The Old Violin by Howard Pyle, 1894.Ο μουσικός (Τάσος Λειβαδίτης…Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ……ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι. |
Βιολί για Μονόχειρα
Τάσος Λειβαδίτης
"Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον..."
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω -- ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο, ή μάλλον να το πω αλλιώς: το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου, αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου λένε -- έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους τρελούς -- τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να μεγαλώσει, κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης μόδας,
μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου, καθ' ότι αλκοολικός και διότι άρχισε να βρέχει σε παλιούς μακρινούς καιρούς κι απ' το παράθυρο έρχεται η μυρωδιά των κυπαρισσιών σαν μια μουσική που μαντεύεις το τέλος της -- ενώ η γριά μου εξηγούσε την ανάσταση του Κυρίου, «φοβόταν μήπως αλλιώς τον λησμονήσουν» έλεγε, όσο για μένα, προτιμώ να κρεμάσω ένα ρολόι στο γιλέκο μου, παρά να κρεμαστώ εγώ -- θα ήταν τότε σαν να εξηγούσα πολλά πράγματα, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του -- ήμουν τόσο εξουθενωμένος που στους διαβατικούς καθρέπτες που κοιτάχτηκα δεν είδα παρά την ανείπωτη λέξη, και μην έχοντας τίποτα καλύτερο κάθομαι και θησαυρίζω, (εν αγνοία τους, βέβαια, αφού μου είχανε πάντα γυρισμένες τις πλάτες) αλλά δεν ξοδεύω και αρκούμαι στο μακρινό σφύριγμα του τρένου, που ανορθώνει, σαν άνθρωπο,
το σκυλί και ρίχνει κατιτί μες στο κουτί του ζητιάνου -- γιατί το ξέρω ότι ματαιοπονώ, κι οι σελίδες που γράφω θολώνουν κιόλας από κάμαρα σε κάμαρα και στο φως της λάμπας το βράδυ θα έχουν μια άλλη σημασία και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις, αντίο, λοιπόν, καλή μου εγκαρτέρηση, εγώ πάω ν' ασχοληθώ με τους τρελούς μου
ή μάλλον θα πω για τα παπούτσια τους,
τόσο αφρόντιστα σαν να τους τα φόρεσε ένα χέρι που ήξερε περισσότερα κι ίσως, αν σφύριζα πιο αμέριμνα, όλα να 'χαν πάει καλά ή αν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής, όπως αυτός ο γελοίος σταθμάρχης που πληρώνεται για να μη μ' αφήνει να ταξιδέψω ή σαν τον ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος.
Το "Βιολί για μονόχειρα" εκδόθηκε το 1977
και το 1979 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. |