Δέσε απόψε τη σπασμένη μου φλέβα. Ο σφυγμός μου αδυνάτισε. Προσπαθείς να την κλείσεις μ’ ένα άσπρο τριαντάφυλλο. Έγινε κόκκινο. Όλο κοκκίνισαν. Τα σεντόνια μου έγιναν παραπόταμοι ανάμεσα στα βουνά. Παραπόταμοι κόκκινοι ανάμεσα στ’ άστρα
Το τριαντάφυλλο-Νικηφόρος Βρεττάκος Είδα στον ύπνο μου, πως μίκρυνες. Πως έγινες ένα τριαντάφυλλο κόκκινο, Φρέσκο, σαν άκοπο. Σ’ είχα στο χέρι μου, τάχα, και πήγαινα, πήγαινα – Πέρασα κι άφησα δεξιά τον Ταΰγετο. Στάθηκα μόνο, τον κοίταξα λίγο, ξαναπήρα τον δρόμο μου κι’ όλο πήγαινα, πήγαινα – Πού να σε βάλω; Όλη η γής είναι στήθος μου.
Red Roses by Igor Levashov
Ζωή και φωτιά-(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Αν δεν βρέξει απόψε, ο κόσμος θα πάρει φωτιά απ’ αυτά τα τριαντάφυλλα. Αν τυχόν και καώ- ίνες είναι και ρίζες το χώμα μου για την πύρινη μάζα του ήλιου για κάθε στοιχείο και φωτιά- Αν τυχόν και καώ να φυτέψτε τη στάχτη μου.
Α,
πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές τι όνειρα, ας
πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά». Λειβαδίτης.-------------
-«Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα
για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.»
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Το ρόδο Οι ανταύγειες του φεγγαριού στα τζάμια σαν τα μικρά αποσπάσματα ενός ονείρου που κυνηγάμε χρόνια. Ερωτες για πράγματα μακρινά, φιλίες με δρόμους, ή άστρα κι η παιδικότητα που σε ό,τι καλύτερο είχε, έμεινε για πάντα άγνωστη. Ωσπου μια νύχτα παραμέρισα τη ζωή μου και βρήκα το ωραίο ρόδο που μου είχαν υποσχεθεί. Μια ακαθόριστη μεγάλη υποσχεση, όπως συμβαίνει παντα στις παλιές κάμαρες ή μια χειρονομία απαλή, όπως καρφιτσωνεις ένα ρόδο στο στήθος μιας γυναίκας που ποτέ δεν υπήρξε
Νυχτερινά προνόμια (απόσπασμα)Τάσος Λειβαδίτης Ίσως αυτή η αγάπη μας για τη ζωή είναι που μας έκανε να τα χάσουμε όλα τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με τοπία του φεγγαριού δεν έχουμε παρά μόνο μια παιδική ηλικία μέσα στον αναπόφευκτο κόσμο ύστερα όλα τελειώνουν-πού να πας; η νύχτα σκέπασε την πόλη, τα χρόνια άλλαξαν κι αυτοί που θα μπορούσαν να σ' αναγνωρίσουν πέθαναν ή άλλαξαν κι αυτοί οι νεκροί κρατούν μικρά μπουκέτα σε κήπους που ξεχάσαμε οι φερετροποιοί έχουν κι αυτοί καμιά φορά χαρούμενες σκέψεις οι μεγάλοι δεν ξέρουν παρά ένα παραμύθι για όλα τα βράδια οι ζητιάνοι πανάρχαιοι μνηστήρες των εκκλησιών συχνά κάθομαι στη σκάλα και κοιτάζω το πεπρωμένο κανείς δεν πιστεύει αυτά που βλέπω, τα γράφω κι εγώ και τα ταχυδρομώ στους μεταγενέστερους μα όταν ένας άνθρωπος στο δρόμο γυρίσει και σε κοιτάξει με πόνο η μισή ανθρωπότητα έχει σωθεί ή νοσταλγώ ένα ρόδο κι είμαι έτοιμος να πεθάνω για να το βρω - Βιολέτες για μια εποχή (Κάτω απ' τον ίδιο αστερισμό)
Federico
Garcia Lorca
Είναι
κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί,
κι
η δροσούλα δεν τ' αγγίζει από φόβο μην καεί,
ανοιχτό
το μεσημέρι σαν κοράλλι, σαν παιδί,
μες
στα τζάμια, μαγεμένος, σκύβει ο ήλιος να το δει,
άσπρο
γίνεται, κι είν' άσπρο, κοχυλάκι του γιαλού,
σαν
λιποθυμάει η μέρα στις βιολέτες του νερού.
Κι
όταν πια σημάνει η νύχτα, τη φλογέρα τη γλυκιά,
και
τ' αστέρια αλλάξουν θέση στ' ουρανού την απλωσιά,
πριν
τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί,
μέσα
στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί,
πριν
τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί,
μέσα
στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί.
Τίτος Πατρίκιος, Ρόδα αειθαλή
Η ομορφιά των γυναικών που
άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό
επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα
χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι
φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε
προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια
της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν
δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις
ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που
αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν
γιʼ αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο
άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα
λένε οι ποιητές.
(από τη συλλογή Λυσιμελής
πόθος, 2008)
A Red Rose by John William Godward
«Γίνεται να χωρίσω από τον εαυτό μου
ή απ' την ψυχή μου που στο στήθος μου φωλιάζει;
Τριαντάφυλλό μου, είσαι το παν για εμένα!»Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Ερωτικός λόγος – Απόσπασμα από τον «Ερωτικό Λόγο» του Σεφέρη
«Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί. Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός» Δε θα με χάσεις..Αλκυόνη Παπαδάκη Κάθε φορά που θα κελαηδούν τα πουλιά, θα είμαι ανάμεσά τους και θα σου τραγουδώ..
Κάθε φορά που θα ανθίζουν τα λουλούδια, θα σκύβεις πάνω τους και θα μυρίζεις την ψυχή μου.. Κάθε φορά που θα πέφτει η βροχή πάνω σ' ένα τριαντάφυλλο, θα σου στέλνω ένα φιλί να σκεπάζεις την ψυχή σου να μην κρυώνει..
............. Μη φοβάσαι...
Τριαντάφυλλο - Ποίημα Παιδικό του Γιώργου Βιζυηνού
Μαἡ κυράτριανταφυλλιά έχει αγκάθια κι αγκυλώνει κι όποιος κλέφτει τα φιλιά ακριβά της τα πληρώνει.
Δι᾿ αυτό μη φοβηθείς, σαν καλό παιδίοπού῾μαι, όταν βλέπω πως ανθείς σ᾿αγαπώ και ευχαριστούμαι.
Γιατίέχεις μία πνοή που τὲς γειτονιές μυρώνει κι έχεις βράδυ και πρωί για τραγουδιστήέν᾿αηδόνι.
Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης.
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή,λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ'ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη. Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις,τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
ΜΙΚΡΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
'' Στην γωνιά της αυλής, μέσα στα σαπουνόνερα, κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν από το βάρος της ευωδιά τους. Κανένας δε μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα. Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή. '' ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
christian schloe art
Τριανταφυλλάκι της Έμιλυ Ντίκινσον
Το Τριανταφυλλάκι αυτό κανένας δεν το ξέρει-
Προσκυνητής ίσως και θά' ταν
Αν δεν τό' έπαιρνα απ' τους δρόμους
Και σου το προσέφερα.
Σε μια Μέλισσα μόνο θα λείψει-
Σε μια Πεταλούδα μόνο,
Που βιάζεται από μακρύ ταξίδι-
Πάνω στον κόρφο του να γείρει-
Μόνο ένα Πουλί θ' αναρωτιέται-
Μια Αύρα θα στενάξει μόνο-
Αχ, Μικρό Τριάνταφυλλο-πόσο σαν κι εσένα κάτι
Τη ζωή ήταν εύκολο να χάσει!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - Καλημέρα τριανταφυλλάκι
Καλημέρα τριανταφυλλάκι
που κάπου θα
μοσχοβολάς...
Καλημέρα νερό
που κάπου θα
τρέχεις
Καλημέρα δάσος
που κάπου θα
τραγουδάς
Καλημέρα...
Καλημέρα τζιτζίκια,
πεταλούδες, πουλιά,
καλημέρα.
Ένας πρωινός παρακαλεστής
σας στέλνει τα
μάτια του
σ' ένα κατάμονο
νησί,
μια θαλασσινή
κούνια.
Κι είναι, ένα
στοματάκι που σας αποζητά.
Είναι δυο μικρά
χεράκια, κρεμασμένα
μια αγκαλίτσα δίχως
κούκλα
Ω τριανταφυλλάκι
και δάσος
και νερό.
Ο πατέρας δεν έχει
παρά σίδερα.
Δεν έχει παρά
βότσαλα... κι αγκάθια.
Ω τριανταφυλλάκι
και δάσος
και νερό...
κυλήστε το παραμύθι
σας...
Κυλήστε το..
Κατά το Τρίκερι...
κυλήστε το.
Και φλυαρήστε γύρω
στο κλουβί της
που μένει σιωπηλό.
Κι εκείνη, θα
γελάσει.
Θα χτυπήσει τα
χεράκια της
και θα γελάσει... Γιατί δεν είναι
ούτε πέντε χρονών...
Χουάν Ραμόν Χιμένεθ Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα Το στόμα σου φύτεψε μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου. Είταν φθινόπωρο. Ο άμετρος ουρανός άρπαξε με τον ήλιο του όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων– από τη ζωή. Το καλοκαίρι ήρθε σκληρό· το μπουκέτο μάδησε, μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου δύο μπουμπούκια πόνος. (Μτφ.: Γιώργος Κεντρωτής
FEDERICO GARCIA LORCA -ΚΑΣΙΝΤΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ Το ρόδο δεν ζητούσε την αυγή σχεδόν αιώνιο στο κλωνί του, κάτι άλλο ζητούσε. Το ρόδο μήτε γνώση μήτε ίσκιο ζητούσε όριο σάρκας και ονείρου, κάτι άλλο ζητούσε. Το ρόδο δεν ζητούσε το ρόδο. Ασάλευτο στον ουρανό κάτι άλλο ζητούσε.
Κώστας Βάρναλης «Γεννήθηκα στον Πύργο της Βουλγαρίας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα,
24) δηλώνει ο ίδιος ο Βάρναλης σε μια απόπειρα αυτοβιογραφίας
υπογραμμίζοντας εξ αρχής ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του: την
ιδιότητα του Έλληνα της διασποράς. Αναθρεμμένος με το ιδανικό της
Μεγάλης Ιδέας σε ένα περιβάλλον, που -αν και «δίνει την εντύπωση
ελληνικής πολιτείας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 27)- αποτελεί
επισήμως από το 1886 βουλγαρικό έδαφος, ζει από τα παιδικά του χρόνια,
από απόσταση αλλά με αδιάκοπη πατριωτική έξαψη, τις κρίσιμες πολιτικές
εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η ήττα του '97. Η Ελλάδα γίνεται η «χώρα των
ονείρων του» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 57). Η φοίτησή του
στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» στη Φιλιππούπολη, από το 1898 και για τέσσερα
χρόνια, γίνεται υπό την πίεση της οικογένειάς του να «εκμεταλλευτεί»
επαγγελματικά την κλίση του στα γράμματα και σημαίνει το τέλος των δικών
του παιδικών επαγγελματικών σχεδίων: να γίνει ράφτης. Δουλεύει ήδη ως
δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου όταν, το 1902, μια υποτροφία για σπουδές
φιλολογίας του επιτρέπει να έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου
διαπιστώνει ότι «το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των "ιθαγενών" της
Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους!
Άει πήγαινε να βρεις άκρη!» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 25). Για τη ζωή και το έργο του Κ.Βάρναλη, εδώ
Τσίχλα την παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κι έζησε και πέθανε τσίχλα.
Ήτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι.
Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε — πήδαγε κ
έτρεχε.
Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;
Για έν’ από κείνα τα βουνίσια,
που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά
και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.
Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις
κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες από το δάσος των πεύκων
στην κορφή του βουνού. Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, που σχεδόν είχε κι αυτό
ξεχάσει τ’ όνομά του.
Δεν του χρειαζότανε, λες και του
’πεφτε βάρος.
Αλλ’ όσο τους λείπουνε των μικρών
αφτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους περισσεύ’ η ψυχή.
Ψυχή του λαού. Είμαστε στον τελεφταίο χρόνο της Κατοχής.
Το χωριό, που λέμε, βρισκότανε
στα σύνορα των δυο Ελλάδων: της λεύτερης και της συνεργαζόμενης. Αλλά προς τα
εδώ.
Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε
με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς μας» να
μποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς τα κάτου - στον
κάμπο. Γιατί κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του
έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.
Με την απελευθερωτικήν επιτροπή
του χωριού είχανε συχνήν επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της Τσίχλας. Ήτανε κόρη μιας
φτωχιάς χηρευάμενης του χωριού, που ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία. Οχτώ
με δέκα χρονών η Τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών.
Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή — σαν ώριμο πλάσμα — κι αδείλιαστη.
Καλός καιρός στα τέλη του
Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη — μα και κρύο τσουχτερό.
Η Τσίχλα μαζί μ’ άλλα παιδιά (τα
σκολειά κλεισμένα!) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και
παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων.
Παίζανε τόπι.
Η Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του
παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς το ρέμα κι ύστερις
έτρεχε, όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.
Το τόπι κυλούσε κάτου στη ρεματιά
κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή.
Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την
περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δυο αντάρτες. Τους έδινε το μήνυμα
γραμμένο ή στοματικά της Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσου λαχανιασμένη (για να
μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!
Αλλ’ αυτό το ταχτικό χάσιμο της
Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.
— Πρέπει να ιδούμε τι τρέχει, με
τρόπο –γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό...
Αλλά δε χρειάστηκε τρόπος. Ο
πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζήδων, έκανε την τελευταία του υπηρεσία
«προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.
Όταν την άλλη μέρα, παραμονή των
Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι
ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι τη σταματήσανε κι αυτήνε. Και την
ψάξανε.
Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά
της ένα χαρτάκι.
— Έλα δω, πουλάκι μου, τη ρώτησε o πρόεδρος. Ποιος σου το ’δωσε τούτο;
— Μόνη μου το ’γραψα.
— Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράματα;
— Όλοι μας ξέρουμε.
— Και τι άλλο «παιχνίδι» ξέρεις;
— Όλα. Και να τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να
καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους.
— Για σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε; Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό
πάνω στο δέντρο.
— Ξέρεις, είπες, να τραγουδάς. Για πες μας κανένα «σκοπό» ν’ ακούσουμε; Ό,τι
σου αρέσει.
Κι’ η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.
— «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά...» (Αυτό το τραγούδι ήτανε τότες το πιο
συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων).
Μπαμ!, μπαμ!, μπαμ!...
Οι Γερμαναράδες κι οι τσολιάδες
τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί. Και το πουλί σωριάστηκε χάμου,
μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή. Η ψυχή όλης της Ελλάδας.
Περασμένα μεσάνυχτα, την ώρα που
οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι
αντάρτες — και ναζήδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το
άναντρό τους έγκλημα.
Κ’ ύστερα;
Ύστερα από ένα χρόνο η
«Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ όλην την Ελλάδα. Αλλά κάθε Χριστούγεννα,
μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούν να πνίξουνε
το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της Πατρίδας...