Σελίδες

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ποιήματα για τον μήνα Ιούνιο


Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες.

 Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο.

 Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών.

Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια. 



Πάμπλο Νερούντα. Ένα ποίημα για τον Ιούνιο-Μετάφραση Γ. Κεντρωτής

(Η Σιγαλιά είταν πράσινη)

Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·

κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα· 

κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου 

νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι

στα δύο.
Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω, 

με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·

πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,

τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.


Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου

λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων τον ήλιο, 

και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·

για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο

 το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,

την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες. 


27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. Κ-Π-Καβάφης, Κρυμμένα

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά

σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα

κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,

πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο

και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε

«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».


Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας

κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν

με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας

το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,

η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα

και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·

«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,

«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου». 

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 


      ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-Οδυσσέας  Ελύτης (απόσπασμα)
  ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

        με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

                                  Δείχτης ήμουν εγώ

Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη

ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

        Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη

        καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών

        Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -

Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι, «Ιούνιος»

“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει

και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ

κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα

των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν

στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου


Όταν ξαναξυπνήσω/ μες στο κορμί σου

που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού

Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό

χρώμα/ του ώριμου σταριού

Στη διαφάνεια/ του νερού

το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου

θα θαμπώσει


Καθώς θα ξεπετιέσαι

απ’ τις ηχηρές/ πλάκες

του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας

Στις κινούμενες/ κόψεις

της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις

Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή

στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις

Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις

Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό


Ύστερα θα δω γαληνεμένος

στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου

να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών

Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει

όπως/ την ώρα ετούτη

στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά


Τον ύπνο μου έχασα

Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου

σαν πυγολαμπίδα

Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”
Νίκος Γρηγοριάδης, Λίγος Ιούνης (9 - 12)

Λίγος Ιούνης

9

Νύχτωσε τόσο ξαφνικά

εκεί στο κέντρο τού μυαλού

που δεν ξέρεις αν είναι ο βάλτος που βουρκώνει

ή το βουβό το κλάμα που ρέει

στα έγκατα της μνήμης.


Κι ήταν εκείνη την ακαθόριστη στιγμή

που δεν μπορείς, όσο κι αν είσαι εξασκημένος,

να το μαντέψεις από σημάδια ασφαλή

αν ξημερώνει ή αν

θα σε βρει

η νύχτα.


10

Και τώρα σε ποιους δρόμους πια

θα συναντήσεις τα χρώματα

που έχουν εξαίσια βαφτεί απ' τη ματιά της;


Ολοένα η άμμος τρίβεται στα μάτια

κι ολοένα η θάλασσα μαυρίζει και φουσκώνει.

Μόνη η μνήμη κρατάει αναλλοίωτη το χρώμα της.

11

Την ώρα την ανέλπιστη

πήρε και μαύρισε το σπίτι

σαν το ξερό το κούτσουρο που τρίζει,

λίγο προτού πάρει φωτιά και γίνει

στάχτη.

12

Πώς μπόρεσες, χέρι μου άγνωμο,

να ρίξεις τόσο μαύρο

μες στην αιθρία και καρβούνιασες

το λαμπερό διαμάντι,

συ που γλιστρούσες τρεμουλιάζοντας

ανάσα πάνω στο κορμί της;

Από τη συλλογή Δειγματοληψία Β' (1996)
Μέρες του Ιουνίου ’41-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια

κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του

κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου *

μες στο σκοτάδι της καρδιάς — τρεις φίλοι.


Ποιός θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;

Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας

με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια

σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·

πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο

με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας

λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.

Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά

και σαν ξεριζωμένες ρίζες.


Η δίψα μας

ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος

στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου

δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται

ξενιτεμένη εδώ τριγύρω

κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.

(Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης ‒ Σεπτέμβρης 1941)

Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»

                     (απόσπασμα)

“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας

σε  τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…

Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα

που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…


Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε

το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.

Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…

της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε

μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα

πρωτόγονη ακυβέρνητη…

κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.


Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες

εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…

Και τότε ορθώθηκα

κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα

το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…


Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…

Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα

με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…

κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.


Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα

χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…

Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα

και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…


Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί

στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.

Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα

δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.


Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός

σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.

Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε

μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”


Frederick Childe Hassam (American painter, 1859-1935)
Γιάννης Ρίτσος - Ἐρωτικὴ ἱστορία (γ)

Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,

κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.

Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος

πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο

ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.


Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,

μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του

ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.


Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος

νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου

κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι

ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας. 

Γιάννης Ρίτσος, [Ιούνιος μήνας]

“Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –

άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι

ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,

μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη

καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.


Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.

Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.

Ένα πουλί ξύπνησε.

Το ποτάμι κυλούσε.

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση

σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του

κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους

όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.”

Κική Δημουλά, «Ζούγκλα»-(απόσπασμα)
Η εξοχή βρισκόταν στην ήβη/ και το πράσινο ασελγούσε.Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας/ έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.Πιανόταν και πηδούσε/ από κλαδί δέντρων και αισθήσεων,Ταρζάν  ταινίας μικρού μήκους/ που κυνηγάει αθέατα θηρίαστη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας. 
Το δάσος υποσχότανε πουλιά/ και φίδια.Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων. 
Το φως έπεφτε καταπέλτης, σε ό, τι δεν ήταν φως,κι η ερωτομανής λαμπρότηςπαράφορα φιλούσε κι ό, τι δεν ήταν έρωτας,μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.