Όταν γυρίζω σπίτι, με υποδέχεσαι, Με παίρνεις απ’ το χέρι και με πας μέσα, Να προσφέρεις ένα ποτήρι νερό – ένα κάθισμα. Να μου προσέξεις το πρόσωπο, να μου πλύνεις τα πόδια. Οι επιδαψιλεύσεις της οικειότητάς σου είναι όλες δικές μου, Γιατί είσαι όλος δικός μου κι εγώ δικός σου.
Όταν βγαίνω έξω, κατεβαίνεις τη σκάλα, να με ξεπροβοδίσεις.
Ποιος ξέρει, αν θα βρεθούμε, αν θα δώσουμε χέρια, Αν θα με δεις και θα σε δω στο πρόσωπο μέσα στη νύχτα.
Είσαι μες στο μοναχικό μου περπάτημα.
Ακούω τον ήχο από τα βήματά σου μες στα δικά μου, Ακούω τον ψιθυρισμό σου, συνομιλία αδιάκοπη Με τον εαυτό σου, με τα πράγματα, με τις αισθήσεις μου. Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι, σταματώ για ν’ ανταποκριθώ, Με μια κατάφαση βγαλμένη από τον χτύπο του σφυγμού.
Όταν μιλώ, μιλάς σα μια ηχώ, όταν σωπαίνω, σωπαίνεις, Χωρίς την παρέμβαση του θορύβου που φέρνει ο άνεμος Μπαίνοντας στα μεσοδιαστήματα της σιωπής, Για να με χάνεις και να σε χάνω έξαφνα, Για να βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση και αποξένωση.
Κινδυνεύουμε να χαθούμε σε κάθε καμπή, σε κάθε Διάλειψη της ανάμνησης, αιφνίδιο νύχτωμα, Σαν όταν σβήνουν τα φώτα μιας γιορτής ή σπάνουν οι χορδές.
Κινδυνεύουμε απ’ τον άνεμο κι από τα πράγματα.
Πέφτουν επάνω μας, σωριάζονται και θορυβούν Γυρεύοντας να μας παρασύρουν στο κύλισμά τους. Τα χέρια μας γεμίζουν πληγές, τα μάτια μας καπνό και σκόνη, Τ’ αυτιά μας μια ακατάπαυστη βοή και δεν Ακούμε ο ένας τον άλλο, δε βλεπόμαστε. Μας ξανασμίγει ο ύπνος, η μνήμη, η μοναξιά.
ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ
Τα καράβια είναι σαν τα θλιμμένα μυστικά. (Πανιά ριχτά, χείλος στη θάλασσα.) Σαν τα θλιμμένα μυστικά που λησμονήθηκαν.
Μπορείς να τ’ αγγίξεις, να τ’ αφουγκραστείς.
Κάτι έχουν να πουν, τα καλύπτει, δεν μπορούν. Σε κοιτάζουν, μάτια μεγάλα, σου χαρίζουν ονόματα:
***
Ο Έρωτας μας μοιράζει το σώμα, Λάβετε, φάγετε. Ο Έρωτας μας προσφέρει το αίμα, Λάβετε, πίετε.
Το φως, η μνήμη κι ο καθρέφτης
Φέρτε φως, πολύ φως. Φέρτε του φως να θυμηθεί.
Έναν καθρέφτη να μας γνωρίσει
ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν. Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη, Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν. Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη, Σ’ ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.
Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα. Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα, Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι. Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα, Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει
Να ’σουνα πράγμα να μου ανήκεις Μες στην ακέρια σου ομορφιά, Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη.
Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω, Και πράγμα μου να σε κρατώ.
Να ’σουνα πράγμα μου: το πράγμα Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη.
Μέσα στα μάτια μου να σ’ έχω.
Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα, Φεγγάρι μου στη μοναξιά.
Το κάθισμα να ’σουν που κάθομαι, το μαξιλάρι, Το φυλαχτό μου στον λαιμό, το τίμιο ξύλο.
Στα όνειρά μου ουράνιο τόξο.
Και πέτρα στον θάνατο, πέτρα μου, Πέτρα μητρική.
Ήθελα να ’σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου…
ΜΕΣΟΥΡΑΝΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Σ’ αναζητώ, σ’ αγγίζω, σ’ αφουγκράζομαι, Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.
Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.
Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα, Θάλασσα κλειστή μες στις ακτές σου.
Θάλασσα διάφανη, βαθιά.
Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως, Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου, το φεγγερό μυστήριο. ΠΗΓΗ
ΞΥΛΙΝΗ ΣΚΑΛΑ
Ανεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα Μπορείς να σταθείς έξαφνα, καθώς ακούς: Μες απ’ το κούφιο ξύλο, πιο μέσα ακόμα, Κάτι στεγνό – ξηρό που συντρίβεται.
Σε παίρνουν μεμιάς και πλήθος θόρυβοι: Από την οροφή, απ’ το δάπεδο, απ’ τα τοιχώματα.
Έχουμε κάποιους συγκάτοικους που μας νοιάζονται, Ανησυχούν για μας μες απ’ τον ύπνο τους.
Χωράμε όλοι καμιά — ενόχληση.
Αrt by,pintor roberto ferri
To εγώ-To εσύ
Αν
σε γυρεύω, σ᾽έχω ανάγκη,
Είσαι
αυτό που μου λείπει.
Το
πιο ακριβό, το πιο θανάσιμο.
Το
μισό μου στήθος, το μισό μου πρόσωπο,
Η
μια αδειανή πλευρά μου, η μια φτερούγα μου,
Η
ανοιχτή πληγή μου, η σάρκα μου η λειψή.
Μ᾽έκοψαν,
με χώρισαν στα δυό,
Το
εγώ-το εσύ, μοιράσαν το αίμα
Από
τη ρίζα μου, από τη γέννησή μου.
Δεν
μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
Μισό
κορμί, μισό κομμένο όνειρο.
Γυρεύω
τ᾽άλλο στήθος, τ᾽άλλο πρόσωπο.
Δε
θέλω να κερδίσω την ψυχή μου,
Να
χάσω την ψυχή μου, να τη σώσω,
Παίζοντας
την ψυχή μου: άσπρο ή μαύρο,
Παίζοντας
την ψυχή μου για την ψυχή σου.
Από το Δίχτυ των Ψυχών I
Σιγά-σιγά
Σκύψε
ακόμα μέσα,
Κοίταξε.
Βλέπεις
εκεί βαθειά
Τη
θλίψη μου την αξερρίζωτη;
Σιγά-σιγά,
Απαλά
Κ᾽ανώδυνα
Ξερρίζωσέ
την.
Σαν
έναν καρφί, σαν ένα
Βότανο
πικρό.
Με
το φιλί,
Με
το χαμόγελο.
Να
μη ματώσουνε τα δάχτυλά σου.
Από το Δίχτυ των Ψυχών II
Γιώργος Θέμελης (1900-1976). Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε
στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια
Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου. Στο χώρο της
λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις
στήλες του περιοδικού "Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου". Υπήρξε μέλος των
περιοδικών της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" (1932-1939 - όπου το
1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και "Κοχλίας"
(1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά
"Μορφές", "Τέχνη και Ζωή", "Ορίζοντες", "Ελεύθερα Γράμματα", "Νέα
Πορεία", "Ο Αιώνας Μας", "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση". Το 1945
πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο
"Γυμνό παράθυρο". Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές
μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια.
Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του
διαγωνισμού διηγήματος της "Νέας Εστίας" (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του
Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών
Θεσσαλονίκης. Σε δική του μετάφραση ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε., το 1968, οι
"Δανειστές" του Στρίντμπεργκ και το "Κύκνειον Άσμα" του Τσέχωφ, και το
1970, ο "Προμηθέας Δεσμώτης" του Αισχύλου. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. ΠΗΓΗ
Γέρνει το κεφάλι μεστωμένο στάχυ
κι ακουμπά στην κουπαστή τα φτερά της
Πίσω της επέρχεται η άνοιξη
εκπυρσοκροτώντας
Κόκκινα και μαύρα πλακάκια στη φούστα
απάνωθε νύχτα κλειστή αμάνικη
τα μαλλιά της γκρεμισμένο σκοτάδι
Το γόνατο λυγίζει ελαφρά
αεράκι που θωπεύει κλωνάρι
Μποτάκια εβένου και πόδια αλαβάστρου
Βλαστάρι το βλέμμα της
σπάζει την κρούστα του δικού μας
Συμβάλλει και το μόλις χαμόγελο
αυγή που οσμίζεται ήλιο
Και είμαστε πια
στο έλεος μιας ομορφιάς
που απειλεί τις ράγες μας μέρα και νύχτα
ΠΛΑΝΟ ΣΤΑΘΜΟΥ-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Κάθε που βλέπω στην οθόνη εκείνον να περιμένει εκείνη στο σταθμό του τρένου μια θλίψη με συνέχει που δε μου ‘τυχε και μένα να ζήσω παρόμοια στιγμή στη ζωή μου κι ας μην ήταν ντε και καλά στιγμή χαράς ας ήταν λύπης εκείνη να φεύγει σύννεφο πίσω απ’ το τζάμι κι εγώ να μένω αποσκευή ξεχασμένη ενώ ήδη αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής
ΟΙ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Πάνε οι γιαγιάδες του παλιού καιρού οι μαυροφόρες εκείνες που ξέραμε με τα βαριά φουστάνια το σφιχτοδεμένο μαντίλι οι φαφούτες εκείνες με το τσαλακωμένο πρόσωπο το δειλινό στο βλέμμα τώρα οι γιαγιάδες αλλάξανε απόκτησαν τρόπους ντεκολτέ διαζύγια πρόσωπα σιδερωμένα και στίλβουν βάφουν τους πόθους ενυδατώνουν το ψέμα τους εκβάλλουν στα μικρά cafe σερφάρουν μα σαν έρθει η ώρα που σπάζουν οι φλέβες και το αίμα ξαναβρίσκει το χρώμα του τρέχουν να κρυφτούν πανικόβλητες πίσω απ ’τη φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς σαν άλλοτε που γύφτος έφτανε ο φόβος στην πόρτα τους
Photo by
Sarah Jarrett
Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Σήκωσε στην πλάτη τον άντρα τα παιδιά τη μιζέρια σήκωσε τους γέρους τα πένθη κι όταν πια απόκαμε σήκωσε το χώμα
ΟΧΤΩ ΜΕ ΔΕΚΑ-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Να είμαι οχτώ ή έστω δέκα να ψήνομαι στον πυρετό να πέφτω να σβήνω τη φωτιά στο δροσερό πηγάδι
Να βρέχει ν’ αστράφτει να βροντά σμπαράλια να γίνεται το μεσημέρι κι εγώ να σκύβω να καρδιοχτυπώ μικρό πουλί σε χούφτα ξένη
Να είναι Μάης άντε Ιούνης κεράσια μαύρα να γεμίζω το κόρφο μου βοριάς ο δραγάτης να χουγιάζει από πέρα κι εγώ να καλπάζω σκιασμένο πουλάρι να μαλώνει η μάνα να με κρύβει στο χαμηλό πορτάκι κάτω απ΄ τη σκάλα
Όλο και πιο επίμονα τελευταία γυρίζει στο μυαλό μου η σκέψη πως μια γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας όπως η κυρία από την Ξάνθη που αναζητά τη νιότη της ποντίζοντας φεγγάρια σε βαθιά πηγάδια μου θυμίζει τον αρχαιολόγο που σκάβει για τον έφηβο ξέροντας κατά βάθος πως δε θα βρει παρά το σχήμα της απουσίας του που άφησε ο τυμβωρύχος
Μικρές ανάσες
ΙΙ. Τα δέντρα που γέρνουν
Στην ερώτηση της δασκάλας τι θα θέλατε ν’ αλλάξετε στον κόσμο το πρωτάκι απάντησε
«Να ισιώσω τα δέντρα που γέρνουν»
Γυναίκα μόνη μπροστά στη θάλασσα-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Ο ήλιος τη βρίσκει στο μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την απέραντη θάλασσα
Όταν παίρνει να τρεμίζει το φως κατεβαίνει στο κύμα βρέχει τη μοναξιά της κι ανέρχεται Μπαίνει ολόκληρη στον καθρέφτη κι επιστρέφει μισή Ύστερα βγαίνει στο μπαλκόνι και ξαναπαίζει το άγαλμα
Κόπωση θέας και γλαρώνει Σε μπαμπάκι χιόνι πέφτει και βλέπει μια γυναίκα σ’ ένα μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την απέραντη θάλασσα
Συνέρχεται κι είναι ακόμα εκεί
Ώσπου ο ήλιος σβήνει στο νερό και μια νύχτα τυφλή φράζει το βλέμμα Στύβει τότε τα μάτια της κι ένα δάκρυ ζεστό την κάνει λιώμα
Sunflower Girl -by Irina Trzaskos Γυναίκες ηλιοτρόπια-ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Πιο πολύ κι απ’ τις γυναίκες που αγάπησα ανέμους σηκώνουν στη μνήμη μου εκείνες που μου δόθηκαν με αφοσίωση όπως ηλιοτρόπια στον ήλιο κι εγώ απόστρεψα το πρόσωπο
Πιο πολύ κι από εκείνες που μ’ αρνήθηκαν πριν χτυπήσει τρεις φορές το ρολόι το ματωμένο παράπονο μ’ εξουθενώνει των γυναικών που γκρεμίστηκαν στα πόδια μου κι αντί για ένα κλαδάκι ευγνωμοσύνης δέχτηκαν ανάμεσα στα μάτια σαν το πιστό σκυλί την πέτρα της αχαριστίας μου
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Ο
Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια της Κοζάνης.
Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και τις
διδακτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ιδιαίτερα
ενδιαφέροντά του εστιάζονται στην ποίηση και τη λογοτεχνική κριτική.
Ποιήματα και κριτικά του κείμενα γύρω από τη μεταπολεμική ελληνική
ποίηση και πεζογραφία δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες και
περιοδικά, λογοτεχνικά και φιλολογικά. Περισσότερα ποιήματα και την εργογραφία του ποιητή /ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ