Ο Νοέμβριος, ή Νοέμβρης, ή Αεργίτες (ποντιακά), ή Βιέστ (Αρβανίτικα) είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 30 ημέρες. |
Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό novem = 9 γιατί ήταν ο 9ος
μήνας του ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου. Με το Νοέμβρη αντιστοιχεί ο αρχαίος μήνας Νημακτηρίων, ο αρχαίος αιγυπτιακός Αιθήρ και η περίοδος μεταξύ Μπριμέρ Φριμέρ της Γαλλικής επανάστασης. Οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερώσει στον Ποσειδώνα και γιόρταζαν τα Ποσειδώνια.
Ο λαός τον αποκαλεί Βροχάρη (γιατί πέφτουν πολλές βροχές), Χαμένο
(γιατί έχει τις μικρότερες σε διάρκεια ημέρες)
Ανακατεμένο (από τον άστατο καιρό), Σκιγιάτης (σκιά, νύχτα), Κρασομηνάς (επειδή τότε άνοιγαν τα καινούρια κρασιά) Αγιομηνάς (του Αγ. Μηνά), Φιλιππιάτης (του Αγ. Φιλίππου) Αντριάς (του Αγ. Ανδρέα), Αϊ-Ταξιάρχης, Αρχαγγελίτης ή Αρχαγγελιάτης, Αϊ-Στράτης, Αϊ-Στράτηγος και Σποριάς
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Νοέμβρη οργώματα κι ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές».
«Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες».
«Η Πούλια βασιλεύοντας, το μήνυμά της στέλνει.
Ούτε τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους». «Άι- Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνα: -Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ' Άι- Φιλίππου αυτού είμαι». «Αν τ' Άη Φιλίππου λείπω, τ' Άγια, των Αγιών δε λείπω». «Ο άη- Μηνάς εμήνυσε, πούλια μη ξημερώσει». «Ο Νοέμβρης έκλεισε, τα ζευγάρια είν΄ στο στάβλο κι ούτε ζευγάς στον κάμπο». «Ο Νοέμβρης σαν θα έλθει τα γομάρια μέσα κλείνει». «Οποίος σπείρει τον Νοέμβρη ούτε σπόρο δεν Θα πάρει». «Όταν έρθει ο Νοέμβρης σιγομπαίνει ο χειμώνας». «Σ' τσι τριάντα, τ' Αγι-Αντριός, αντριεύεται το κρύο».
«Της ελιάς το φύλλο κι αν χαθεί, πάλι θε να ξαναβρεθεί».
«Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, το Νοέμβρη παραμύθια».
«Του Σαρανταμέρου η μέρα «καλημέρα» - «καλησπέρα».
Γράμμα το Νοέμβριο (Σίλβια Πλαθ)Αγάπη μου, ο κόσμος ξαφνικά αλλάζει, αλλάζει χρώμα. Το φως του δρόμου ξεχύνεται σκίζοντας τους μακρόστενους καρπούς του ψυχανθούς εννιά η ώρα το πρωί. Είναι η Αρκτική. Αυτός ο μικρός ο μαύρος κύκλος, με την καστανόξανθη μεταξένια χλόη του – μαλλιά μωρού. Υπάρχει στον αέρα ένα πράσινο, απαλό, απολαυστικό. που με θάλπει τρυφερά. Είμαι ξαναμμένη και ζεστή. Νομίζω πως είμαι τεράστια, είμαι τόσο βλακωδώς ευτυχισμένη, οι γαλότσες μου πλατσουρίζουν και πλατσουρίζουν βαθιά μέσα στο όμορφο κόκκινο. […………………………………………………..] Ω αγάπη μου, ω άσπιλε. Κανείς εκτός από μένα δεν περπατά σε τούτο τον υγρότοπο μέχρι το κόκαλο βρεγμένος. Τα αναντικατάστατα χρυσαφιά ματώνουν και βαθαίνουν, τα στόματα των Θερμοπυ- λών. (Σίλβια Πλαθ, Ποιήματα, εκδ. Κέδρος) Letter In November - Poem by Sylvia PlathLove, the worldSuddenly turns, turns color. The streetlight Splits through the rat's tail Pods of the laburnum at nine in the morning. It is the Arctic, This little black Circle, with its tawn silk grasses -- babies hair. There is a green in the air, Soft, delectable. It cushions me lovingly. I am flushed and warm. I think I may be enormous, I am so stupidly happy, My Wellingtons Squelching and squelching through the beautiful red. This is my property. Two times a day I pace it, sniffing The barbarous holly with its viridian Scallops, pure iron, And the wall of the odd corpses. I love them. I love them like history. The apples are golden, Imagine it --- My seventy trees Holding their gold-ruddy balls In a thick gray death-soup, Their million Gold leaves metal and breathless. O love, O celibate. Nobody but me Walks the waist high wet. The irreplaceable Golds bleed and deepen, the mouths of Thermopylae. Άνεμος του Νοεμβρίου – Τάσος Λειβαδίτης- ''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνεςγιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν. Τάσος Λειβαδίτης ''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''Διαβάστε εδώΗ δόξα των ανέμων – Μάνος Ελευθερίου Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων – γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής. Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς. Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική. Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς. Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς. Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά. Να κατακτήσεις και το μπλέ που είναι στον Άδη. Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά. Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί. Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί. Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια. Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό. Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω. Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος – διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές. Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος να το φορέσουν των ανέμων εραστές. Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό. Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό. Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή. Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή. Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις. Η νομιμότητά σου εξωπραγματική. Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική. Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων. Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών. Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον. Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών. Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά. Η Πόρτα της Πηνελόπης, 2003
Οκτάβιο Παζ, «Μετ’ επιστροφής»
“Λασπωμένος Νοέμβρης,
πέτρες λερές και οστά που μαυρίσαν
απροσδιόριστα χτίρια.
Από καμάρες πέρασα και γέφυρες διαβήκα,
ήμουν γεμάτος ζωή και αυτήν εζητούσα.
Στη σάλα της σελήνης
αιμορραγεί το φως. Άνθρωποι ψάρια
ανταλλάσσουν ψυχρούς στοχασμούς.
Ήμουν ζωή γεμάτος και αντίκρισα
φαντάσματα πολλά,
όλα με σάρκες και οστά κι άπληστα όλα.
Πύργος τοπάζι και αίμα,
μαύρες πλεξούδες και στήθη κεχριμπάρι,
η υπόγεια δέσποινα.
Τίγρη, δαμάλα, χταπόδι, φλογισμένος κισσός:
μου έκαψε τα κόκαλα μου ρούφηξε το αίμα.
Κρεβάτι, πλανήτης πεθαμένος
οφθαλμαπάτη η νύχτα και το σώμα,
κι η δέσποινα, μία στήλη από αλάτι.
Να φας το λείψανό μου, ήλιε του οροπεδίου:
ήμουνα ζωντανός και πήγαινα το θάνατο γυρεύοντας.”
(Οκτάβιο Παζ.\, Η πέτρα του ήλιου κι άλλα ποιήματα, Ίκαρος)
Όλα τα μάτια/ ήταν ανοιχτά
κατάντικρυ στη μοναξιά/ με δάκρυα ξεπλυμένη.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Τα πράσινα κυπαρίσσια/ φύλαγαν την ψυχή τους
ζαρωμένη απ’ τον άνεμο/ και οι λέξεις ίδιες κλαδευτήρια
θέριζαν την ψυχή των λουκλουδιών.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Ο ουρανός μαραίνονταν.
Ω βραδινό, σκλάβε των νεφελών,
σφίγγα τυφλή!/ Οβελίσκοι και καμινάδες
φτιάχνανε πομπές από σαπουνόφουσκες.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Οι ρυθμοί καμπυλώναν,/ και καμπύλωνε ο αγέρας.
Πολεμιστές από καταχνιά
φτιάχνανε με τα δέντρα/ καταπέλτες.
Ντριγκ ντογκ ντιγκ ντογκ
Ω βραδινό,/ βραδινό του παλιού φιλιού μου,
μακρινή του ίσκιου μου τυραννική ιδέα,
δίχως καμιά χρυσή αχτίδα!
Κασκαμπέλι απατηλό.
Βραδινό σωριασμένο/ σε πυρές σιωπής.
Ντιγκ ντογκ ντιγκ ντογκ.
( Φ. Γκ. Λόρκα, Ποιητικά άπαντα, τ. α’, Εκάτη)
Κική Δημουλά, [Αδιατάρακτος Νοέμβρης]
[…] Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης
με σημαίες παντού χθεσινής βροχής
παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –
δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.
Το στρογγυλό λιβάδι σαν περιβραχιόνιο
στην ελεύθερη εξάπλωση της φύσης
και πάλι έσκυβα να πιω μέσα από την ίδια ακινησία
που έπιναν σκυμμένα εκείνα τα μουλάρια.
Αστραφτερή η διάταξη του ήλιου
πάνω στο τρίχωμά τους
δεμένη χαλαρά σε ζουζουνιού κορμό
για να μη φύγει. […]
(απόσπασμα από το ποίημα «Ατροφικό ένστικτο»,
Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)
November - Poem by Thomas HoodNo sun - no moon!No morn - no noon -No dawn - no dusk - no proper time of day.No warmth, no cheerfulness, no healthful ease,No comfortable feel in any member -No shade, no shine, no butterflies, no bees,No fruits, no flowers, no leaves, no birds! -The month of November in paintings
|
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017
Ο Νοέμβριος στην ποιήση και τη ζωγραφική
Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017
Μελισσάνθη - Ποιήματα
Μελισσάνθη (1907-90): φιλολογικὸ ψευδώνυμο
τῆς Ἤβης Κούγια-Δασκαλάκη, ποιήτριας ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 1907 και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών. Ασχολήθηκε με την ποίηση και το 1930 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή (Φωνές εντόμου).
Η δεύτερη συλλογή της (Προφητείες) απετέλεσε φιλολογικό γεγονος, και μάλιστα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης καυχιόταν ότι παρουσίασε πρώτος αυτό το ποιητικό «φαινόμενο», που «πραγματικά αγγίζει το θαύμα». Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη κ.α.
Απεβίωσε στις 9 Νοεμβρίου 1990, ταλαιπωρημένη από τον καρκίνο, και ενταφιάστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν παντρεμένη από το 1932 με τον δικηγόρο και πολιτικό Ιωάννη Σκανδαλάκη.
Εκτός από τις επιμέρους τιμητικές διακρίσεις έργων της, η Μελισσάνθη τιμήθηκε για το σύνολο της ποιητικής προσφοράς της με το παράσημο Χρυσό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος της Ευποιίας.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχὴ καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστικὴ ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα -
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.
Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.
Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὕπνου
Σπλαχνικὸς εἶναι ὁ ὕπνος
γιὰ τὴν ἀβέβαιη ὕπαρξή μας.
Γιὰ τὴν ἀδύνατή μας μνήμη
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ μεγάλη ἀγρύπνια
γιὰ τὸ ἄστατό μας χέρι,
γιὰ τὴν ἀπρόσεχτη καρδιά μας,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸ μαχαίρι τῆς Ἀγάπης
ποὺ τὴ βυθομετρᾶ,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ φωτιά τῆς ὕπαρξης!..
Ἀνάμεσα ξύπνου καὶ ὕπνου ὀνειρευόμαστε
ὅλες οἱ μέρες μας νὰ λαμπαδιάσουν
σὲ μιά καὶ μόνη φλόγα
ν' ἀναλωθοῦν σὲ μιά βαθειάν ἀνάσα
μέσα στὸ ζωντανό πῦρ τοῦ θεοῦ
οἱ τρόμοι μας ὅλοι νὰ γίνουν μία κραυγή μεγάλη,
ποὺ μ' αὐτὴ θ' ἀναμετρήσουμε
τὴν ἄβυσσο τῆς Θείας Ἀγάπης
μέσα στὴν ἴδια τὴν καρδιά μας.
Οἱ Ἄγγελοι, ποὺ καθαρή φλόγα ἀνασαίνουν,
μᾶς βλέπουν ν' ἀποστρέφουμε τὸ πρόσωπο,
νὰ φεύγουμε τὴ ζωή,
νὰ μὴν μποροῦμε ν' ἀποδιώξουμε τοῦ ὕπνου τὴν κίνηση
ποὺ μᾶς σφαλᾶ τὰ βλέφαρα σὰν ἕνα χέρι,
νὰ σβήνουμε, νὰ διαλυόμαστε σὲ στάχτη
νὰ μᾶς παγώνῃ ὁ θάνατος
γιατὶ φοβόμαστε τὴ φλόγα ν' ἀνασάνουμε
φοβόμαστε, δειλιάζουμε ν' ἀδράξουμε
ἀπὸ τὴν κόψη της κάθε στιγμή
μὲ τὸ σπαθί της νὰ νικήσουμε τὸ πρόσκαιρο
καὶ βιάζοντας τὴν πύλη τοῦ Καιροῦ
νὰ μεταλάβουμε φωτιά ἀρχαγγελική,
χίλιες καμπάνες τὸν ἀντίλαλο νὰ πάρουν
κι ὁ θάνατος σὰν τρομαγμένο νὰ φεύγῃ πουλί
ὁ Κόσμος σὲ μίαν ἀστραπὴ ν' ἀποκαλύψῃ
στὰ ἔκπληχτα μάτια μας τὸ μυστικό του
μεμιᾶς τὸ νόημά του νὰ φανερωθῇ
σὰν τὴν κρυμμένη φλόγα ἀπ' τὸν ἄνεμο –
μᾶς βλέπουν νὰ δειλιάζουμε, νὰ σκύβουμε στὰ βάθη
ποὺ ἀνοίγει μέσα μας ὁ κεραυνός,
γιατὶ ἡ ἀγάπη τους μονάχα μᾶς μετρᾶ
μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας μας,
γιατί ἡ ἀγάπη τῶν ἀγγέλων οἶκτο δέν γνωρίζει
κ' ἡ ὄψη τους κόβει σὰν σπαθί
τὴ σάρκα μας θανατερά πληγώνει,
σὲ τέφρα πέφτει ἡ γήινη καρδιά μας
μὲ τὴν προσέγγιση τῆς μυστικῆς φωτιᾶς,
μὲ τέτοιο τίμημα μᾶς δίδουν τὸ Μεγάλο Δίδαγμα...
Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς
Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς εἶναι ἀπὸ κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σὰν ἀπὸ πάγο.
Ἐκεῖ χορεύουνε τὰ πάντα ἀθόρυβα
κι ὅλες οἱ εἰκόνες διαθλῶνται στὸ ἄπειρο.
Τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παράπονα
ἀφήνουν τὸ λεπτό ἦχο τῆς κιθάρας
Τῶν σιωπηλῶν πλασμάτων τὰ χαμόγελα
ρόδινη ἀνταύγεια ὑψώνουν στὰ μεσούρανα
καὶ τὰ βαθιά βλέμματα τῆς ἀγάπης
ἀνάβουν φλόγες πυρκαγιᾶς γαλάζιες.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς ὅ,τι εἶναι γνήσιο
σὰν μιὰ καμπάνα ἀκούγεται γιορτάσιμη
ποὺ ἀνοίγει βουερούς θόλους στὰ οὐράνια.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς συχνά ἀκροάστηκα
τὶς σημένιες κωδωνοκρουσίες
ποὺ ὑψώνει κάποιο σμῆνος γερανῶν.
Σὲ γάμους μυστικούς, σὲ λιτανεῖες,
σὲ τελετὲς οὐράνιες παρευρέθηκα
στὴ χώρα τῆς σιωπῆς πού εἰναι ἀπὸ κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σὰν ἀπὸ πάγο...
καὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.
Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ
τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.
Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.
Τ᾿ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.
Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!»
ΠΗΓΗ
Ονειρευόταν την ομορφιά κι έσκυβε πάνω απ’ το νερό
να την γνωρίσει στο πρόσωπό του
Έβλεπε φύλλα κι ανταύγειες έναν ανάστροφο,
υδάτινο ουρανό σκιές και λάμψεις απατηλές
κι ονειρευόταν πάντα.
Κάποτε τρόμαξε τόσο
Σαν είδε την ανάστροφή του εικόνα
—μέσα σε κύκλο κλειστό βλέμμα ακίνητο,
παγωμένο στο θάνατο δοσμένο,
πρόσωπο παραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψη
Τον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισία
που πνίγηκε μες στο νερό
Σαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό του
στο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίο αλλιώτικα ζωντανό.
Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθους
όλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία —κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή—
Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμου
όλα καθρεφτίζονται ανάστροφα καθώς το δέντρο στο ποτάμι.
του σκοτεινού μου συζύγου
κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό
την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω
Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής
πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή
Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα
είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο
κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα
Κανείς δεν γίνεται με το θνητό του σώμα
ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά
Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται
τα μάτια καίγονται στεγνώνουν —
μ’ από ’να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα
μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα
— Λόγια δεν έχει ο Άδης να σου μάθει
μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει
την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη
Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
κι αν γίνεται, μαντέψετε ποιό είναι του Άδη το χρώμα.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
τῆς Ἤβης Κούγια-Δασκαλάκη, ποιήτριας ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 1907 και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών. Ασχολήθηκε με την ποίηση και το 1930 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή (Φωνές εντόμου).
Η δεύτερη συλλογή της (Προφητείες) απετέλεσε φιλολογικό γεγονος, και μάλιστα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης καυχιόταν ότι παρουσίασε πρώτος αυτό το ποιητικό «φαινόμενο», που «πραγματικά αγγίζει το θαύμα». Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη κ.α.
Απεβίωσε στις 9 Νοεμβρίου 1990, ταλαιπωρημένη από τον καρκίνο, και ενταφιάστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν παντρεμένη από το 1932 με τον δικηγόρο και πολιτικό Ιωάννη Σκανδαλάκη.
Εκτός από τις επιμέρους τιμητικές διακρίσεις έργων της, η Μελισσάνθη τιμήθηκε για το σύνολο της ποιητικής προσφοράς της με το παράσημο Χρυσό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος της Ευποιίας.
Πιστεύω
Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχὴ καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστικὴ ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα -
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!
Ἄς...
Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...
laura makabresku silent evenings
Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται...
Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρηποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.
Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.
Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὕπνου
Σπλαχνικὸς εἶναι ὁ ὕπνος
γιὰ τὴν ἀβέβαιη ὕπαρξή μας.
Γιὰ τὴν ἀδύνατή μας μνήμη
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ μεγάλη ἀγρύπνια
γιὰ τὸ ἄστατό μας χέρι,
γιὰ τὴν ἀπρόσεχτη καρδιά μας,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸ μαχαίρι τῆς Ἀγάπης
ποὺ τὴ βυθομετρᾶ,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ φωτιά τῆς ὕπαρξης!..
Ἀνάμεσα ξύπνου καὶ ὕπνου ὀνειρευόμαστε
ὅλες οἱ μέρες μας νὰ λαμπαδιάσουν
σὲ μιά καὶ μόνη φλόγα
ν' ἀναλωθοῦν σὲ μιά βαθειάν ἀνάσα
μέσα στὸ ζωντανό πῦρ τοῦ θεοῦ
οἱ τρόμοι μας ὅλοι νὰ γίνουν μία κραυγή μεγάλη,
ποὺ μ' αὐτὴ θ' ἀναμετρήσουμε
τὴν ἄβυσσο τῆς Θείας Ἀγάπης
μέσα στὴν ἴδια τὴν καρδιά μας.
Οἱ Ἄγγελοι, ποὺ καθαρή φλόγα ἀνασαίνουν,
μᾶς βλέπουν ν' ἀποστρέφουμε τὸ πρόσωπο,
νὰ φεύγουμε τὴ ζωή,
νὰ μὴν μποροῦμε ν' ἀποδιώξουμε τοῦ ὕπνου τὴν κίνηση
ποὺ μᾶς σφαλᾶ τὰ βλέφαρα σὰν ἕνα χέρι,
νὰ σβήνουμε, νὰ διαλυόμαστε σὲ στάχτη
νὰ μᾶς παγώνῃ ὁ θάνατος
γιατὶ φοβόμαστε τὴ φλόγα ν' ἀνασάνουμε
φοβόμαστε, δειλιάζουμε ν' ἀδράξουμε
ἀπὸ τὴν κόψη της κάθε στιγμή
μὲ τὸ σπαθί της νὰ νικήσουμε τὸ πρόσκαιρο
καὶ βιάζοντας τὴν πύλη τοῦ Καιροῦ
νὰ μεταλάβουμε φωτιά ἀρχαγγελική,
χίλιες καμπάνες τὸν ἀντίλαλο νὰ πάρουν
κι ὁ θάνατος σὰν τρομαγμένο νὰ φεύγῃ πουλί
ὁ Κόσμος σὲ μίαν ἀστραπὴ ν' ἀποκαλύψῃ
στὰ ἔκπληχτα μάτια μας τὸ μυστικό του
μεμιᾶς τὸ νόημά του νὰ φανερωθῇ
σὰν τὴν κρυμμένη φλόγα ἀπ' τὸν ἄνεμο –
μᾶς βλέπουν νὰ δειλιάζουμε, νὰ σκύβουμε στὰ βάθη
ποὺ ἀνοίγει μέσα μας ὁ κεραυνός,
γιατὶ ἡ ἀγάπη τους μονάχα μᾶς μετρᾶ
μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας μας,
γιατί ἡ ἀγάπη τῶν ἀγγέλων οἶκτο δέν γνωρίζει
κ' ἡ ὄψη τους κόβει σὰν σπαθί
τὴ σάρκα μας θανατερά πληγώνει,
σὲ τέφρα πέφτει ἡ γήινη καρδιά μας
μὲ τὴν προσέγγιση τῆς μυστικῆς φωτιᾶς,
μὲ τέτοιο τίμημα μᾶς δίδουν τὸ Μεγάλο Δίδαγμα...
Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς εἶναι ἀπὸ κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σὰν ἀπὸ πάγο.
Ἐκεῖ χορεύουνε τὰ πάντα ἀθόρυβα
κι ὅλες οἱ εἰκόνες διαθλῶνται στὸ ἄπειρο.
Τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παράπονα
ἀφήνουν τὸ λεπτό ἦχο τῆς κιθάρας
Τῶν σιωπηλῶν πλασμάτων τὰ χαμόγελα
ρόδινη ἀνταύγεια ὑψώνουν στὰ μεσούρανα
καὶ τὰ βαθιά βλέμματα τῆς ἀγάπης
ἀνάβουν φλόγες πυρκαγιᾶς γαλάζιες.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς ὅ,τι εἶναι γνήσιο
σὰν μιὰ καμπάνα ἀκούγεται γιορτάσιμη
ποὺ ἀνοίγει βουερούς θόλους στὰ οὐράνια.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς συχνά ἀκροάστηκα
τὶς σημένιες κωδωνοκρουσίες
ποὺ ὑψώνει κάποιο σμῆνος γερανῶν.
Σὲ γάμους μυστικούς, σὲ λιτανεῖες,
σὲ τελετὲς οὐράνιες παρευρέθηκα
στὴ χώρα τῆς σιωπῆς πού εἰναι ἀπὸ κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σὰν ἀπὸ πάγο...
Τραγούδι στὸν ἥλιο
Μέσα στὸ φῶς σου γίνομαι πουλὶκαὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.
Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ
τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.
Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.
Τ᾿ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.
Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!»
ΠΗΓΗ
Νάρκισσος
Κανείς δεν ξέρει την αληθινή ιστορία του ΝάρκισσουΟνειρευόταν την ομορφιά κι έσκυβε πάνω απ’ το νερό
να την γνωρίσει στο πρόσωπό του
Έβλεπε φύλλα κι ανταύγειες έναν ανάστροφο,
υδάτινο ουρανό σκιές και λάμψεις απατηλές
κι ονειρευόταν πάντα.
Κάποτε τρόμαξε τόσο
Σαν είδε την ανάστροφή του εικόνα
—μέσα σε κύκλο κλειστό βλέμμα ακίνητο,
παγωμένο στο θάνατο δοσμένο,
πρόσωπο παραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψη
Τον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισία
που πνίγηκε μες στο νερό
Σαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό του
στο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίο αλλιώτικα ζωντανό.
Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθους
όλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία —κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή—
Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμου
όλα καθρεφτίζονται ανάστροφα καθώς το δέντρο στο ποτάμι.
Περσεφόνη
Απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφωτου σκοτεινού μου συζύγου
κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό
την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω
Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής
πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή
Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα
είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο
κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα
Κανείς δεν γίνεται με το θνητό του σώμα
ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά
Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται
τα μάτια καίγονται στεγνώνουν —
μ’ από ’να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα
μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα
— Λόγια δεν έχει ο Άδης να σου μάθει
μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει
την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη
Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
κι αν γίνεται, μαντέψετε ποιό είναι του Άδη το χρώμα.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017
Η βροχή στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη
Τάσου Λειβαδίτη Σελήνη 20 ημερών (απόσπασμα)
Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώραακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;
Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ” έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.
Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.
Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου…
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Τάσος Λειβαδίτης: Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (αποσπάσματα)
' Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.
Τα τραίνα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ' τα τζάμια να τους δούμε...
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ'το δρόμο κι απ' τον κόσμο την ζεστασιά....
Έλεγες πως θα πέθαινες
ίσως να 'χες κιόλας πεθάνει
τόση είταν η νύχτα κ'η βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι
όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Κ'είταν σα να'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη....
''Τι ώρα νάναι μες στη νύχτα
τι ώρα νάναι μες στη βροχή
τι ώρα νάναι απόψε σ' όλη τη γη!
Τι ώρα νάναι. [...]''
Tο υπόγειο -Λειβαδίτης Tάσος
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)
Τάσος Λειβαδίτης (ΙΙ) – Σχέδιο με βροχή
«Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά[που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,
αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά
γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό-
γραφα
λησμονημένων ποιητών.
Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.»
(Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου)
Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν
μυστηριώδεις υποθέσεις – την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα
τ’ απογέματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα
παραμύθι που δε μάς το τελείωσαν και γυρίζει και μάς αναζητά
ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως
όλα θα τελειώσουν κάποτε.
Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι όσο
γερνάνε γίνονται πιο ξένοι
κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους σιδηροδρομικούς
σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο
ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις;
Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ μουσικὸς
……Συχνὰ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφτανα σὲ μιὰ ἄλλη πόλη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνας γέρος, ποὺ ὀνειρευόταν κάποτε νὰ γίνει μουσικός, καὶ τώρα καθόταν μισόγυμνος μὲς στὴ βροχὴ – μὲ τὸ σακάκι τοῦ εἶχε σκεπάσει πάνω στὰ γόνατα τοῦ ἕνα παλιό, φανταστικὸ βιολί, «τὸ ἀκοῦς;» μοῦ λέει, «ναί, τοῦ λέω, πάντα τὸ ἄκουγα»,
……ἐνῷ στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸ ἄγαλμα διηγόταν στὰ πουλιὰ τὸ ἀληθινὸ ταξίδι.
ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 40
Τάσος Λειβαδίτης, Ποῦ εἶσαι
Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…
«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε
Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …
Ἔβρεχε
«Ἀγαπῶ ἄλλον!»
Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»
«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;
Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω
Ποῦ εἶσαι;
Αλλά τα βράδια-Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα) |
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..
Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα
……Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
……Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
……Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
……Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
……Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
……ὅπως οἱ ἥρωες.
Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24
Τάσος Λειβαδίτης, Ἐξόφληση
……Ἡ παιδικὴ ἡλικία μου γλίστρησε ἀνάμεσά σε παλιὰ ἑρμάρια, οἱ ἁμαξάδες βλαστημοῦσαν καθὼς παίρνανε τὴ στροφή, ἀργά, λυγισμένοι ἀπ᾿ τὴ σκόνη κι ἡ κοιλιά μου σκουλήκιαζε ἀπὸ ἀναρίθμητες πεῖνες.
……Στὸ ὑπόγειο ὀνειρευόταν τὸ ραχητικὸ παιδί, ἐγὼ πίστευα στοὺς πλανόδιους ὀργανοπαῖχτες, ποὺ ἡ δυστυχία τοὺς εἶναι πιὸ οὐράνια κι ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, πλαγιάζοντας μὲ γυναῖκες κωφάλαλες, γιὰ νὰ μὴ χάσω οὔτ᾿ ἕναν ἦχο ἀπ᾿ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ἄκουγα γύρω μου.
……Σὲ τί χρησίμεψαν, λοιπόν, οἱ ἁμαρτίες μου; Ἔβρεχε καὶ κανεὶς δὲ μ᾿ ἄκουγε, μονάχα ὁ κούφιος ἀντίλαλος ἀπ᾿ τοὺς σταύλους, ἐκεῖ ποὺ εἶδα τὸ γέρο, καθόταν στὸ βρεγμένο στρῶμα κι ἔκλαιγε, ζητώντας νὰ τοῦ δώσουν τὴν κοῦκλα του — τότε κατάλαβα πὼς δὲν εἶμαι μόνος, καὶ πὼς ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ ἡ μέρα τῆς Κρίσεως, ἐγὼ θὰ ἔχω ὅλο τὸ χρυσάφι νὰ πληρώσω.
……Τὸ τέλος ἦταν ἀπροσδόκητο, μὲ τὸν καπνὸ νὰ μοῦ γνέφει πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμό, μὲ τοὺς τρελοὺς ποὺ ψάχνανε γιὰ ἕνα μικρὸ κομμάτι κιμωλία κι ἐκείνους τοὺς χλωμοὺς ἄντρες μὲ τὰ τύμπανα ποὺ φτάνουν ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔλεος πιά.
……Κι ὕστερα, ὅταν βράδιασε, ἄδειασα τὰ παπούτσια μου ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους κι ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, ἐνῷ τὰ ὑγρὰ σιωπηλὰ χωράφια ταξίδευαν μὲ τοὺς τυφλοπόντικες.
συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 14
ΠΗΓΗ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)