Σελίδες

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ποιος ξέρει αν ποτέ σε ξαναδώ? -παραθέματα ποιητικού λόγου

Γιώργος Σεφέρης – αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μάρω

“η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο”

“πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..”

“ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει”

“μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.”

“αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.”

“Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει “Σταμάτησε. Σταμάτησε”. Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή.
-τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο….”

“…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ’ αυτόν μπορώ πια να περάσω.”

“Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.”

“κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο”

“Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυο πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου”

“Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς”

“ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη”

“όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρει τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”

“…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…”

“..είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..”

“μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.”

“τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..”

“Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα”

“Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη-θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.”

“όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δεν μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη….”

“Πόσα πράγματα που έχω να σου πώ ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…”

“…Αν είχα χρήματα, λες.
Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…”

“…Χτές πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα απο τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄είχε πάρει ο ύπνος.”

“…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;”

“…σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…”

“Σε συλλογίζομαι.
Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις.
Κι όλα αυτά είναι ό,τι είναι.
Κάποτε βαριά….”

“αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία”

“και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν”

“όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;”

“αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα”

“πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω , δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;”

“θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…”

“φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”

“ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…”

“δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα”   
 Βύρων Λεοντάρης, (από τη συλλογή «Εν γη αλμυρά»)
 Tώρα που δεν μπορώ παρά να σε θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα.

Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά;
Δε γίνεται.

 Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό.


Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει.


Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ‘ναι.

Αν δεν καώ εγώ,
αν δεν καείς εσύ,
αν δεν καούμε εμείς,
πώς θα γενούνε
τα σκοτάδια φως;(Ναζίμ Χικμέτ)

Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας(Τέλλος Άγρας)

Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,

τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!


Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...


Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.


(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).


Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.


Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.

(Πώλ Ελυάρ-Paul Éluard).
Ποτέ δεν υπάρχει απόλυτο σκοτάδι..
Πάντα υπάρχει, κάποιο παράθυρο ανοιχτό στην άκρη της θλίψης..
Ένα παράθυρο φωτισμένο...
Πάντα υπάρχει ένα όνειρο που ξαγρυπνά...
Επιθυμία να εκπληρώσεις, πείνα να ικανοποιήσεις...
Μια γενναία καρδιά...Ένα χέρι απλωμένο, ένα χέρι ανοιχτό...
Μάτια γεμάτη στοργή.. Μια ζωή να μοιραστείς μαζί της τη ζωή σου.
 Εγώ... ως και τα τουφέκια
Ως κι αυτά θα δεχόμουν να με σημαδέψουν!
Φτάνει μόνο - μαζί με αυτά -
να με σημάδευε κι η ματιά σου-
λίγο... πιο ψηλά από το μέτωπο!"Έρωτας"(
Μ-Λουντέμης)

Το βλεμμα σου με εκανε ξαφνικα να ξαναγεννηθω.
Ποιος ξερει αν ποτε σε ξαναδω?
Αλλου, μακρια από εδώ!Πολύ αργα!Ισως ποτε!
Γιατι που κρυβεσαι ,δεν ξερω ουτε εγω που πηγαινω
Αχ,εσυ που θα σ’αγαπουσα ,αχ,εσυ που το’ξερες!

--Σαρλ Μποντλερ--