Σελίδες

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Η Ποίηση της βροχής- Γιάννης Ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη


Ἀδέλφι
ἐδῶ βαθειά μου ἀνθίζει
ἕνας κῆπος γιὰ σένα.

Καθὼς ἔπεφτε ἡ βροχὴ
καὶ δὲν ἦταν ἕνα πράσινο φύλλο
γιὰ νὰ μὲ μάθει πῶς χαμογελοῦνε
ἐσὺ χτύπησες τὸ τζάμι μου
καὶ μοὔβαλες κρυφὰ καὶ σιωπηλὰ
στὴν ἔρημη παλάμη
τοὺς σπόρους τῆς ἀγάπης.

Εἶναι δικός σου ὁ κῆπος μου.

Πόσο κρύωνα τότε!

Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,

ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.

 Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
ποὺ μούσκεψαν τὰ μαλλιὰ
καὶ τοὺς ὤμους μου
ἀνάβουν μὲς τὴ ζέστα τῆς ἀγάπης
καθὼς ἀνάβουν ἕνα-ἕνα τ᾿ ἄστρα
στὸ βραδυνὸ οὐρανὸ τοῦ θέρους.

 Γιάννης Ρίτσος — Προσωπογραφίες μιας αρχαίας βροχής
ΙΧ
Αυτός ο αργοπορημένος γύρισε μέσα στη βροχή τα μεσάνυχτα.
Ο φύλακας τού άνοιξε την πόρτα.
Οι καμαριέρες τού στρώσαν το κρεββάτι.

Οι λύκοι ξάπλωσαν επίπεδοι μπροστά στα πόδια του.
Δεν είχε προσωπείο. Δεν ήταν άγαλμα.
Όχι. Δεν ήταν μόνος.

Κρατούσε μες στα χέρια του ένα μακρύ, σκληρό κι ευαίσθητο τραγούδι
Σαν το ραβδί των μάγων θέλοντας να μεταμορφώσει τη ζωή
σαν το ραβδί των τυφλών ψάχνοντας να εισχωρήσει στον κόσμο.


Στην άκρη του ραβδιού των τυφλών
Είναι συγκεντρωμένη η όρασή τους· η άκρη του ραβδιού τους
είναι το μάτι τους, βαθύ, εξοικειωμένο στο σκοτάδι. Οι τυφλοί
χτυπάνε το ραβδί τους, δοκιμάζουν τον αέρα, τη σιωπή, τη ρίζα, την
             πέτρα,
χτυπάνε το ίδιο τους το μάτι σ’ όλες τις πέτρες και πονάνε.
Εκεί που πονάνε, βλέπουν και γνωρίζουν.
Εκεί που βλέπουν και γνωρίζουν, δείχνουν.
Το ποίημα είναι ένα τεντωμένο δάχτυλο μες στη βροχή
που δείχνει τρέμοντας προς τη μεριά του ήλιου.

Οι ποιητές έχουν νικήσει την τυφλότητα.

Το 1943 Ἐκδίδεται ἡ «Παλιὰ μαζούρκα σὲ ρυθμὸ βροχῆς» μὲ τίτλο «Μακρινὴ ἐποχὴ ἐφηβείας» καὶ ἡ «Δοκιμασία», τὴ σύνθεση τῆς ὁποίας μὲ τίτλο «Παραμονὲς ἥλιου» ἀπαγορεύει ἡ γερμανικὴ λογοκρισία και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη της μητέρας του, Ελευθερίας Ρίτσου.
 
Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (αποσπάσματα)
Μαζεύτηκαν τα σύγνεφα στη δύση. Δεν είναι κόκκινα μήτε χρυσά.
Ένα χρώμα θαμπό μελιτζανί. Κ’ οι φωνές των παιδιών
πολύ μακρινές σα χαλασμένες φυσαρμόνικες
μέσα σε κάμαρες κλεισμένες όταν λείπει η μητέρα σε βεγγέρα
με κείνο το μωβ φόρεμα και τα μωβ μάτια
δυό μακρινά λιμάνια δίχως καΐκια. Συγνέφιασε πολύ.

Μην αργήσεις, μητέρα, θα βρέξει. Κ’ οι φωνές θα μείνουν μονάχες
σαν τ’ άδεια ποτήρια του νερού στο βραδινό τραπέζι,
τα ψίχουλα και τ’ άπλυτα πιάτα. Δε μπορώ. Κουράστηκα…

Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.
Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία
άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…
Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)
θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες
το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…
Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:
«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –
να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»

…Γύρισε η μητέρα.
Ω, να, σκουπίζει τώρα τα παπούτσια της στο διάδρομο
κι ο ήχος της ομπρέλας της που κλείνει. Πέρασε η βροχή.
Μοσκοβολάει όλο το σπίτι μουσκεμένη ρίγανη και ζεσταμένες
κουβέρτες.

Η βροχή θα ’χει σαπουνίσει όλα τα φύλλα ένα – ένα
όπως η μητέρα μας σαπούνιζε τα χέρια μας σαν είμαστε μικρά
παιδιά –
τα φύλλα θα γυαλίζουν σαν τα μάτια των παιδιών. Πιότερο ακόμη.
Τα φύλλα πράσινα. Κ’ η θάλασσα γαλάζια. Μεγάλος που ’ναι ο
κόσμος…
Πάνω στη βέρα της μητέρας νύσταξε το φως.
Σηκώνουν τα μαχαιροπήρουνα και τα ποτήρια απ’ το τραπέζι.
Λίγα ψίχουλα σκόρπια. Οι πετσέτες σωριασμένες
σαν άσπρα πουλιά με σπασμένες φτερούγες.

Το πιάνο πάλι κ’ η μαζούρκα πιο προσεχτική.
Η σκόνη γλύστρησε απ’ τα φύλλα. Κ’ η βροχή
που φεύγει με το βήμα της παλιάς μαζούρκας
μακριά – μακριά στο αγαπημένο βράδι. Η μητέρα
που βγάζει τις φουρκέτες της αργά σα να βγάζει
τις πρόκες απ’ τους τοίχους σε μια κάμαρα που ξενοικιάστηκε
και μένει μόνη αμήχανη στο σκοτεινό ελευθερωμένο αέρα της.


Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο. Πώς αργεί.
Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας
θα κουβαλήσει την καρέκλα του απ’ το πεζοδρόμιο
και θα σταθεί σκυφτός με σταυρωμένα χέρια πίσω απ’ τη τζα-
μένια πόρτα


Καλή βροχή. Θ’ ανοίξει πέρα στους αγρούς μικρές λακκούβες
ίσαμε μια παλάμη για να σπείρει αγριοβιολέτες και κυκλάμινα
θα γεμίσει τις γούρνες του δάσους για να πιουν τα ελάφια
θα κρεμάσει στους βράχους μικρούς καθρέφτες μακρουλούς
να κοιταχτούν οι γλάροι και να δέσουν τις γραβάτες τους.
Ύστερα ο ουρανός θα ροδίζει χαμηλά κατά τους λόφους με τα
λιόδεντρα…

 Απόσπασμα από το ποίημα -Σχήμα της απουσίας. 
 Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί 
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει
σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Υπερώον- Απόβροχο- Γιάννης Ρίτσος Σταμάτησε η βροχή.
Και τί να κάνεις πια
μ’ αυτές τις λίγες στάλες
που μείναν στο αδιάβροχο;
Άχρηστη καρτερία:
να βρίσκεις δικαιολογητικά
και ξένα επιχειρήματα
μπροστά στη νύχτα.


Αν χτυπήσεις τα πλήκτρα
με το βρεγμένο χέρι σου
θα βγουν οι λέξεις μουσκεμένες,
κι ύστερα; — τίποτα;

 Αθήνα, 16.III.85 ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος, "Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή" (απόσπασμα)

Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,

νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.

Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…


[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]
Γιάννης Ρίτσος, Ο λύχνος τών φτωχών και ταπεινών
    Στην αδελφή μου ΝΙΝΑ

Μόλις έπαψε το σούρουπο η βροχή
βγήκες αργά στον έρημο κάμπο
κοίταξες τον πλυμμένο ουρανό
και περίμενες τη νύχτα.

Είδες έναν κύκλο φωτεινό
γύρω στο φεγγάρι
κ’ είπες : πάλι θα βρέξει.

Κ’ είσουνα τόσο χαρούμενος
που κοίταξες τον ουρανό
που είδες το κίτρινο φεγγάρι
που άκουσες τη φωνή σου.

Κάτου απ’ τα μουσκεμένα δέντρα
περνούσε Εκείνος
μ’ ένα μικρό φανάρι στο δεξί του χέρι
να φωτίζει το δρόμο
μη σκοντάφτουν τα μαμούδια.
Μην ξεχάσεις τη λειτουργία της Κυριακής.

Μελέτη του χρόνου-Γιάννης Ρίτσος
Ι

Ο χρόνος και τα χρώματα του στα τζάμια της πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα του τραίνου παίρνει τον τόνο του ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ’ αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα-αν κάνεις να τ’ αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν-θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ’ αδιάβροχο σου και το καπέλο σου.
ΙΙ
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες της βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα ,_δε γαυγίζει.

Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελλα
_μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
_»Δε θα ξανάρθω, έλεγε, δεν θα ξανάρθω».

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
 ΩΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ-Γιάννης Ρίτσος

Ήρθαν οι πρώτες βροχές. Άλογα μουσκεμένα
στέκονται κάτω απ’ τα δέντρα με μισόκλειστα μάτια
κάνοντας πώς μασάνε λίγο ξερό χορτάρι
μέσα στη φθινοπωρινή τους άνοια. Η Μαρία
θα ’θελε να χτενίσει με τη χτένα της τη βρεγμένη τους χαίτη. ’Αλλά
οι τελευταίοι παραθεριστές έφευγαν κιόλας. Μια κότα
λίγο πιο κει κακάριζε ανάρμοστα. Κι ήταν μια λύπη
να βλέπεις πλήθος τα σπουργίτια πεινασμένα να χαμοπετάνε
στα τρυγημένα αμπέλια, να βλέπεις και τα σύννεφα
ν’ αλλάζουν, να σκίζονται, να τρέχουν παρ’ ότι
καρφωμένα εδώ κι εκεί με μαύρες πρόκες από κοράκια.
Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, γέρασε ή Μαρία.

Καρλόβασι, 28.VIII.87