Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ- Γεώργιος Δροσύνης
Όλα τα άνθη χαρωπά, με τη δροσιά λουσμένα,
Στης άνοιξης την αγκαλιά ανθίζουν ένα, ένα.
Μα κάθε τι, το πιο μικρό, τη μυρωδιά χαρίζει
Εις την καλή μητέρα του, όπου γι' αυτό φροντίζει,
Και όταν την πρωτομαγιά γιορτάζει τ' όνομά της
Η άνοιξη, γιορτάζουνε μαζί και τα παιδιά της.
Λουλούδια αν είμαστε εμείς, εσ' είσ' η άνοιξή μας
Μες στη δική σου αγκαλιά ανθίζει η ψυχή μας.
Αχ! πάρε την αγάπη μας και δως μας την ευχή σου·
Είναι για μας "πρωτομαγιά" η μέρα της γιορτής σου.
Τάσος Λειβαδίτης – Θυμάμαι (Μάνα)
Θυμάμαι το 36κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρει ένα καρβέλι ψωμί.
Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες .
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα, τραγούδια
νοιώθαμε να χορταίνουμε .
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα κι άκουγε σιωπηλή.
Μάνα, που είσαι , μάνα
έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια φέτα ψωμί
ήμουν μεγάλος, άντρας πια, κι έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει
για μας μάνα
μάνα
ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα και την παγωνιά
μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ‘στελνες την έγνοια σου.
Τώρα έφυγες , μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.
Μα απόψε, συγχώρα με, σε νοιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέρφια μου κι ο αγώνας μας που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά με γέννησε σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.
Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες στα αίματα όπως γεννιέται μια σημαία…
Μητρότητα- Τάσος Λειβαδίτης
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.
Μητέρα», της λέω, «μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;»
Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση.
Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη
……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.
Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972)
Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ -Nικηφόρος Βρεττάκος
Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
... τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.
Νικηφόρος Βρεττάκος''Από το ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ, 1929''
Πικρία ἐλαφρή.Μανούλα χάδια καὶ φιλιὰ μὲ πότισες καὶ ἥπια,
π’ ὅσο πλατὺ δὲν τὰ χωρεῖ τῆς λήθης τὸ νερό….
«Θὰ μεγαλώσης γιόκα μου» κι’ ὅμως ποτὲ δὲν μοὖπες
τίποτε γιὰ ἕνα γολγοθὰ κι’ ἕνα σταυρό…
-=-
ἦταν τῆς μοίρας; ἥσυχα κοιμοῦ μαννούλα τώρα….
ὅτι κι’ ἂν εἶναι ἀμίληχτα περνᾶ μὲ μᾶς συρτό!...
αἰώνια μεῖς θὰ φεύγουμε κι’ ἀτέλειωτα θὰ δίνη
ἕνας στὸν ἄλλο ἕνα σταυρό!...
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)-Nικηφόρος Βρεττάκος
Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγεhttp://nikiforosvrettakos.gr/lst/categorie/70
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.
Κική Δημουλά
[Στη μάνα μου]
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ'ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.
Σ'αυτό το μπαλκόνι
σ'αυτό το χαμόγελο
τ'απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.
Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.
Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ'όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:
"Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;"Δεν το 'ξερε.
Δεν το 'ξερε η ζωή της.
Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.
Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.
ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ἐμπρὸς ἐμπρὸς μὲ ἀκοῦτε; Ἐμπρὸς
ἀπὸ μακριὰ τηλεφωνῶ. Δὲν ἀκούγομαι
τί, ξεφορτίστηκε ἡ ἀπόσταση;
Ἀπὸ κινητὸ διάστημα μιλᾶτε;
Νὰ ξαναπατήσω τὸ μηδέν; Κι ἄλλο;
Μὲ ἀκοῦτε τώρα;
Ναὶ μοῦ δίνετε σᾶς παρακαλῶ τὴ μαμά μου;
Τί ἀριθμὸ πῆρα; Τὸν οὐρανὸ
αὐτὸν μοῦ ἔχουν δώσει. Δὲν εἶναι κεῖ;
Μπορῶ νὰ τῆς οὐρλιάξω ἕνα μήνυμα;
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πεῖτε της
εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι πέθανε κι ἐγὼ
μικρὸ παιδὶ κατουρημένο γοερὰ
μούσκεμα ὁ φόβος ὡς ἀπάνω
κι ἀκόμα νὰ στεγνώσει.
Νὰ ῾ρθεῖ νὰ τὸν ἀλλάξει.
Ἂν δὲν μπορέσει, τῆς λέτε ἀκόμα ὅτι
ὡρίμασε ἐκείνη ἡ παλιὰ φοβέρα της
πὼς θὰ μὲ φάει ὁ γέρος ἂν δὲν τελειώσω
τὸ φαγητό μου.
Ὡρίμασε ἔγινα γεῦμα γήρατος.
Ὄχι σὲ ταβερνάκι ὀνείρου.
Σὲ κάποιο λαϊκὸ μαγέρικο ποὺ ἄνοιξε
ὁ καθρέφτης.
Κικὴ Δημουλᾶ - Ἦχος ἀπομακρύνσεων
Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδ. Ἴκαρος, 2001
"Διψάς;" με ρώτησε
"Όχι μαμά"
"Κρυώνεις;"
"Όχι μαμά"
"Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω"
"Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να 'μαι παιδί, μάνα" της είπα
κι έμεινε.
Από τη συλλογή "για το Άλφα της στέρησης", εκδ. κύμα.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τύψεις
όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες -
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτή σα νά 'μαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς τ' αγαπημένα.
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνη
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει...
Αχ, πως μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί"
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.
1.
Λες και είχε κάνει κρυφή συμφωνία με τον θάνατο
πέθανε τη μέρα των γενεθλίων σου.
Φρόντισε έστω και καθυστερημένα
να σου χαρίσει αυτό που πάντα ζητούσες -
μια νεκρή μητέρα.
Τώρα, ελεύθερη πιά,
είσαι έτοιμη να δεχτείς με ανακούφιση
το τελευταίο, πολύτιμο δώρο της.
Μπορείς χωρίς ενοχές
να χύσεις πάνω στον τάφο της
όλα τα δάκρυα του μίσους σου
και ν' αρχίσεις επιτέλους να ζείς.
Μόνη.
Σημαδεμένη από αυτή την απροσδόκητη χειρονομία
για πάντα.
____
(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009)
Χάρης Βλαβιανός, "La madre è (finalmente) morta (2)"
2.
Στην άκρη του γυμνού δωματίου ένα φέρετρο.
Ένα φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Ένα φέρετρο.
Στην άκρη.
Του γυμνού δωματίου.
Ό,τι άλλο κι αν δουν τα κουρασμένα μου μάτια
δεν θα ξεχάσω ποτέ
το φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Το φέρετρο.
Ανοιχτό.
Μέσα εσύ.
Όμορφη ακόμη.
Παγωμένη. ("Αγγιξα τα δάχτυλα σου.)
Με τα μάτια όχι εντελώς κλειστά.
Σου μιλάω.
Άκου.
Είμαστε ακόμη εδώ.
Είμαι ακόμη εδώ.
Δίπλα σου.
Άκου.
Σ' αγάπησα.
Πολύ.
Σ' αγάπησα.
Όμως____
(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009)
ΠΗΓΗ
Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.