Σελίδες

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος- Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα

«ΔΙΑΛΥΣΗ»:
Σχήματα διαλυμένα, κινούμενα - η πολλαπλή ανησυχία
κ' η επίβουλη ρευστότητα - ν' ακούς το θόρυβο του νερού ολόγυρά σου
αστάθμητο, βαθύ, ανεξέλεγκτο κ' εσύ ανεξέλεγκτος, ελεύθερος σχεδόν.
Ήρθαν, σε λίγο, απορημένες γυναίκες
και κάτι γέροντες μαζί, με σταμνιά, τενεκέδες, κατσαρόλες,
πήραν νερό για τις ανάγκες του σπιτιού. Το νερό πήρε στάσεις.
Σώπασε το ποτάμι σα ν' άδειασε. Νύχτωνε. Κλείσαν οι πόρτες.
Μονάχα μια γυναίκα, χωρίς στάμνα, απόμεινε έξω, στον κήπο,
διάφανη, υδάτινη στο φεγγαρόφωτο, μ' ένα λουλούδι στα μαλλιά της.
15.V.68
(Από την έκδοση)
ΠΗΓΗ

Γιάννης  Ρίτσος-Και διηγώντας τα

Έτσι που ξέπεσαν οι ανθρώποι, οι ιδέες, οι λέξεις, μήτε πια που νοιαζόμαστε
για παλιές ή για πρόσφατες δόξες, για βιογραφίες του Αριστείδη· κι αν κανένας
κάνει καμιά φορά να θυμηθεί τους Τριακοσίους ή τους Διακοσίους, μεμιάς οι άλλοι
τον σταματούν με περιφρόνηση, ή σκεπτικισμό τουλάχιστον. Μα κάποιες ώρες σαν και τούτες,
που ξανοίγει ο καιρός, — μια Κυριακή, σε μια καρέκλα, κάτω απ’ τους ευκάλυπτους,
μέσα σε τούτο το αδυσώπητο φως, — μια μυστική νοσταλγία μάς κυριεύει
για τις παλιές λαμπρότητες — κι ας τις λέμε φτηνές. Σαν ξεκινούσε η πομπή με τα χαράματα —
ο σαλπιγκτής μπροστά και πίσω τ’ άρματα κατάφορτα κλώνους μυρτιάς και στεφάνια,
ύστερα ο μαύρος ταύρος, παραπίσω οι έφηβοι με υδρίες κρασί και γάλα
για τις σπονδές των νεκρών, κι ωραίες φιάλες με αρώματα και λάδι —
Μα πιότερο θαμβωτικό, στο τέλος τέλος της πομπής, ντυμένος ολοπόρφυρα,
ο άρχοντας των Πλαταιών, που ολοχρονίς δεν του επιτρέπονταν
ν’ αγγίξει σίδερο και να φορέσει άλλο από άσπρα, τώρα, στα ολοπόρφυρα
και με μακρύ σπαθί στη μέση, να διασχίζει μεγαλόπρεπα την πολιτεία
κρατώντας μιαν υδρία απ’ τα δημόσια σκεύη, ώς τους τάφους των ηρώων.
Κι όταν,
μετά το πλύσιμο των επιτάφιων στύλων και τις πλούσιες θυσίες, εσήκωνε
το κύπελλο με το κρασί και χύνοντάς το στους τάφους, απάγγελνε:
«Παρουσιάζω το κύπελλο τούτο στους γενναιότατους άντρες, που πέσανε
για την ελευθερία των Ελλήνων», — ρίγος μέγα διαπερνούσε τους γύρω δαφνώνες·
ρίγος που ακόμη ώς τώρα διαπερνά τα φύλλα ετούτων των ευκάλυπτων
κι αυτά τα μπαλωμένα ρούχα, τα πολύχρωμα, τ’ απλωμένα στο σκοινί της μπουγάδας.
Λέρος, 22.III.68

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα.
Κόκκινη κλωστή -Γιάννης Ρίτσος
Περίφημο το ιερό του Ποσειδώνα που ίδρυσαν στη Μαντινεία
ο Αγαμήδης και ο Τροφώνιος — καθόλου διάδρομοι και θύρες,
μόνο μια μάλλινη κλωστή ερυθρόχρωμη σφαλούσε τις εισόδους
που οδηγούσαν μες στο άδυτο. Κανείς δεν επιτρέπονταν να εισδύσει
εκεί που αστείρευτη πηγή αλμυρού νερού κυλούσε. Ο Αίπυτος,
ο ισχυρογνώμων βασιλιάς, έκοψε την κλωστή και μπήκε. Ωστόσο
την πλήρωσε ακριβά — βγήκε τυφλός και πέθανε σε λίγο.
Και τώρα εμείς πολύ καλά καταλαβαίνουμε τη σημασία
κείνης της κόκκινης κλωστής, γιατί, παρόλους
τους εύκολους συσχετισμούς με τις κλωστές εκείνες
της Μοίρας ή της Αριάδνης ή τις άλλες τις δικές μας
των λαϊκών παραμυθιών, ή την κλωστή στο έμπα του Μάρτη
που φτιάχνουν δαχτυλίδια, πάντοτε ανεξήγητη μας μένει.
Και πάντα απ’ το θεό μας μια κλωστή μονάχα μας χωρίζει
που τύφλωση και θάνατο σημαίνει αν θα την κόψεις.
Καρλόβασι, 26.VΙ.69

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα

Γιάννης Ρίτσος-Η απόγνωση της Πηνελόπης
Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, — όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γύρισαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας καρτερίας.
Λέρος, 21.ΙΧ.68

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα.
ΠΗΓΗ