο
Στον Νίκο Γκάτσο
Η γη καθώς τον γέννησε,
τον στόλισε πράσινα φύλλα της ιτιάς,
του έλατου και της ελιάς.
Μα η σκέψη του τον βύθισε
στης πολιτείας την άσφαλτο
κ’ έγινε πέτρα αρχαϊκή
στη μνήμη των εφήβων.



Στο “Όνειρο θερινής νύχτας” μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία.
 Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. 
Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του “Εθνικού” όχι το: “Μουσική Μάνου Χατζιδάκι” – που το είχα συνηθίσει – αλλά: “Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι”. Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: “Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες”.Ο Θεοτοκάς του λέει: “Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;”. “Ξέρω, ξέρω” λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε.
 Εγώ έμεινα αποσβολωμένος. Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία.
Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα.
 Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομα ακριβά κι όχι εύκολα.
Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του.
Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ “Ο Νίκος Γκάτσος – ένας πολύ αυστηρός φίλος”
από μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο
περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 52 – Φλεβάρης 1986

«Ο Γιάννης ο φονιάς» Πηγή: www.ogdoo.gr
Τα τραγούδια γίνονται ιστορίες -Από το βιβλίο του Σωτήρη Στεφανόπουλου «Κρυμμένες Ιστορίες» 


«Χρόνια τώρα αυτό το σπίτι έμενε κλειστό στη χαρά και την ευτυχία. Λίγες φορές ανοιγόκλεινε τα ματόφυλλα του, τα πορτοπαράθυρα, θες από ντροπή, θες από αηδία για όσα έγιναν τότε. Ένας φόνος και ρήμαξε τρείς ζωές. Το θύμα έφυγε χωρίς επιστροφή.
Ο Γιάννης κλείστηκε μια ζωή στη φυλακή κι η Φρόσω στο δωμάτιό της. Όμως, προχτές την Κυριακή, ο χρόνος σταμάτησε για λίγο. Γύρισε τη ζωή πίσω. Οι θύμησες έζωσαν το σπίτι μ’ ένα τρελό χορό σαν τις νεράιδες τον παλιό καιρό. Λίγο μετά την εκκλησία χτύπησε η πόρτα. 

Στο άνοιγμα της μείναμε όλοι άφωνοι! Ήταν ο Γιάννης ο φονιάς.
 Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης μας κατέκλυσαν. Του βγάλαμε γλυκό και την πρώτη έκπληξη διαδέχτηκε η αμηχανία. 
Κουβέντες αδιάφορες σαν αδέσποτες σφαίρες χτυπούσαν από τοίχο σε τοίχο. Σαν κάτι να φοβόμασταν, σαν κάτι να σεβόμασταν, δεν είπαμε λέξη για το φονικό.

 Σαν να θέλαμε να το ξεχάσουμε ή να το ξορκίσουμε. Άβολοι στα καθίσματα μας, περιφέραμε το άδειο μας βλέμμα χωρίς σκοπό μέσα στη σάλα.

Μόνο ο Γιάννης καθόταν σχεδόν χωμένος στην πολυθρόνα, με σταυρωμένα χέρια, ήρεμος ή παραιτημένος. 
Σαν να περίμενε την ετυμηγορία ενός άλλου δικαστηρίου, σπουδαιότερου ίσως από το πρώτο.
 Μια πινελιά στον πίνακα και άλλαξαν όλα.
Ξαφνικά μπήκε μέσα στη σάλα η Φρόσω, κατάλοιπο του χρόνου. Μόνο τα μεγάλα της μάτια, στολισμένα με τα δάκρυα της, φανέρωναν τη ζωή πάνω της. Αυτή ήξερε τι ήθελε. Πήρε τα δύο του χέρια και τα καταφίλησε. 
Κι ύστερα χάθηκε. 

Η σκηνή σαν από το βουβό κινηματογράφο έκοψε στα δύο την ακατάσχετη φλυαρία μας και μας άφησε άφωνους.
 Ο Γιάννης έμοιαζε να κοιτάζει άλλους χρόνους κι άλλες εποχές, να κυνηγάει το όνειρο που χάθηκε, φεγγάρια αλλοτινά που έσβησαν για πάντα…»



“Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο

 που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη

 μητέρα μου”.

Με αυτές τις λίγες λέξεις σκιαγράφησε

 τον Νίκο Γκάτσο, ο Μάνος Χατζιδάκις 

''Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, 
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.''

Σύμφωνα με αφήγηση του Μάνου
 Χατζιδάκι η ιστορία του τραγουδιού
 έχει ως εξής: “Στη Νέα Υόρκη το
 χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο
 παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε
 Κεμάλ.

 Μου τον γνωρίσανε. Τί μεγάλο
 και φορτισμένο από μνήμες όνομα για
 ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι,
 σκέφθηκα. Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του
 με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του
 αντιθέσεις.

 Στην πραγματικότητα,
 φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην
 Αμερική. Του το είπα
Χαμογέλασε.-Δέχεστε να σας ξεναγήσω;
Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος.
Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον
 έκανα τραγούδι, μουσική.
Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας
 τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε
 άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους
 αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του
 ΄Ερολ Φλυν του ΄35.

Η Πελοπόννησος
 (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση
 της αδυνατεί να κατανοήσει την
 αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων
 Τούρκων, που μοιάζουν σαν
 ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον
 Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα
 σκυλιά.

Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο
 στα ελληνικά είναι εκείνο το
 «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας
 αραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της 
Νέας  Υόρκης, του οφείλουμε μια
 «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να
 μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη
νύχτα. 

Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους
 πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει
σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό
 μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος
 μας ο ποιητής ο Καβάφης.”

Το τραγούδι με τίτλο “Κεμάλ” γράφτηκε
 από τον Μάνο Χατζιδάκι κατά την
 παραμονή του στην Αμερική στα τέλη
 της δεκαετίας του ’60.
 Ίσως είναι ένα
 από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του
 Μάνου Χατζιδάκι για το ευρύ κοινό.
 H πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού
 περιλαμβάνεται στον δίσκο
 “Reflections”, αποτέλεσμα της
 συνεργασίας του Μάνου Χατζιδάκι με
 το συγκρότημα New York Rock &

 RollEnsemble. Στην πρώτη του αυτή  μορφή

το τραγούδι έχει Αγγλικό στίχο.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Πάει κι αυτή η Κυριακή

Πάει κι αυτή η Κυριακή ...
Κάθε Κυριακή κρύβει μέσα της  /τη γεύση του''ανολοκλύρωτου''
Τα όνειρα /που δε ζήσαμε 
Τα λόγια /που δεν ακούσαμε
Οι μουσικές /οι ζωγραφιές κι οι σελίδες /που δεν μας έφτασαν ΠΟΤΕ
Η νύχτα απλώνει σεντόνια δίχτυα 
Εκεχειρία /ανακωχή στ' όνειρο της καινούργιας μέρας 
Μα τα μάτια /θέλουν να βλέπουν /πάντα /θάλασσα
Εκεί ξεδιψά ο πόθος/ για ό,τι δεν υπήρξαμε /παρά μόνο /σε επίπεδο φαντασίας .(M. Λαμπράκη)



Ανυδρο /ερωτικό τοπίο ...
ΑΧ! Ποια όνειρα καίγονται απόψε και πήρε φωτιά η νύχτα; 


Κική Δημουλά, Ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον Πόθο

Φυτολόγια (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της
 Κικής Δημουλά)

Πήρα διαταγή. Σήμερα που έχεις καιρό, μου ’παν, πάρε τη σκάλα κι ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον πόθο από τους τοίχους, πνίγηκε η είσοδος με δαύτον, τόσα χρόνια θέριεψε, παράγινε πια, μαζεύει και τόση σκόνη.

Κάπως έτσι δόθηκε η διαταγή, κι όσο μίλησε το φυτό άλλο τόσο μίλησα κι εγώ. Είπα μόνο τη λέξη «κρίμα», που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μακρινή, πολύ μακρινή, λυπητερή καμπάνα, την ακούς, λες κάτι πέθανε.
Ανεβαίνω τη σκάλα. Πολύ βαριά η καρδιά μου. Ανησυχώ, ρωτάω, βαστάει η σκάλα; Βαστάει, απαντάνε. Δεν κατάλαβαν.


Αρχίζω την αποκαθήλωση. Το ’φερε η μάνα μου, τόσο δα πριν από αρκετά χρόνια μέσα σ’ ένα μικρό ευτελές γλαστράκι, με δύο όλα-όλα φυτά αναποφάσιστα. Κλειστά. Το λένε «πόθο». Θεώρησαν ως την πιο ακατάλληλη θέση την είσοδο του σπιτιού, κι εκεί το ’βαλαν. 
Σκοτεινά, πληκτικά, ανέβα κατέβα τα ίδια πρόσωπα, πάνω κάτω οι δυσκολίες, πάνω κάτω τα κακονυχτισμένα όνειρα. Και όμως φαίνεται ότι όλα αυτά γίνονται λίπασμα άριστο στο φυτό. Κι αντί να μαραθεί πεισμώνει.
 Πετάει ανόητα φύλλα, καινούργια. Κάθε μέρα και μια αντίσταση, κι ένα τρελό αισιόδοξο φύλλο. Κάθε χαμένη μέρα κι ένα ονειροπαρμένο φυλλαράκι.
Εγώ ανέβα κατέβα. Το βλέπω. Στην αρχή του μιλάω ψυχρά, τυπικά. Του λέω, μπράβο, μπράβο, καλημέρα. Αργότερα ξανοίγομαι περισσότερο. Βάστα, του ψιθυρίζω. Περνάνε τα χρόνια. Άδικα επιμένεις, του λέω, μόλις βλέπω ένα καινούργιο φύλλο.
Είχαμε δω στο κάτω πάτωμα, κάποτε ένα νοικάρη. Αγάπαγε πολύ τα λουλούδια, κι είχε πάρει υπό την προστασία του το μέλλον αυτού του φυτού. Κι είχε αναλάβει να δίνει μια διακοσμητική κατεύθυνση στο κάθε καινούργιο κλωνάρι, βλαστάρι, ξέσπασμα, ούτε ξέρω πώς να το πω.
 Αυτός ήταν που το στήριζε με καρφάκια στους τοίχους, πολύ μερακλίδικες γιρλάντες, το τύλιξε γύρω από τα φώτα, στεφάνωσε την πόρτα, κάδρωσε μέσα σ’ αυτό την κακόκεφη όψη της εισόδου.


Όσες φορές τον έβλεπα ανεβασμένο στη σκάλα να εξαπατά αυτό το πράσινο, να το βάζει σε καινούργιο δήθεν δρόμο, δεν ξέρω γιατί, τον ρωτούσα κάθε φορά την ίδια βλακεία, τι λες κύριε Άγγελε, θα πραγματοποιηθεί; Αυτός πάλι, θες γιατί καταλάβαινε την ερώτησή μου, θες γιατί δεν την καταλάβαινε, απαντούσε κάθε φορά την ίδια ποθητή βλακεία,βεβαιότατα, βεβαιότατα.
Αυτά τα καρφάκια βγάζω τώρα εγώ, αυτό το πολύφυλλο «βεβαιότατα» ξεριζώνω. Κρίμα. Οι τοίχοι σιγά-σιγά ξεφορτώνονται αυτό το πράσινο προσωπείο τους. 
Καιρός ήταν. Γιατί εδώ που τα λέμε τώρα, το να ’χει κανείς τόσα χρόνια τον ίδιο πόθο, και σκόνη πιάνει και αράχνες τον καταπατούν, αφήνω που θεωρείται και μπανάλ.